Φρανκ Ζάπα -Ένας αντικομμουνιστής εικονοκλάστης
“Πρακτικός συντηρητικός κατά δήλωσή του”, ο Ζάπα έγινε μετά το θάνατό του γλυπτό στη Λιθουανία από κάποιον Κονσταντίνας Μπογκντάνας, γνωστό πριν τις ανατροπές για την κατασκευή προτομών του Λένιν.
Η έκφραση “αιρετικός” έχει χρησιμοποιηθεί μέχρι ναυτίας για τόσους μουσικούς κι άλλους καλλιτέχνες, που μοιάζει να έχει χάσει το νόημά της. Όχι όμως και για τον Φρανκ Ζάπα, που έγραψε μια μοναδική ιστορία στην ιστορία της ροκ, ακροβατώντας με επιτυχία ανάμεσα σε διαφορετικά είδη και χτίζοντας τη φήμη του απόλυτα σατιρικού και αντικονφορμιστή μουσικού. Η μουσική ιδιοφυΐα και αντισυμβατικότητά του είναι αδιαμφισβήτητες, εξίσου αδιαμφισβήτητο είναι ωστόσο ότι και ο πολυσυζητημένος πολιτικός ριζοσπαστισμός του είχε πολύ συγκεκριμένα όρια, που αφορούσαν τη διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο ρητά επέλεξε να στηρίξει, ευθυγραμμιζόμενος ακόμα και με εμβληματικούς πρωταγωνιστές των ανατροπών στην Ανατολική Ευρώπη, όπως ο Βάτσλαβ Χάβελ.
Γεννήθηκε στις 21 Δεκέμβρη του 1940 στη Βαλτιμόρη σε οικογένεια με ρίζες από τη Νάπολι και τη Σικελία. Ο πατέρας του ήταν μαθηματικός και δούλευε για το αμερικανικό υπουργείο άμυνας, κάτι που σήμαινε πολύ συχνές μετακομίσεις για την οικογένεια. Ο μικρός Φρανκ ήταν εσωστρεφής και δύσκολα έκανε φιλίες. Από μικρός είχε δείξει την καλλιτεχνική του κλίση στη μουσική και στη γραφιστική, γνωρίζοντας να παίζει κρουστά και αργότερα κιθάρα. Ξεκίνησε να σπουδάζει μουσική, εγκατέλειψε ωστόσο τα κολέγια όπου είχε εγγραφεί κι από το 1961 ξεκίνησε να δουλεύει στο Pal Recording Studio, που αργότερα μετονομάστηκε σε Studio Z, ενώ έπαιζε και σε διάφορα συγκροτήματα. Το 1965 του ανατέθηκε από το ίδιο στούντιο να ηχογραφήσει ήχους που παρέπεμπαν στην ερωτική πράξη, κάτι που έκανε μαζί με την τότε φίλη του. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι δύο, καθώς ο παρεγγελιοδότης τους ήταν ένας τοπικός ντετέκτιβ που τους είχε στήσει παγίδα. Ο Ζάπα καταδικάστηκε για πορνογραφία σε έξι μήνες φυλάκιση, εκτίοντας τελικά δέκα μέρες από την ποινή του. Το γεγονός αυτό τον σημάδεψε και θεωρείται πως αποτέλεσε έναυσμα για πολλούς σατιρικούς στίχους του, αλλά και την αντίθεσή του σε κάθε μορφής λογοκρισία.
Ένα χρόνο νωρίτερα είχε μπει ως κιθαρίστας στο συγκρότημα The Soul Giants, το οποίο λίγο καιρό μετά μετονομάστηκε σε Mothers of Invention. Με τη μπάντα αυτή, που άλλαξε 18 φορές σύνθεση, ο Ζάπα περιόδευσε εντός κι εκτός ΗΠΑ για την επόμενη δεκαετία.
Το πρώτο τους διπλό άλμπουμ, είχε τίτλο Freak Out! Και κυκλοφόρησε το 1966. Στο δίσκο υπάρχει σάτιρα και πολιτική κριτική, αλλά και αυτοβιογραφικές αναφορές. Μουσικά εντοπίζεται η έντονη επίδραση της Rhythm ‘n’ Blues, ειδικότερα του υποείδους Doo Wop. Σε όλη του την καριέρα ο Ζάπα εμπνεόταν ή και αναμείγνυε διάφορα είδη της ροκ, μπλουζ, τζαζ, αλλά και σύγχρονης κλασικής μουσικής, με βασική επιρροή τον Ιγκόρ Στραβίνσκι. Έντονος ήταν ο πειραματικός και αυτοσχεδιαστικός χαρακτήρας των κομματιών του, με συχνή χρήση ηχητικών κολάζ. Ακόμα μεγαλύτερη αίσθηση προκάλεσε το 1968 ο δίσκος, We’re Only in It for the Money, που χαρακτηρίστηκε ως «ανηλεώς σκοτεινή και οργισμένη απάντηση» στο θρυλικό άλμπουμ των Μπιτλς Sergeant Pepper’s Lonely Hearts Club Band, που είχε κυκλοφορήσει ένα χρόνο νωρίτερα. Το ίδιο το εξώφυλλο του άλμπουμ αποτελεί εξάλλου παρωδία της δημιουργίας των “Σκαθαριών”. Ο Ζάπα και το συγκρότημά του υιοθετούν μια πραγματικά αιρετική για τη ροκ της εποχής στάση, καθώς επικρίνουν τόσο την αστυνομική βία εναντίον των χίπηδων, όσο όμως και το ίδιο το κίνημα των «παιδιών των λουλουδιών, που ο ίδιος θεωρούσε «μια πολύ κονφορμιστική ομάδα, με μια καθιερωμένη στολή, λεξιλόγιο και τρόπο ζωής». Έναν τέτοιο στερεοτυπικό χίπη περιγράφει στο δεύτερο κομμάτι του άλμπουμ: Who needs the peace corps:
H επιφυλακτικότητα ως ανοιχτή εχθρότητα στο χιπισμό δεν ήταν ίσως άσχετη και με την αποστροφή του Ζάπα στα ναρκωτικά την οποία επέβαλε και στα μέλη της μπάντας του, τουλάχιστον εν ώρα εργασίας. Ομολόγησε ότι σε κάποιες περιστάσεις είχε δοκιμάσει μαριχουάνα, αλλά δεν βρήκε τίποτε ενδιαφέρον στην εμπειρία, ενώ επιπλέον θεωρούσε τα ναρκωτικά μορφή ελέγχου των πολιτών από την κυβέρνηση. Οι δικές του εξαρτήσεις περιοριζόταν στη νικοτίνη (“τα τσιγάρα για μένα είναι τροφή”) και τον καφέ, υποστήριζε ωστόσο την αποποινικοποίηση της χρήσης και τη ρύθμιση της διάθεσης ναρκωτικών ουσιών.
To απόγειο της δημοτικότητάς του ήλθε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, με άλμπουμ όπως τα „Over-Nite Sensation“ και „Apostrophe“, ενώ το 1986, ο Ζάπα, που συχνά δίχαζε τους μουσικοκριτικούς όσο ζούσε, τιμήθηκε με Γκράμι για το άλμπουμ του “Jazz from Hell”. Στο ενεργητικό του είχε και κινηματογραφικές απόπειρες, με γνωστότερες το σουρεαλιστικό μιούζικαλ “200 motels” και την ανολοκλήρωτη τελικά ταινία επιστημονικής φαντασίας Uncle meat, που έφερε τον ίδιο τίτλο με άλμπουμ του συγκροτήματος.
Η θεματολογία και οι στίχοι πολλών τραγουδιών του Ζάπα ήταν ιδιαίτερα προκλητικοί ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα, περιλαμβάνοντας από αναφορές σε αφροδίσια νοσήματα και ουρολαγνεία μέχρι τις αιμομικτικές φαντασιώσεις ενός πολιτικού προς την ανήλικη κόρη του. Δεν ήταν λίγοι όσοι κατηγόρησαν το Ζάπα για σεξισμό, ρατσισμό και μισογυνισμό, σε τραγούδια όπως “Fine girl”, “Easy meat” και “Crew Slut”. Οι υποστηρικτές του προτάσσουν το σατιρικό χαρακτήρα των κομματιών, ενώ ο ίδιος αρνούνταν τις κατηγορίες, ερμηνεύοντας το ρόλο του ως εκείνου της “κοινωνικής καταγραφής”, που περιλάμβανε και τις πιο σκοτεινές πτυχές της αμερικανικής κοινωνίας και των αντιλήψεών της. Για το τραγούδι του Jewish Princess ο Ζάπα μηνύθηκε από εβραϊκή οργάνωση, χωρίς επιτυχία.
Στην αυτοβιογραφία του, που εμφανίστηκε το 1989, ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται πολιτικά ως «πρακτικός συντηρητικός», ενώ δυο χρόνια μετά δήλωνε μέλος των Δημοκρατικών, προσθέτοντας πως «αυτό δε θα κρατήσει πολύ – θα το ξεφορτωθώ αυτό». Είχε μάλλον νεοφιλελεύθερος απόψεις, υποστηρίζοντας περιορισμό του κράτους και χαμηλή φορολογία, ενώ ενέκρινε αμυντικά προγράμματα και κοινωνική ασφάλιση στο βαθμό που οι αποδέκτες τους μπορούσαν να το πληρώσουν. Έβλεπε με αντιπάθεια τον κομμουνισμό, λέγοντας «ένα σύστημα που δεν επιτρέπει την ιδιοκτησία, έχει – για να το θέσω ήπια – ένα θανάσιμο κατασκευαστικό ελάττωμα». Οι ιδέες του δεν ήταν άσχετες με τις δικές του, αρκετά πολυσχιδείς επιχειρηματικές δραστηριότητας, τις οποίες επί Περεστρόικα προσπάθησε να επεκτείνει και στην ΕΣΣΔ. Όντας ίνδαλμα αντιφρονούντων στην Ανατολική Ευρώπη, από τη δεκαετία του ’70, ιδιαίτερα στην Τσεχοσλοβακία, Επισκέφτηκε το 1990 τη χώρα κατόπιν πρόσκλησης του προέδρου Βάτσλαβ Χάβελ. Εκείνος διόρισε τον Ζάπα «Ειδικό πρεσβευτή στη Δύση για το Εμπόριο, τον Πολιτισμό και τον Τουρισμό». Κατόπιν πίεσης από τις ΗΠΑ ο διορισμός αποσύρθηκε και ο Ζάπα περιορίστηκε στον τίτλο του ανεπίσημου πολιτισμικού ακόλουθου.
Η μεγαλύτερη “τιμή” ωστόσο στο μουσικό δεν του αποδόθηκε στην Τσεχία ή τη Σλοβακία, αλλά στη Λιθουανία, κατόπιν ενεργειών του φωτογράφου Σάουλιους Πάουκστις, προέδρου του φαν κλαμπ του καλλιτέχνη στη χώρα. Για τον Πάουκστις η ανέγερση του αγάλματος στην πρωτεύουσα Βίλνιους, όπου ήδη είχαν ξηλωθεί τα γλυπτά των Μαρξ και Λένιν, θα σηματοδοτούσε και την “πολιτιστική απελευθέρωση” των Λιθουανών από “το σοβιετικό ζυγό”. Οι αρχές της πόλης αρχικά αντιμετώπισαν με σκεπτικισμό το ενδεχομένο, θεωρώντας “πολύ αριστερό” το Ζάπα. Τελικά τα αποκαλυπτήρια της προτομής, μπροστά από ένα τείχος με ψυχεδελικού τύπου γκράφιτι έγιναν το 1995. Το έργο είχε ανατεθεί στο γλύπτη Κονσταντίνας Μπογκντάνας (sic), που είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ως τότε καλλιτεχνικής του πορείας φτιάχνοντας προτομές του Λένιν.
Στο μεταξύ ο μουσικός είχε ήδη φύγει πρόωρα από τη ζωή, στις 4 Δεκέμβρη 1993 από καρκίνο του προστάτη. Δυο χρόνια αργότερα, ο Φρανκ Ζάπα συμπεριλήφθηκε μετά θάνατον στο Rock ‘n’ Roll Hall of Fame στο Κλίβλαντ του Οχάιο.