«Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού»
Παρακολουθώντας τις εκστρατείες εναντίον του καπνίσματος, παρατηρεί κανείς πως με το κύρος της ιατρικής ορολογίας εφαρμόζουν στην εξαθλίωση του καπνιστή, με την απεικόνισή του ως μια σειρά διαμελισμένων σάπιων τμημάτων σώματος όπως βλέπουμε στην προπαγάνδα κατά του καπνίσματος, το κοινωνικό φαντασιακό της αστικής τάξης.
Η κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη στις 19 Νοεμβρίου κήρυξε έναρξη αντικαπνιστικής εκστρατείας, θεωρώντας τη, σύμφωνα με τα λόγια του πρωθυπουργού, «τολμηρή πρωτοβουλία για την προστασία της Δημόσιας Υγείας», «άσκηση της ατομικής ευθύνης που θα οδηγήσει τελικά σε συλλογική ευημερία». Κι επειδή βεβαίως υπάρχει και η φιλελεύθερη ιδεολογία που προπαγανδίζεται η εφαρμογή της, με την απαγόρευση του καπνίσματος δίνεται η ευκαιρία στον πρωθυπουργό να μιλήσει για οριοθέτηση δημόσιου και ιδιωτικού, που τον χαρακτηρίζει ιερό και απαραβίαστο και εκεί «το κράτος επιτρέπει στους επίμονους καπνιστές να ασκούν αυτό το δικαίωμά τους». Συγχρόνως, ανακοινώθηκε τετραψήφιος αριθμός με χρέωση, για να καταγγέλλονται όσοι παρανομούν, ενώ οι έλεγχοι θα γίνονται με συνδρομή και της Αστυνομίας.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, στα χνάρια των δυτικών πολιτικών, φαίνεται πως εκτός από την αστυνομική βία και καταστολή θεωρεί και τον αντικαπνιστικό νόμο ως μια χρυσή ευκαιρία να επιδείξει η κυρίαρχη εξουσία αποφασιστικότητα στην εφαρμογή της πολιτικής της, που σε γενικές γραμμές συμπυκνώνεται σ’ αυτές τις δυο εκφάνσεις της. Για την εφαρμογή της κυρίαρχης πολιτικής, εκτός από την βία, που απειλεί και επιβάλλει, η χειραγώγηση της σκέψης και ο έλεγχος της συμπεριφοράς δεν έχουν μικρότερη αποτελεσματικότητα.
Ένας τρόπος λοιπόν για να εξασφαλιστεί η ελαχιστοποίηση ή και εξάλειψη συμπεριφορών που μπορεί να οδηγήσουν σε αμφισβήτηση κυρίαρχων πολιτικών είναι και η εννοιολόγηση του κοινωνικού ελέγχου με ιατρικούς όρους ή ακόμα και ο ιατρικός έλεγχος της απαγορευτικής συμπεριφοράς. Η αποδοχή μιας ιατρικής προοπτικής σαν κυρίαρχος ορισμός σε μια σειρά φαινομένων ακυρώνει ανταγωνιστικούς ορισμούς με κοινωνικοπολιτικές αναφορές. Κι είναι πιο αποτελεσματικός ο τρόπος αντιμετώπισης προβλημάτων που μπορεί να οδηγήσουν σε αμφισβήτηση της κυρίαρχης πολιτικής όταν υιοθετεί ιατρικούς όρους ή εικόνες, γιατί μέσω της γλώσσας χρησιμοποιεί το ιατρικό κύρος που δεν αμφισβητείται. Και βέβαια, δεν είναι μόνο σύγχρονη η επιστράτευση της ιατρικής για να εξασφαλιστεί η τήρηση κοινωνικών κανόνων και ηθικής ή η υποστήριξη της κυρίαρχης αντίληψης, όπως π.χ η βικτοριανή αντίληψη ως ασθένειας του εθισμού στον αυνανισμό. Στα καθ’ ημάς, πρόσφατο παράδειγμα για τις …λανθάνουσες λειτουργίες της ιατρικής επιστήμης είναι ο χαρακτηρισμός «ψυχικά νοσούντες» που αποδόθηκε στους αντιστασιακούς της δικτατορίας από τον Απ. Δοξιάδη και επανέλαβε η υφυπουργός Εργασίας Δόμνα Μιχαηλίδου, απαξιώνοντάς τους.
Και η νομοθεσία για την καταπολέμηση του καπνίσματος, με τον αριθμό τηλεφώνου μάλιστα που δόθηκε για καταγγελίες, μοιάζει περισσότερο να ενδιαφέρεται για τον κοινωνικό έλεγχο, εκμαιεύοντάς μας τη συναίνεση στην κυρίαρχη πολιτική, αποδεχόμενοι τις αποφάσεις της με το πρόσχημα της υγείας και ασκώντας μας σε συμπεριφορές που τη διευκολύνουν. Προάγεται η καχυποψία ανάμεσά μας και αναζητούμε τον εχθρό που …καπνίζει, εξασκούμενοι για καταγγελίες συμπεριφορών που πραγματικά θα απειλούν την κυρίαρχη εξουσία.
Η αντικαπνιστική εκστρατεία, που σε μια εποχή καπιταλιστικής κρίσης σχεδόν έχει πάρει τη μορφή υστερίας, αναλογικά παραπέμπει, χωρίς να μοιάζει αυθαιρεσία, στην αντίστοιχη απαγόρευση οινοπνεύματος κατά το μεσοπόλεμο στις ΗΠΑ, σε μια προσπάθεια να κατανοηθούν οι άδηλες σκοπιμότητες και οι έμμεσοι στόχοι που επιδιώκονται.
Το «ευγενές πείραμα», που κράτησε 13 χρόνια, ανέλαβε τη μείωση του εγκλήματος και της διαφθοράς, την επίλυση κοινωνικών προβλημάτων, τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, τη βελτίωση της υγείας και της υγιεινής στην Αμερική. Τα αποτελέσματα αυτού του πειράματος δείχνουν ξεκάθαρα ότι ήταν μια άθλια αποτυχία σε όλες τις κατηγορίες. Οι κοινωνικές αιτίες της ποτοαπαγόρευσης είχαν να κάνουν με την ταχύτατη εκβιομηχάνιση των ΗΠΑ, την αστικοποίησή της, τις εργατικές διαμαρτυρίες, τις σοσιαλιστικές και αναρχικές ιδέες που δυνάμωναν την δυσαρέσκεια στις πόλεις και το γενικευμένο φόβο μιας λευκής, αγροτικής, προτεσταντικής Αμερικής για κοινωνική διάλυση. Η οποία στην απαγόρευση του οινοπνεύματος έβλεπε έναν τρόπο να διατηρηθούν οι παλιές ηθικές αξίες που πίστευε πως απειλούνταν με τη λειτουργία των σαλούν, συνώνυμων με τη μέθη, τον τζόγο, την πορνεία, τα ναρκωτικά και την πολιτική διαφθορά. Και ο πόλεμος ενάντια στο αλκοόλ γινόταν κυρίως ενάντια στους φτωχούς, στην εργατική τάξη, στις κοινότητες των μεταναστών, στους περιθωριοποιημένους. Αυτή η επίθεση ήταν πιο συστηματική μάλιστα στο νότο, όπου η Κου Κλουξ Κλαν ήταν δραστήρια στην καταδίωξη λαθρέμπορων, όπως και προοδευτικών, αφού η εφαρμογή της ποτοαπαγόρευσης είχε ως πλαίσιο τις αξίες και τις κοινωνικές προκαταλήψεις τέτοιων ομάδων που την είχαν στηρίξει.
Κι αν στις μέρες μας η απαγόρευση του τσιγάρου συνδέεται με επιταγές ιατρικές, τότε θεωρούνταν η κατανάλωση αλκοόλ ηθικά μη αποδεκτή, υπό το πρίσμα της αντικοινωνικής συμπεριφοράς που θα μπορούσε να προκαλέσει η υπερβολική κατανάλωση, με το κίνημα της αποχής να μετρά πολλές δεκαετίες πριν εφαρμοστεί η απαγόρευση, όπως και το κίνημα για έλεγχο του καπνού. Και όπως ο Κ. Μητσοτάκης δηλώνει το απαραβίαστο του ιδιωτικού χώρου για το κάπνισμα και τότε η 18η τροπολογία απαγόρευε την κατασκευή και πώληση ποτών, όχι όμως την κατανάλωσή τους στην ιδιωτικότητα των σπιτιών, όπου οι πλούσιοι είχαν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν αρκετά αποθέματα νόμιμου ποτού.
Στις μέρες μας βέβαια δίνεται η εντύπωση πως το κάπνισμα δεν αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα ηθικής, αλλά ως πρόβλημα δημόσιας υγείας που όμως προκαλεί ηθικά διλήμματα, όπως οι περιορισμοί του πότε και πού καπνίζουν. Η κυρίαρχη εξουσία ισχυρίζεται πως η νομοθεσία κατά του καπνίσματος είναι για τη δική μας ευημερία και ο προβληματισμός μετατίθεται στο αν η τελική ευθύνη για την υγεία ανήκει στο άτομο ή στην κυβέρνηση που έχει δικαίωμα ή και ευθύνη να ρυθμίσει την ατομική συμπεριφορά και την εμπορική δραστηριότητα. Μόνο που δεν απαντά πειστικά, γιατί εστιάζεται το ενδιαφέρον σ’ αυτή τη συνήθεια, προειδοποιώντας στα πακέτα τσιγάρα πως το κάπνισμα προκαλεί το θάνατο, και αδιαφορεί για τον πρόωρο θάνατο και τις αρρώστιες που μπορεί να έχουν όσοι εργάζονται για τον κατώτατο μισθό σε δουλειές που καταπονούν όργανα και προκαλούν σωματικό πόνο ή δεν έχουν καλή διατροφή κλπ. Πόσο πειστικό μπορεί να είναι ένα ενδιαφέρον που περιορίζεται στο τι καταναλώνουν οι εργαζόμενοι έξω από την πόρτα της δουλειάς τους στο δεκάλεπτο διάλειμμα και δεν επεκτείνεται και στις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης;
Θεωρώντας οι αντίπαλοι των πολιτικών ελέγχου του καπνίσματος πως ο καπνός είναι το όχημα για περισσότερη κυβερνητική εισβολή στη ζωή μας μοιάζει τελικά να παρουσιάζονται οι καπνοβιομηχανίες ως υπερασπιστές της προσωπικής ελευθερίας, την ίδια στιγμή που ασφαλιστικές εταιρείες ζωής και υγείας είναι κύριοι επενδυτές στα αποθέματα καπνού. Οι ρόλοι δηλ. αυτών που δείχνουν να ενδιαφέρονται για τη δημόσια υγεία είναι και εναλλασσόμενοι και συγκεχυμένοι. Κι έτσι ενώ το κάπνισμα συμβόλιζε τον θρίαμβο της αφθονίας του καταναλωτικού καπιταλισμού, από τη δεκαετία του ΄70 άρχισε η αμφισβήτησή του ως οικονομικά επιζήμιο. Εξάλλου, η ώθηση για απαγόρευση του καπνίσματος στον εργασιακό χώρο στη δεκαετία του ’80 προέκυψε πράγματι από την έρευνα για την αύξηση της παραγωγικότητας μέσω του ελέγχου του καπνίσματος επί τόπου. Κι από κοντά, η σύνδεσή του με εξαρτήσεις, με προβλήματα υγείας άλλαξαν τις αντιλήψεις μας σχετικά μ’ αυτό και το έκαναν κοινωνικά απαράδεκτο.
Παρακολουθώντας τις εκστρατείες εναντίον του καπνίσματος, παρατηρεί κανείς πως με το κύρος της ιατρικής ορολογίας εφαρμόζουν στην εξαθλίωση του καπνιστή, με την απεικόνισή του ως μια σειρά διαμελισμένων σάπιων τμημάτων σώματος όπως βλέπουμε στην προπαγάνδα κατά του καπνίσματος, το κοινωνικό φαντασιακό της αστικής τάξης. Η οποία από την εποχή της ανάδυσής της σε κυρίαρχη τάξη κατέβαλλε προσπάθεια για να εκφράσει την ιδιαίτερη αξία της σε αντίθεση με τους ηδονιστές αριστοκράτες και κυρίως με τις μάζες με την υποτιθέμενη υπερβολική απόλαυση των σωματικών απολαύσεων, προβάλλοντας στις μέρες μας το πρότυπο του επιχειρηματία που προσποιείται πως δεν έχει σωματικές λειτουργίες σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον. Τα τσιγάρα λοιπόν γίνονται μη ελκυστικά μέσα από νέες συσχετίσεις με άσχημη οσμή, βρωμιά και αηδιαστικές εικόνες. Με άλλα λόγια, τα τσιγάρα συσχετίζονται συμβολικά με τις κατώτερες τάξεις, γεγονός που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της κατασκευής της πράξης του καπνίσματος ως ανθυγιεινού.
Και πραγματικά το κάπνισμα, σύμφωνα με έρευνες, καταλήγει να γίνεται πιο συνηθισμένο στους ανθρώπους που ζουν σε συνθήκες φτώχειας. Καπνίζουν επειδή δεν έχουν το χρόνο ή τα χρήματα για να φάνε σωστά, επειδή δεν είναι διαθέσιμα άλλα πιο ακίνδυνα μέσα απόλαυσης, επειδή είναι κάτι που απολαμβάνουν. Το κάνουν επειδή οι δουλειές τους, όταν εξακολουθούν να υπάρχουν, είναι τόσο βαρετές και σωματικά οδυνηρές που προτιμούν να πεθάνουν. Ωστόσο, οι επαγγελματίες της βιομηχανίας ευεξίας περιγράφουν συστηματικά τους καπνιστές ως κοινωνικά κατώτερους, ως παράλογους, με βάση τις αυτοκαταστροφικές επιλογές για τον τρόπο ζωής τους. Και οι κατώτερα αμειβόμενοι εργαζόμενοι συνεχίζουν να καπνίζουν, με δημόσιους περιορισμούς καπνίσματος, που στο τέλος ίσως να εξυπηρετούν μόνο για να εμπνεύσουν τη ντροπή της εργατικής τάξης και την κυριαρχία της άρχουσας τάξης, που θα έχει πάντα τις κλειστές λέσχες και τους ιδιωτικούς της χώρους. Νομιμοποιείται η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου και μπαρ, πάρκα ακόμα και τα πεζοδρόμια θα γίνονται χώροι κλειστοί για ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού.
Και όλη αυτή η σύγχυση, οι προβληματισμοί και οι αμφισβητήσεις είναι γιατί ζούμε σε έναν καπιταλιστικό κόσμο που είναι ονομαστικά αφιερωμένος στην πρόοδο, την υγεία και τη μακροζωία, αλλά στην πραγματικότητα έχει ως στόχο να μας πείθει να καταναλώνουμε με τρόπους που είναι ανθυγιεινοί ακόμα και θανατηφόροι.
Εάν οι κυβερνήσεις λοιπόν πραγματικά νοιάζονταν για την υγεία των καπνιστών και των εργαζομένων, μπορούσαν εύκολα να χρηματοδοτήσουν τις καλά πληρωμένες διακοπές, ακόμα και υπηρεσίες υποστήριξης για διακοπή καπνίσματος, να ελέγχουν τους όρους λειτουργίας χώρων διασκέδασης και κυρίως να βελτιώνουν τις συνθήκες εργασίας και γενικότερα ζωής των εργαζομένων.
Αν το κράτος και το κεφάλαιο κλέβουν την ενέργειά μας, πολλές ώρες της ζωής μας για να ευθυγραμμίσουν τις τσέπες τους με κέρδος, αφήνοντας μας με ανεπαρκή χρήματα για διαβίωση, μια επικίνδυνη διατροφή και μια μίζερη ζωή, ενώ παράγουμε τον πλούτο, το λιγότερο που μπορεί κάποιος να σκεφτεί είναι πως ελάχιστα μπορεί να ενδιαφέρονται για τις βλαβερές συνέπειες του καπνού στην υγεία μας.