“Η Γελάδα” του Ναζίμ Χικμέτ – Ένα αλληγορικό παραμύθι για μικρούς και μεγάλους
Κι είναι αυτή εν τέλει η επιτυχία του έργου: να φεύγεις από το θέατρο ψάχνοντας να βρεις ποια είναι η δική σου …γελάδα
Αν θα μπορούσα να βάλω σε καλούπι το ιδανικό απόγευμα Κυριακής, θα ήταν στα καθίσματα μιας θεατρικής σκηνής συντροφιά με αγαπημένα πρόσωπα.
Έτσι λοιπόν, την πρώτη του Δεκέμβρη Κυριακή βρεθήκαμε στην επίσημη πρεμιέρα της «Γελάδας» του αγαπημένου Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ, στο Altera Pars.
«Η Γελάδα», μια λαϊκή παραβολή, ένα παραμύθι γεμάτο συμβολισμούς και μια ιδιαίτερη σάτιρα του συνόλου της κοινωνίας και των κοινωνικών σχέσεων γεννήθηκε το μακρινό 1956 στη Μόσχα. Ο χωροχρόνος είναι απροσδιόριστος, κάτι που ενισχύει τη διαχρονικότητα του έργου και δεν είναι καθόλου τυχαίο πως καταφέρνει να βρίσκει εφαρμογή σε κάθε κοινωνία από την αρχή του κόσμου. Μια οικογένεια αποτελούμενη από τη μητέρα και τα δυο της παιδιά, ένας επίδοξος γαμπρός κι ένας υποψήφιος δάσκαλος είναι τα κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας – στα οποία έρχεται να προστεθεί μια γελάδα με τη μορφή συμβολισμού.
Μια λαχτάρα ανέλιξης των πρωταγωνιστών στην κοινωνική πυραμίδα διέπει το έργο καθόλη του τη διάρκεια, γεγονός που καθιστά σαφές σε πρώτο χρόνο η μητέρα. Παρά το ότι οι ρόλοι έχουν μοιραστεί δίκαια, χωρίς δηλαδή να διακρίνονται σε πρώτους και δεύτερους, βλέπουμε πως τα νήματα έμμεσα τα κινεί εκείνη. Επιμένει να προσφωνεί το γιο της ποιητή ακόμα κι αν ο ίδιος ουδεμία σχέση έχει με το “ποιητιλίκι”, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά. Για την επίτευξη του στόχου αυτού βρίσκει έναν δάσκαλο στο γιο της, ο οποίος θα αναλάβει την προετοιμασία του για τις εξετάσεις. Ο ίδιος, όμως, προτιμά την ξυλογλυπτική και ονειρεύεται να γίνει σοφέρ ή και πιλότος. Η κόρη, η οποία προορίζεται για σοπράνο, σχεδιάζει το μέλλον της στο ωδείο και ονειρεύεται να έχει τη ζωή και την τύχη μιας μεγάλης καλλιτέχνιδος – δεν αρκείται σε μία πεζή καθημερινότητα.
Λύση στα προβλήματά τους έρχεται να δώσει μια γελάδα στην εκμετάλλευση της οποίας εναποθέτουν τις ελπίδες τους για ένα καλύτερο αύριο. Παγιδευμένοι στην ψευδαίσθηση της επικείμενης επιτυχίας, κάνουν τα πάντα για να είναι η γελάδα τους καλά, κι εκείνη γίνεται πια το ίδιο το νόημα της ζωής τους. Σταματούν τις δουλειές τους, παύουν να ονειρεύονται, κοιμούνται και ξυπνούν με την γελάδα να αποτελεί πια το Α και το Ω της ύπαρξής τους. Τα χρωματιστά τους πρόσωπα αποτελούν αντανάκλαση της ζωής που θα ήθελαν να ζήσουν. Το ηχόχρωμα των φωνών τους το ίδιο. Κι οι ασπρόμαυρες φορεσιές τους, ίσως ο καθρέπτης της ασπρόμαυρης ζωής τους.
Μονάχα όταν απαλλαγούν από τα αόρατα – ορατά δεσμά που τους επέβαλε η γελάδα ή αλλιώς το είδωλο του εαυτού τους, θα ξαναβρούν τον άλλον, τον χαμένο τους εαυτό, θα αντικρύσουν την αλήθεια. Ίσως…
Ο Πέτρος Νάκος (τόσο σκηνοθετικά όσο και ερμηνευτικά), η Μίνα Χειμώνα, η Αγγελική Κοντού, ο Σπύρος Σιδέρης και ο Ηλίας Τσούμπελης, καθείς από το μετερίζι του συνθέτουν με απόλυτη μαεστρία το παζλ της αφήγησης και κρατούν το ενδιαφέρον του κοινού αμείωτο, καταφέρνοντας πολλές φορές να βάλουν τον θεατή στα δικά τους παπούτσια. Αρκεί μια φράση, ένα νεύμα, ένας αναστεναγμός. Κι είναι αυτή εν τέλει η επιτυχία του έργου: να φεύγεις από το θέατρο ψάχνοντας να βρεις ποια είναι η δική σου …γελάδα.