Δήμητρα Διακουμάκου (Διακουμάκαινα): «Είναι τιμή μου που θα σκοτωθώ μαζί σας…Πεθαίνω σαν Ελληνίδα» – Πασσαβάς Λακωνίας, 7 και 8 Δεκέμβρη 1943
Σε όλη τη διαδρομή προς τον τόπο της εκτέλεσης, η ηλικιωμένη γυναίκα δεν σταμάτησε να εμψυχώνει τους συγκρατούμενούς της (η μόνη γυναίκα ανάμεσά τους). Αν και της δόθηκε η ευκαιρία να γλιτώσει τη ζωή της, η Διακουμάκαινα αρνήθηκε φτύνοντας κατάμουτρα των Γερμανό αξιωματικό, επιλέγοντας να πέσει σαν αληθινή ηρωίδα.
Ένα στυγερό έγκλημα των Γερμανοφασιστών διαπράχτηκε στο χωριό Πασσαβάς Γυθείου Λακωνίας στις 7 και 8 Δεκέμβρη 1943. Μετά από μάχη με δυνάμεις του ΕΛΑΣ, κατά την οποία είχαν απώλειες, οι καταχτητές ξέσπασαν την εκδικητική μανία τους εκτελώντας 48 συνολικά πατριώτες, πολλοί από τους οποίους βρίσκονταν στη φυλακή με υπόδειξη των ντόπιων «εθνικοφρόνων» της συνεργατών τους, της «Αντικομμουνιστικής Επιτροπής Γυθείου».
Ανάμεσα στους εκτελεσμένους πατριώτες ξεχωρίζει για τον ηρωισμό που επέδειξε μπροστά στα ανθρωπόμορφα φασιστικά κτήνη μια ηλικιωμένη γυναίκα, η Δήμητρα Διακουμάκου ή Διακουμάκαινα, όπως την αποκαλούσαν όλοι στο χωριό. Η περήφανη αυτή γυναίκα για κακή της τύχη βρέθηκε στο δρόμο των καταχτητών που κινούνταν προς τον τόπο της εκτέλεσης, και την άρπαξαν για να συμπληρώσουν τον «απαιτούμενο» αριθμό θυμάτων. Σε όλη τη διαδρομή δεν σταμάτησε να εμψυχώνει τους συγκρατούμενούς της (η μόνη γυναίκα ανάμεσά τους). Αν και της δόθηκε η ευκαιρία να γλιτώσει τη ζωή της, η Διακουμάκαινα αρνήθηκε φτύνοντας κατάμουτρα των Γερμανό αξιωματικό, επιλέγοντας να πέσει σαν αληθινή ηρωίδα μαζί με τους συμπατριώτες της.
Οι συγκλονιστικές σκηνές που εκτυλίχτηκαν στη διαδρομή και στον τόπο της εκτέλεσης περιγράφονται στο βιβλίο του Ε. X. Ρουμελιώτη, «Η Εθνική Αντίσταση στη Λακωνία 1941-1945»:
«Δήμητρα Διακουμάκαινα. Στις 7 Δεκέμβρη 1943, όπως περπατούσε στον κεντρικό δρόμο του Γυθείου, για ν’ αγοράσει λαχανικά, την πιάνουν χωρίς κανένα λόγο, οι Γερμανοί. Ένα αυτοκίνητο σταματάει μπροστά της και σηκωτά τη ρίχνουν μέσα, ενώ κρατούσε ακόμη ένα μικρό κοφίνι στα χέρια. Ήταν κι άλλοι τριάντα εννέα, στο αυτοκίνητο, Γυθειάτες αγωνιστές, που τους πήραν από τις φυλακές και τους πήγαιναν για εκτέλεση στον Πατσαβά. Έπρεπε να είναι σαράντα. Αυτά όριζε η διαταγή. Στο μέτρημα όμως βρέθηκαν κατά ένα λιγότεροι. Έτσι βρέθηκε η γριά Διακουμάκαινα με τους μελλοθάνατους πατριώτες. «Σένα πιάσανε, θεία», τη ρώτησε κάποιος γνωστός της, όπως διηγήθηκε αργότερα ο διερμηνέας. «Ήτανε στο αντάρτικο…», παρατήρησε κάποιος άλλος. Κι η γριά Διακουμάκαινα: «Είναι τιμή μου, που θα σκοτωθώ μαζί σας» απάντησε με περηφάνεια. Και το αυτοκίνητο ξεκίνησε. Όταν περνούσε από την πλατεία κι άρχισε το δρόμο προς το Μαυροβούνι, η γριά Διακουμάκαινα βλέποντας τα φοβισμένα πρόσωπα μερικών μελλοθάνατων, τους φώναξε: «Στο γάμο δεν πάνε χωρίς τραγούδια!» Και τότε το αντάρτικο τραγούδι αντήχησε μέχρι την Κρανάη και τον Ακούμαρο και βοήθαγε κι η γριά Διακουμάκαινα. Με το τραγούδι, γρήγορα, χωρίς να το καταλάβουν, φτάσανε κιόλας στον Πατσαβά, κοντά σ’ ένα γεφύρι. Ηταν ο τόπος εκτέλεσης. Εδώ κτύπησαν οι αντάρτες γερμανικό τμήμα. Εδώ έπρεπε να πεθάνουν αθώοι. Αυτός ήταν ο νόμος των… πολιτισμένων Γερμανών, που θέλουν να φέρουν τη νέα τάξη στον κόσμο, έτσι έλεγαν.
Μόλις μπήκαν στη σειρά και παρατάχτηκε απέναντι το εκτελεστικό απόσπασμα, ο Γερμανός αξιωματικός Χόλερ, έκανε πως παραξενεύτηκε, όταν είδε και μια γυναίκα ανάμεσα στους άντρες. Ήθελε βλέπετε να παραστήσει το γενναιόδωρο, το φιλεύσπλαχνο, το Χριστιανό. Πλησίασε και με το διερμηνέα της πρότεινε να φύγει. Η γριά Διακουμάκαινα προχώρησε ένα βήμα μπροστά, τον έφτυσε, λέγοντας «Φτου σου, κτήνος» και ξαναγύρισε στη σειρά της. Αγκάλιασε τους διπλανούς της και φώναξε: «Πεθαίνω σαν Ελληνίδα» πέφτοντας νεκρή μαζί με τους άλλους τριανταεννέα Γυθειάτες αγωνιστές».