«Μια τέχνη ξέρω, ν’ αγαπώ…» – Πέντε μελοποιημένα ποιήματα του Γ. Δροσίνη

Οι στίχοι του απλοί, λαγαροί, άμεσοι. Το έργο του Γ. Δροσίνη αποπνέει ανθρωπιά, που δεν θα σταματήσει ποτέ ν’ αποτελεί τον συνδετικό ιστό που ενώνει εποχές και ανθρώπους.

«Μια τέχνη ξέρω, ν' αγαπώ…» - Πέντε μελοποιημένα ποιήματα του Γ. Δροσίνη

Ο ποιητής και πεζογράφος Γεώργιος Δροσίνης γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 9 του Δεκέμβρη 1859 και έφυγε από τη ζωή στις 3 του Γενάρη 1951.

Οι στίχοι του απλοί, λαγαροί, άμεσοι. Ποιητής και πεζογράφος με μεγάλη προσφορά στα γράμματα, που δεν εξαντλείται με το ίδιο το έργο του, αλλά επεκτείνεται στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής γλώσσας. Ο Γεώργιος Δροσίνης χρησιμοποιεί τη γλώσσα των απλών ανθρώπων. Τα θέματά του είναι παρμένα από τη ζωή τους, τους αφορούν. Το έργο του δεν έπαψε να αγγίζει τον απλό καθημερινό άνθρωπο, ούτε σήμερα που ο τρόπος ζωής έχει με διαστημικές ταχύτητες και τόσο θεαματικά αλλάξει, σε σχέση με τα χρόνια που έζησε και δημιούργησε ο ποιητής. Γιατί το έργο του Δροσίνη αποπνέει ανθρωπιά, που δεν θα σταματήσει ποτέ ν’ αποτελεί τον συνδετικό ιστό που ενώνει εποχές και ανθρώπους.

Ο αναγνώστης το διαπιστώνει αυτό διαβάζοντας τους στίχους των πέντε μελοποιημένων ποιημάτων του που παρουσιάζουμε. Τα ποιήματα-τραγούδια που ακολουθούν, όπως η πασίγνωστη  «Μυγδαλιά» (ο Κώστας Βάρναλης το κατατάσσει σ’ αυτά που «κυκλοφορούνε στο στόμα του λαού…μα αυτοί που τους τραγουδάν [τους στίχους] είδηση δεν έχουνε ποιανού είναι») αλλά και τα άλλα, λιγότερο γνωστά (μα όχι λιγότερο αξιόλογα), αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Τα παραθέτουμε με τυχαία σειρά:

 

Τα μάτια σου είναι θάλασσες   

(Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου)

Μια τέχνη ξέρω, ν’ αγαπώ,
κι αν θέλεις το καλό σου
συ που δεν ξέρεις ν’ αγαπάς
πάρε με δάσκαλό σου.

Τα μάτια σου είναι θάλασσες
κι αγέρας δεν τις πιάνει
χαρά στο ναύτη που θα βρει
στα μάτια σου λιμάνι.

Σφαλίσανε τα μάτια σου
και μένα δε θυμούνται
όλα τ’ αστέρια ξαγρυπνούν
και μόνο αυτά κοιμούντα

 

Η μυγδαλιά

(Μουσική: Γεώργιος Κωστής)

Εκούνησε την ανθισμένη μυγδαλιὰ
με τα χεράκια της
κι εγέμισε από άνθη η πλάτη, η αγκαλιά
και τα μαλλάκια της.

Αχ! χιονισμένη σαν την είδα την τρελή
γλυκά τη φίλησα,
της τίναξα τα άνθη απ’ την κεφαλή
κι έτσι της μίλησα:

-Τρελή να φέρεις στα μαλλιά σου τη χιονιά
τι τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θε να ‘ρθεί η βαρυχειμωνιά,
δεν το στοχάζεσαι;

Του κάκου τότε θα θυμάσαι τα παλιά
τα παιχνιδάκια σου,
κοντή γριούλα με τα κάτασπρα μαλλιά
και τα γυαλάκια σου.

 

Μαυροθαλασσίτισσα

(Μουσική: Λευτέρης Μέρος)

Σ’ αυτές τις μαυροθάλασσες
στα δυο σου μαύρα μάτια
πόσα καράβια χάλασες
και τα ‘κανες κομμάτια.

Αχ, μαυροθαλασσίτισσα
μαυροθαλασσομάτα
τα μάτια σου αποζήτησα
κι εγώ που ανάθεμά τα.

Με γέλασαν τα χάδια τους
μ’ όλη την πονηριά μου
κι έριξα στα σκοτάδια τους
βαρκούλα την καρδιά μου.

Κι αν μου την πνίξουν άδικα
κανείς δε θα το μάθει
με τ’ άλλα τα ψαράδικα
πως πια βαρκούλα εχάθει.

Πως μες στις μαυροθάλασσες
στα δυο σου μαύρα μάτια
και την καρδιά μου χάλασες
την έκανες κομμάτια.

(Ακόμα… μια «Μαυροθαλασσίτισσα» βρήκαμε εδώ. Ο Σταύρος Τζουανάκος, ερμηνεύει ένα τραγούδι σαφώς… «επηρεασμένο» από το ποίημα του Γ. Δροσίνη…)

 

Οι κάμποι   

(Μουσική: Παραδοσιακό)

Όπου πρασινίζουν κάμποι
και ψηλός ο ήλιος λάμπει,
φεγγαρόλουστη βραδιά,
άνθια μύρια ένα – ένα
καθρεφτίζονται γερμένα
σε τρεχούμενα νερά,
της αγάπης την ελπίδα,
δεν την ηύρα, δεν την ηύρα.

Όπου τα πουλιά ζευγάρια
μέσ’ στου δένδρου τα κλωνάρια
τραγουδούν γλυκά – γλυκά
και πετάνε ταιριασμένα
στα κλαδάκια ενωμένα
κι ανεβαίνουν πιο ψηλά,
της αγάπης την ελπίδα,
δεν την ηύρα, δεν την ηύρα.

Όπου σύρονται τα φύκια
στα κοχύλια, στα χαλίκια
μέσ’ στον κάτασπρο γιαλό
και τα κύματα αγριεμένα
στην ακρογιαλιά, ένα – ένα,
ξεστρατίζουν τον αφρό,
της αγάπης την ελπίδα,
δεν την ηύρα, δεν την ηύρα,
της αγάπης την ελπίδα,
δεν την ηύρα, δεν την ηύρα.

 

Ο Γκιώνης

(Μουσική: Μιχάλης Κουμπιός)

Ήταν δυο αδέλφια πάντα αγαπημένα,
πρόβατα βοσκούσαν σ’ άρχοντα μεγάλο,
Γκιώνη λεν τον ένα, Δήμο λεν τον άλλο.

Κάποια μέρα ο Γκιώνης δυο αρνάδες χάνει
Ψάχνει δεν τις βρίσκει τριγυρνά και κλαίει.
Έρχεται στη στάνη τ’ αδελφού το λέει.

Βρέθηκε κι εκείνος στην κακιά του ώρα
άδικα χολιάζει , σα θεριό θυμώνει,
το μαχαίρι βγάζει και τόνε σκοτώνει.

Οι αρνάδες ήρθαν στο κοπάδι πάλι
κι ο φονιάς τις βλέπει, στέκεται κλαμένος
γέρνει το κεφάλι μετανοημένος.

Κι ο Θεός τον είδε που χτυπά τα στήθη
κλαίει νύχτα μέρα θέλει να πεθάνει
και τον ελυπήθη και πουλί τον κάνει.

Και γι’ αυτό το βράδυ άμα σκοτεινιάζει
το πουλί θλιμμένο στο δεντρί κλαρώνει
κι όλη νύκτα κράζει…

Γκιώνη, Γκιώνη, Γκιώνη!

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: