Αλεξάντρ Μπλοκ – Συμβολισμός και Οχτωβριανή Επανάσταση
“Την επανάστασή μας την πλησίασε τίμια και μ’ ενθουσιασμό, αλλά οι λεπτοκαμωμένες κομψές λέξεις του συμβολιστή δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν και να σηκώσουν στους ώμους τους τις βαριές εικόνες που έφερε η επανάσταση, πέρα για πέρα πραγματικές και ωμότατες.” (Μαγιακόφσκι)
Ηγετική μορφή του ρωσικού Συμβολισμού, ο μεγάλος Ρώσος ποιητής Αλεξάντρ Μπλοκ γεννήθηκε στις 28 του Νοέμβρη 1880 και έφυγε από τη ζωή στις 7 του Αυγούστου 1921. Από τους πιο χαρισματικούς λυρικούς ποιητές της Ρωσίας μετά τον Πούσκιν, σημάδεψε με το έργο του την ποίηση της πατρίδας του, αλλά και την παγκόσμια ποίηση αφού τα έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες.
Ο Μπλοκ είχε συνείδηση της – άρχουσας – τάξης μέσα στη ζεστασιά της οποίας ο ίδιος ανατράφηκε, σπούδασε και κάτω από την εξουσία της άνθισε το έργο του. Αυτό δεν τον εμπόδιζε να κρατάει τα μάτια του ανοιχτά και να στέκεται κριτικά, μπροστά στην καταπίεση και την εκμετάλλευση των φτωχών μαζών από το τσαρικό καθεστώς, να δει με συμπάθεια το αναπτυσσόμενο εργατικό κίνημα και να συμμετέχει με ενθουσιασμό σε μια από τις διαδηλώσεις που προηγήθηκαν της «Ματωμένης Κυριακής», το 1905, που άνοιξε το δρόμο στην Οχτωβριανή Επανάσταση.
Ο ποιητής, που κάθε άλλο παρά επαναστάτης ήταν, μετά το 1905 ένοιωθε απογοήτευση για την κοινωνία μέσα στην οποία ζούσε και δημιουργούσε, ενώ ταυτόχρονα μεγάλωνε η συμπαράστασή του για τις καταπιεζόμενες μάζες. Αποδέχτηκε την Οχτωβριανή Επανάσταση αφιερώνοντάς της το ποίημά του «Δώδεκα», το οποίο αντιμετωπίστηκε κριτικά και με επιφυλάξεις από τους μπολσεβίκους.
Όμως, πριν φτάσουμε στο 1917 ας πάρουμε μια μικρή γεύση από το προγενέστερο έργο του, που μας προσφέρει ο πολυγραφότατος σπουδαίος λογοτέχνης-συγγραφέας Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, ακάματος μελετητής και μεταφραστής της Ρωσικής Λογοτεχνίας, στο βιβλίο του «Όσιπ Μαντελστάμ – Στην Πετρούπολη θα σμίξουμε πάλι» (εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2008):
Οι Ρώσοι συμβολιστές ήταν θρήσκοι άνθρωποι, ευλαβείς νεοχριστιανοί – τέτοιοι ήθελαν να φαίνονται, να βάζουν τα άμφια και να στιχουργούν σ’ αυτό το πνεύμα – άλλο τι έκανε ο καθένας μόνος του, έξω από το ναό.
Το ποίημα γι’ αυτούς ήταν ναός όπου μπαίναν και προσεύχονταν στην καινούργια γλώσσα που πλάθανε για να τους ακούει από πάνω και να τους καταλαβαίνει ο θεός, οι άγγελοι και το υπόλοιπο υπερπέραν. Από παλιές μου μεταφράσεις μεταφέρω εδώ ένα ποίημα του Μπλοκ που τα λέει αυτά με τον δικό του υποβλητικό λόγο:
Όλες τις πόρτες ξέρω των μελιχρών ναών,
μ’ ευλάβεια μπαίνω και πράττω τα κανονισμένα,
την Ωραία Κυρία εκεί προσμένω
στο φως να μου φανεί των κόκκινων κεριών.Στης μεγάλης κολώνας τη σκιά
τρέμω καθώς η πόρτα τρίζει.
Η εικόνα μόνο να με δει γυρίζει,
στα όνειρά μου μόνο η Ωραία Θωριά.Τ’ άμφια της Ωραίας Κυρίας! Τόσο καλά
τα ξέρω και τα συνήθισα, αλήθεια.
Χαμόγελα, όνειρα και παραμύθια
στους τοίχους περπατούν και χάνονται ψηλά.Ω Αγία! Στην ανταύγεια τη χρυσή,
τι παρήγορη είναι η μορφή Σου!
Δεν ακούγονται ποτέ οι λυγμοί Σου,
Όμως εγώ το ξέρω: είσ’ Εσύ.
Οι επιφυλάξεις και η κριτική των μπολσεβίκων στο «Δώδεκα» του Αλεξάντρ Μπλοκ, σκιαγραφούνται στο παρακάτω απόσπασμα από κείμενο του Ανατόλι Λουνατσάρσκι, του πρώτου Λαϊκού Επιτρόπου Παιδείας και Πολιτισμού μετά την επικράτηση της Οχτωβριανής Επανάστασης.
«Καταρχάς, ήταν σαφές πως ο Μπλοκ είχε πλησιάσει την επανάσταση από λάθος γωνία. Οι ήρωές του ήταν καθαρά στοιχειακοί φορείς της επαναστατικής αρχής. Το επαναστατικό στοιχείο τούς σηκώνει πολύ ψηλότερα από την πραγματική πληβεία «εμπροσθοφυλακή» της επανάστασης, αλλά, σύμφωνα με τον Μπλοκ, το στοιχείο αυτό είναι καταλασπωμένο από τις περιθωριακές τάσεις τους, που πλησιάζουν τον υπόκοσμο. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τέτοια στοιχεία υπήρχαν κατά καιρούς στην επανάσταση και ίσως κάπου-κάπου να ξεχώριζαν, αλλά φυσικά δεν την αντιπροσώπευαν. Οι Δώδεκα δεν θα μπορούσαν να είναι πιο μακριά από το πνεύμα του Κομμουνιστικού Κόμματος, γιατί ο Μπλοκ αισθανόταν την υποταγή στο κόμμα σαν κάτι πολύ αντεπαναστατικό, κάτι απολύτως ξένο προς τη νοοτροπία του, ενώ στην πραγματικότητα, όπως απέδειξε η ίδια η ζωή, ήταν το πραγματικό θεμέλιο της επανάστασης».
Το 1918, ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, φλογερός υπερασπιστής της Οχτωβριανής Επανάστασης, ήταν ένας ποιητής με αναγνώριση από τα σπουδαιότερα ποιητικά ονόματα της Ρωσίας, ανάμεσά τους και τον Αλεξάντρ Μπλοκ, ο οποίος ήταν «ο μόνος από τους ζωντανούς ποιητές που ο Μαγιακόφσκι θαύμαζε, αλλά με τον τρόπο του. (Από τους δέκα δικούς μου στίχους οι πέντε είναι καλοί, οι τρεις μέτριοι κι οι δύο κακοί. Στους δέκα στίχους του Μπλοκ οι οχτώ είναι κακοί κι οι δύο καλοί. Αλλά στίχους σαν αυτούς τους δύο δικούς του εγώ δε θα γράψω)», όπως γράφει ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος στην πολύ αξιόλογη μελέτη του «Μαγιακόφσκι – Τα εύκολα και τα δύσκολα» (εκδ. Γκοβόστη, 2011), στην οποία αναφερόμενος στο «Δώδεκα» σημειώνει ότι ο Μπλοκ «το ποίημα αυτό δεν το έγραψε χωρίς να έχει υπόψη κάποιους στίχους από τα ποιήματα του Μαγιακόφσκι».
Για έρθουμε λίγο πιο σιμά στο έργο του Μπλοκ και στον τρόπο που ο ίδιος προσέγγισε την Οχτωβριανή Επανάσταση, διαβάζουμε ένα απόσπασμα από τη νεκρολογία που έγραψε ο Μαγιακόφσκι, το 1921, για τον μεγάλο Ρώσο ποιητή, που ο Αλεξανδρόπουλος χαρακτηρίζει (το απόσπασμα) «έμμεσο σχόλιο για το δικό του έργο σε σχέση με τους προγενέστερους»:
«Μερικοί δεν μπορούν ακόμα να ξεφύγουν από τη μαγεία των στίχων του – παίρνουν μία λέξη του και την απλώνουν σ’ ολόκληρες σελίδες, ακουμπώντας πάνω της τον ποιητικό τους θησαυρό. Άλλοι, ξεπερνώντας τον πρώιμο ρομαντισμό του, τού κηρύξανε ποιητικό πόλεμο και για να λυτρώσουν την ψυχή τους από τα ερείπια του συμβολισμού, ανοίγουν τα θεμέλια των νέων ρυθμών, μαζεύουν σωρούς πέτρες από νέες ποιητικές εικόνες, στεργιώνουν τους στίχους με καινούργιες ρίμες και δημιουργούν, αληθινοί ήρωες της δουλειάς, την ποίηση του μέλλοντος. Αλλά και οι πρώτοι και οι δεύτεροι με την ίδια λατρεία μνημονεύουν τον Μπλοκ.
Την επανάστασή μας την πλησίασε τίμια και μ’ ενθουσιασμό, αλλά οι λεπτοκαμωμένες κομψές λέξεις του συμβολιστή δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν και να σηκώσουν στους ώμους τους τις βαριές εικόνες που έφερε η επανάσταση, πέρα για πέρα πραγματικές και ωμότατες. Με το περίφημο, μεταφρασμένο σε τόσες γλώσσες ποίημά του Οι Δώδεκα, ο Μπλοκ ξεπέρασε τον εαυτό του.
Θυμάμαι τις πρώτες μέρες της επανάστασης περνούσα δίπλα από μια σκυφτή σκιά, ντυμένη στρατιωτικά, που ζεσταινόταν σε μια φωτιά κοντά στα Χειμερινά Ανάκτορα. Άκουσα να με φωνάζουν. Ήταν ο Μπλοκ. Περπατήσαμε λίγο μαζί. Τον ρωτώ: «Σας αρέσουν τούτα που γίνονται;» «Καλά είναι», μου απάντησε, και σε λίγο πρόστεσε: «Μου κάψανε στο χωριό τη βιβλιοθήκη μου».
Κι αυτό το «καλά» και «μου κάψανε τη βιβλιοθήκη μου» ήτανε τα δύο του αισθήματα για την επανάσταση που τόσο φανταστικά τα συνδύασε στους Δώδεκα. Κάποιοι διαβάσανε το ποίημα σαν σάτιρα στην επανάσταση, άλλοι σαν δόξασμά της».
«Με αξιοθαύμαστη ακρίβεια διατύπωσε τη μεγάλη σημασία του Μπλοκ για τη σύγχρονη ρωσική ποίηση» σημειώνει ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, αναφερόμενος στο κείμενο του Μαγιακόφσκι, και συμπληρώνει αμέσως: «Από τα ουσιαστικότερα πεζά που άφησε ο Μαγιακόφσκι. Όλα όσα λέει εδώ, για έναν που θέλει και ξέρει να εκτιμήσει τα πράγματα της εποχής, ρωσικά κι ανθρώπινα, ζυγίζουν χρυσάφι».