Ονειρεύτηκαν το μέλλον…
Ήταν πολλοί. Το παράπτωμα βαρύ. Ονειρεύτηκαν το μέλλον.
Λίγοι αυτοί που προσπάθησαν να τους το κλέψουν.
Σε βράχους της ανάγκης σκαλίσανε τα όνειρά τους.
Σε ανεμοδαρμένες σκηνές κρύψανε τις ελπίδες τους.
Στο γυμνό ουρανό ζωγράφισαν τη λευτεριά.
Ήταν πολλοί. Το παράπτωμα βαρύ. Ονειρεύτηκαν το μέλλον.
Λίγοι αυτοί που προσπάθησαν να τους το κλέψουν.
Οι λίγοι που έκλεισαν τους πολλούς στα συρματοπλέγματα.
Τους στέρησαν τον ήλιο, τους πήραν τη ζωή και τη φυλάκισαν.
Φυλάκισαν τα κορμιά τους, έδεσαν τα χέρια τους με χοντρές αλυσίδες.
Η καρδιά τους όμως; Αυτή έσπασε τις αλυσίδες και φτερούγισε.
Απόδρασε για άλλη μια φορά. Άρχισε ξανά το αιώνιο ταξίδι της.
Τριγύρναγε μέρα-νύχτα στα σπίτια του μόχθου, στα εργοστάσια, στα γιαπιά
και στα χωράφια. Ξεσήκωνε τους ανθρώπους. Δεν σταματούσε.
Το βουητό της έφτανε στη Μακρόνησο, στην Ικαριά, στον Αη Στράτη.
Γινόταν τραγούδι. Γινόταν προσκλητήριο αντίστασης.
Γινόταν προσμονή και ελπίδα. Γινόταν κόκκινο χαλί για να στρωθούν
οι μεγάλες λεωφόροι της ελπίδας. Κόκκινο πεντακάθαρο χαλί, απλωμένο
σε μαρμάρινα σκαλιά στα καινούρια κτίρια των ανθρώπων της μόρφωσης,
στις εισόδους των εργοστασίων της ειρήνης, στα προαύλια των σχολείων της ζωής.
Ένα μεγάλο κόκκινο χαλί με φόντο το γυμνό ουρανό και κεντημένα πάνω του
οχτώ αιμάτινα αιώνια χρυσά γράμματα Λ Ε Υ Τ Ε Ρ Ι Α.