«Μόνο αγκωνάρια απόμειναν, θέμελα γκρεμισμένα…» – 8 ποιήματα και 8 χαρακτικά για τη ναζιστική θηριωδία στα Καλάβρυτα

Το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, το μεγαλύτερο ομαδικών έγκλημα των χιτλερικών καταχτητών στην Ελλάδα συγκλόνισε και ενέπνευσε τους ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης, πολλοί από τους οποίους συμμετείχαν ενεργά στην Αντίσταση.

«Μόνο αγκωνάρια απόμειναν, θέμελα γκρεμισμένα…» - 8 ποιήματα και 8 χαρακτικά για τη ναζιστική θηριωδία στα Καλάβρυτα

Ήταν 13 του Δεκέμβρη 1943 όταν οι Γερμανοφασίστες καταχτητές με τη βοήθεια των Ελλήνων ταγματασφαλιτών συνεργατών τους, ρήμαξαν τα Καλάβρυτα. Πρώτα συγκέντρωσαν και εκτέλεσαν όλους τους άντρες της περιοχής και στη συνέχεια έβαλαν φωτιά και κατέκαψαν το μαρτυρικό αυτό τόπο, έτσι που «μόνο αγκωνάρια απόμειναν, θέμελα γκρεμισμένα…» όπως λέει ο ποιητής. Δεν μπόρεσαν όμως να ξεθεμελιώσουν το μίσος του λαού μας για το φασισμό. Οι ναζί καταχτητές και οι ντόπιοι συνεργάτες τους δεν κατάφεραν με τις θηριωδίες τους να κάμψουν την ηρωική αντίσταση του λαού μας που πρόσφερε ποταμούς αίματος στο βωμό της λευτεριάς.

Το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, το μεγαλύτερο ομαδικών έγκλημα των χιτλερικών καταχτητών στην Ελλάδα συγκλόνισε και ενέπνευσε τους ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης, πολλοί από τους οποίους συμμετείχαν ενεργά στην Αντίσταση. Ένα μικρό δείγμα παρουσιάζουμε εδώ, με αφορμή την επέτειο τιμής και μνήμης στη θυσία των Καλαβρύτων, που, αν και πέρασαν τόσα χρόνια από τότε, δεν έπαψε να βαραίνει τις μνήμες και τις ψυχές όσων επέζησαν, των απογόνων των θυμάτων, των αντιστασιακών που πολέμησαν το φασισμό και κάθε τίμια συνείδηση που δε συμβιβάζεται με τις συνθήκες που γέννησαν το φασισμό και τον κρατούν ζωντανό.

Γιατί, αν μπορούν να δώσουν κάτι στο σημερινό άνθρωπο οι θηριωδίες του φασισμού στα Καλάβρυτα και σε εκατοντάδες άλλες πόλεις και χωριά του τόπου μας, εκτός από τα δάκρυα της συγκίνησης, είναι το μήνυμα ότι ο πόλεμος κατά του φασισμού θα ολοκληρωθεί και η νίκη των λαών θα οριστικοποιηθεί, μόνο όταν εκλείψουν εκείνες οι συνθήκες που γεννούν τις κοινωνικές ανισότητες και κατ’ επέκταση τους πολέμους, και που συμπυκνώνονται σε τέσσερις μόνο λέξεις: εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο…

«Μόνο αγκωνάρια απόμειναν, θέμελα γκρεμισμένα…» - 8 ποιήματα και 8 χαρακτικά για τη ναζιστική θηριωδία στα Καλάβρυτα

“Το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων” – Χαρακτικό του Τάκη Μάρθα

Καλάβρυτα
του Βασίλη Ρώτα

Μπήκανε βράδι στο χωριό ένας λόχος, δίχως
άλλο σημάδι απαίσιον, απ’ απαίσια μούτρα.
Μ’ ύπουλη πονηριάν εμαύλισαν τον κόσμο,
να ξεθαρρέψει, με όψες γελαστές στα σπίτια
κάτσαν, σα φίλοι εφάγαν, ήπιανε μαζί τους,
τραγούδησαν και γέλασαν κι αφού τους άφησαν
να γαληνέψει το αίμα τους καλά στο στρώμα,
μεσ’ στον βαθύν τον ύπνο, πριν χαράξει ημέρα,
με καμπανόκρουσμα άξαφνο τους ξεσηκώνουν
και πρόσταγμα να βγουν ευθύς από τα σπίτια
στους δρόμους, δίχως διάκριση ύλες οι ψυχές,
από παλιόγερον ως βρέφος, κι οι λεχώνες,
κατάκοιτοι, κουτσοί, στραβοί, να συναχτούνε
στο μεσοχώρι. Το ’παν κι έγινε, τι βιάζουν
τους δύστυχους με ανάγκασμα σατανικό,
βάζοντας, πράμα που είχαν στα κρυφά ετοιμάσει,
φωτιά στα σπίτια κι έφεξεν ευτύς ο τόπος.
Με αγκούσα λαφαχτή συνάζεται το πλήθος
κι αλάλητο πνιγμένο, αλλόφρενο. Οι κακούργοι
ξεχώρισαν τους άντρες, από τους πιο γέρους
τους σκεβρωμένους ως τ’ αχνούδωτα αγοράκια,
και τους τραβάν κοπάδι σ’ ένα πλάτωμα έξω,
οπού είχαν απ’ τη νύχτα στήσει πολυβόλα.
Τα γυναικόπαιδα άρχισαν τον μάταιο θρήνο
κι οι δήμιοι στο σκολειό τα στρίμωξαν και κλείσαν
παράθυρα και πόρτες με φρουρούς απ’ έξω.
Συνάμα, απ’ έξω απ’ το χωριό, που ωστόσο οι φλόγες
της πυρκαγιάς το αχνοφωτίζαν και το φέγγος
της άχαρης αυγής, στριμώνουν το κοπάδι
το αρσενικό περίτρομο κι αμέσως βάζουν
εμπρός το μοχτηρό τους έργο, κι όπως οι άντρες
παρακαλούσαν, άλλοι ανθρώπους, άλλοι Θεό,
κι απελπισμένο βέλαζε όλο το κοπάδι,
τα πολυβόλα, μέσα στου όρθρου τη χλωμάδα,
γαζώσαν οι αιμοβόρες ραφτομηχανές
μ’ αιματογάζι το άθλιο φάδι της ζωής.
Το ένα επάνω στο άλλο επέσαν τα κορμιά
κι οι δήμιοι, πλατσουρώντας στο αίμα, αποτελειώναν
με πιστολιές στα κάφκαλα, όσα ακόμα σπάραζαν
στο χώμα νεκροζώντανα κι αγκαλιασμένα.
Κι αυτό σαν να μην έφτανε να ευχαριστήσει
το απάνθρωπό τους πάθος, στο σκολειό, που είχαν
από τη νύχτα κλείσει μέσα τις γυναίκες
με τα παιδιά τ’ ανήλικα, βάλαν φωτιά.
Κι απ’ τ’ ολοκαύτωμα ως πασκίζαν να γλυτώσουν
ορμώντας στα παράθυρα αλληλοπατώντας
τ’ απελπισμένα πλάσματα μ’ έξαλλο σκούσμα,
στρατιώτες, διαταγμένοι, τους πυροβολούσαν
απόξω, ως ότου κάποιος αξιωματικός,
λεν Αυστριακός, που πιά δεν άντεχε η ψυχή του,
διάταξε τους φρουρούς να πάψουνε να ρίχνουν.
Τότε ξεχύθη ουρλιάζοντας όλος εκείνος
ο γυναικόκοσμος με τα παιδιά και τρέξαν
θρήνος και κοπετός και γόνατα λυμένα,
ξεψυχισμένα πρόσωπα και μάτια αλλοίθωρα
φτάσανε στο σφαγείο, όπου ήταν ξαπλωμένα
και πλέχαν στο αίμα τους, ανάκατα, ελεεινά
σφαχτάρια, οι πατεράδες, οι άντρες, τα παιδιά τους.
Ολημερίς διαλέγανε μοιρολογώντας,
τραβούσαν απ’ τις στοίβες, να τα συγυρίσουν
για να τα θάψουνε στο χώμα τόσα αντάμα
και τόσα λείψανα ακριβά, οι ξεκορμισμένες,
τρισέρημες ψυχές και τρισαρφανεμένες.
Και ράισαν τα βουνά και βόγγηξεν ο θόλος
από το σύθρηνο που πιά δε σταματάει.

(Βασίλη Ρώτα – Βούλας Δαμιανάκου «Μνημόσυνο», Αθήνα 1961)

«Μόνο αγκωνάρια απόμειναν, θέμελα γκρεμισμένα…» - 8 ποιήματα και 8 χαρακτικά για τη ναζιστική θηριωδία στα Καλάβρυτα

“Καλάβρυτα ή απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των ελλήνων τα ιερά” – Ξυλογραφία του Ευθύμιου Παπαδημητρίου

[Τρεις μήνες τα Καλάβρυτα…]
Της Κατίνας Παΐζη

Τρεις μήνες τα Καλάβρυτα τους Ούνους πολεμούνε
Αητοί φωλιάζουν στις κορφές κι οχτρό δεν προσκυνούνε.
Βαστούν στα χέρια τ’ άρματα και το πικρό τ’ αχείλι
μηνά στους σκλάβους λευτεριάς να καρτερούν Απρίλη.
Τρεις μήνες τα Καλάβρυτα στη φλόγα του πολέμου
χτυπούσαν τα πλατιά φτερά στο πείσμα τ’ άγριου ανέμου
Και των παλιών ελεύτερων η αγνή σπορά και γέννα
έγραψε μ’ αίμα θρυλικό καινούργιο Εικοσιένα.

«Μόνο αγκωνάρια απόμειναν, θέμελα γκρεμισμένα…» - 8 ποιήματα και 8 χαρακτικά για τη ναζιστική θηριωδία στα Καλάβρυτα

“Κατακαημένα Καλάβρυτα” – Ξυλογραφία του Γιώργου Βελισσαρίδη

Εθνική αναξιότης
(Ο Κεραμεικός των Ναζήδων)
του Κώστα Βάρναλη

Σκύβε, ραγιά, κατάχαμα στη λάσπη
και ξύνε τ’ άρβυλά σου με τα νύχια.
Κι όσο βαστάς, γενού μικρός. Και τρέμε,
σαν περνάς το μαρμάρινο κατώφλι.

Και πέτα την ψυχή σου στα σκουπίδια,
τ’ αχρείαστο ράκος, αφού χρόνια τώρα
την ατιμάζουν οι προσκυνημένοι.
Που μπαίνει εδώ, ψυχή δεν πρέπει να ’χει!

Μπροστά σου η πιο πλατιά του κόσμου πύλη
και μέσα οι διαλεμένοι των κριμάτων.
Η Ελλάδα τούς κουνάει στην αγκαλιά της,
γιατί χαλάσαν τα μισά παιδιά της.

Όξω μάβρα, γυμνά τα λίγα δέντρα.
Μέσα λόγγος οι πράσινες οι δάφνες.
Όξω αλυσίδες, θάνατος και νύχτα.
Μέσα φως, αρχοντιά κι αθανασία.

Αν το χωριό σου κάψανε και βιάσαν
πλάι στη σφαγμένη μάνα το κοράσι
κι αν κρεμάσαν τ’ αγόρια σου απ’ το δέντρο
και σένα σε κυνήγησαν οι σφαίρες,

καλότυχε, που γλίτωσες! Και τώρα,
προσκύνα τους, σιγά, μην τους ξυπνήσεις.
Τους σάρωσε η καρδιά του παρτιζάνου,
μα πίσω τούς ξανάφερε ο Γραικύλος.

Κοίτα! Η Δόξα μονάχη περπατώντας
«μελετάει τα λαμπρά τα παλικάρια»
και χαράζει στην πλάκα τ’ όνομά τους.
Κι εσύ δεν έχεις όνομα και τάφο!…

Σ’ Ανατολή και Δύση αίμα και φλόγες
από Καλάβρυτα ίσαμε Νταχάου,
και στην αιματολάσπη και στη στάχτη
φτύνει και ξαναφτύν’ η προδοσία!

Κάν’ ένα βήμα πίσω! Σε ρωτάνε
τ’ αφτόματα: «ποιος είσαι;» Μην ξεχάσεις,
«Τούρκος» να πεις! Το πιο μεγάλο κρίμα
να ’σαι Έλληνας στη σκλάβα σου πατρίδα.

Τρομάρα και ντροπή! Σε κυνηγάνε
οι νόμοι των θεών και των ολίγων,
των κυρίων τ’ ουρανού και γης κι ανθρώπων
Και τιμή σου να ’σαι άτιμος και δούλος!

Και μάθε το καλά το μάθημά σου,
με μάλαμα γραμμένο στον πυλώνα,
ύμνος χρυσός τ’ αθάνατου Πινδάρου:
— «Τιμάτε οι σκοτωμένοι τους φονιάδες!

»Τιμάτε οι προδομένοι τους προδότες!
»Τιμάτε τους χτηνάνθρωπους οι ανθρώποι!
»Διπλαρώνετε κάθε ξένο αλήτη!
»Προδίνετε με μάσκα ή χωρίς μάσκα·

»και σκοτώνετε μ’ άρματα δικά του
»όσους δεν τον αφήνουν να ριζώσει!»
Στη σαπίλα του «ελεύθερου…υποκόσμου»
οι κατασάπιοι μοναχά πρωτεύουν!

(Κώστας Βάρναλης, «Ελεύθερος Κόσμος», εκδόσεις Κέδρος, χ.χ.)

«Μόνο αγκωνάρια απόμειναν, θέμελα γκρεμισμένα…» - 8 ποιήματα και 8 χαρακτικά για τη ναζιστική θηριωδία στα Καλάβρυτα

“Ο θρήνος της Καλαβρυτινής μάνας” – Ξυλογραφία του Τηλέμαχου Κάνθου

Καλάβρυτα του 1943
του Γιάννη Κουτσοχέρα

Παν τα Καλάβρυτα
Το Αρκάδι – το Κούγκι να βρουν.
Θεία η φυγή
σκλάβα μου γη!
Τι, τα Καλάβρυτα – τ᾿ Αρκάδια
δε ζουν στ’ ανήλια τα λαγκάδια ….
Κι ως ο χιλιόψυχος καπνός
πολύβουος όλο και ανεβαίνει
ήλιε μου, στάσου
και βουβάσου
χαμωβλεπούσα εσύ Οικουμένη.
Και μόνο του παλιού καιρού
τ’ αηδονοκαριοφύλια ας κρένουνε.
Της γης οι θεοί στ’ άστρα ανεβαίνουνε!
Και ω! να ’ταν τέτοια κι η φυγή μου
ψυχή μου…

«Μόνο αγκωνάρια απόμειναν, θέμελα γκρεμισμένα…» - 8 ποιήματα και 8 χαρακτικά για τη ναζιστική θηριωδία στα Καλάβρυτα

“Ο θρήνος των Καλαβρύτων” – Ξυλογραφία του Σπύρου Βασιλείου

Χαλασμένο χωριό
του Γιώργου Κοτζιούλα

Μόνο αγκωνάρια απόμειναν, θέμελα γκρεμισμένα
κι από τα σπίτια τα παλιά κανένα ορθό, κανένα·
χαλάσματα σωριάστηκαν και τα ’πνιξαν οι βάτοι,
ζούδια που πλήθυναν εδώ ξαφνιάζουν το διαβάτη.
Πού ’ναι οι άνθρωποι του χωριού, πουν’ οι νοικοκυράδες
που τη Λαμπρή στολίζονταν μ’ αλύσια και τοκάδες;
Όσο κι αν κάτσεις δεν ακούς γέλιο παιδιών ή κλάμα,
σώπασαν κότες και σκυλιά, γίδια με κόπρα αντάμα,
πέσαν οι πλάκες της σκεπής, εγίνηκαν μνημούρια,
σπόρος να μην ξαναπιαστεί, ρίζα γενιάς καινούργια.
Στον τόπο αυτόν της ερημιάς όποτε κι αν περάσεις
βλέπεις το τέλος, το χαμό μιας περασμένης πλάσης.
Διάβηκε απέδω κάποτε πανούκλα η οργισμένη
που με τα χέρια της τα δυο ν’ αρπάζει δεν προφταίνει,
ξεσκλιάρα, λειψανόθωρη, παγάνα του θανάτου,
φόνισσα που ξεσπέρμευε τον κόσμο ανήξερά του.
Μα κόπηκε όπως με σπαθί σιχαμερό θρασίμι
σαν αρματώθηκε ο λαός με τη γερή επιστήμη,
που πότε με τ’ ορμήνεμα και πότε με νυστέρι
δείχνει ολοένα καθενός εκείνα που δεν ξέρει.
Η ίδια οδηγός και μαχητής, και φώτιση κι ενέργεια,
τρίβοντας όλων το μυαλό κι οπλίζοντας τα χέρια,
θα μάς γλυτώσει κι απ’ του νέου αιώνα τη χολέρα,
το φασισμό που καίει χωριά και χώρες πέρα ως πέρα.

2.4.45

(Γιώργος Κοτζιούλας, Άπαντα, τόμος τρίτος, εκδόσεις Δίφρος, 2η, Αθήνα 2013)

Σημείωση: Το ποίημα του Γ. Κοτζιούλα θα μπορούσε να έχει γραφτεί για κάθε μαρτυρικό χωριό και πόλη που βίωσε τα φρικιαστικά εγκλήματα των ναζί καταχτητών…

«Μόνο αγκωνάρια απόμειναν, θέμελα γκρεμισμένα…» - 8 ποιήματα και 8 χαρακτικά για τη ναζιστική θηριωδία στα Καλάβρυτα

“Καλάβρυτα Μ. Παρασκευή του ’53” – Ξυλογραφία του Γιώργου Βελισσαρίδη

Σφαγή
του Π. Χρονόπουλου

Ήταν Δεκέμβρη δεκατρείς, Δευτέρα ημέρα.
Ύφανε η νύχτα της ομίχλης πέπλα και, πριν φύγει,
σκέπασε τα Καλάβρυτα με σάβανο θολό, πηχτό.
Με κρύες γάζες τύλιξε των σκλάβων τις καρδιές,
πικρή στη γέψη στέγνωσε τη γλώσσα,
της αναπνιάς πλοκάμια, μάργωσε τα στήθη.
Οι Αλαμάνοι με φιδίσια μάτια θανατά,
με κρύα γκρίζα μάτια στέκονται φρουροί
και κρατούν της ομίχλης την ταφόπετρα,
που την τρυπούν της εκκλησιάς οι τρούλλοι
με δυο λευκούς σταυρούς απελπισίας.
Σαν ένα μνήμα απέραντο φαντάζει ο κάμπος.
Και ξάφνου σαν ολολυγμός, σα θρήνος
της καμπάνας το στόμα αρχίζει ν’ αλαλάζει
βραχνή βουή, στους σκλάβους προσκλητήρι,
κόλασης κάλεσμα στου Χάρου το τραπέζι

Μέσα στην καταχνιά σαλεύουν τότε
κι αρχίζουνε να τρέχουν τρομαγμένα
ανθρώπινα φαντάσματα, να τρέχουν
άντρες, παιδιά, γυναίκες, νέοι, γέροι.
Ο ένας στ’ αλλουνού τα μάτια φρίκη μόνο,
μόνο τη φρίκη βλέπει και διαβάζει.
Μια κουβέρτα κρατούν στον ώμο τους σφιχτά
και τροφές για ταξίδι — ποιο ταξίδι; — μιας ημέρας.
Φτάνουν στην πλατεία. Της καταχνιάς τη στάχτη
ρουφούν οι ουρανοί κι οι σκλάβοι
στης αγωνίας τα σαγόνια παραδέρνουν.
Κι ήρθε η προσταγή σα γρυλλισμός θεριού οργισμένου.
Τα παιδιά, δώδεκα χρόνων και κάτου,
με τις γυναίκες να παν προς το σκολειό
κι οι σερνικοί, παιδιά και νέοι και γέροι,
προς το νεκροταφείο να βαδίσουν.
Της υποψίας τα φίδια μπήγουν πιο βαθειά
τα δόντια τους στων σκλάβων τις καρδιές.

Φριχτή πομπή. Κοντά χίλια λείψανα βαδίζουν
κι ανηφορίζουν ζωντανά στο γολγοθά τους.
Βουβοί μαζί τους ψάλτες και παπάδες,
λείψανα ζωντανά κι αυτοί στου μαρτυρίου το δρόμο.
Στο λόφο ο Γερμανός λοχίας τούς μετράει,
όπως ένας χασάπης τα σφαχτά του.
«Θεέ μου, θα μας σκοτώσουν οι κακούργοι!»

Τότε ένα βουητό σηκώθη από το πλήθος.
όπως όταν βυθίζεται καράβι
κι ανοίγουν τα νερά του πόντου — ίδιος τάφος —
και για τους επιβάτες έλεος δεν υπάρχει,
δεν υπάρχει σωτηρία.
Ο Γερμανός λοχίας τότε ουρλιάζει,
να τους ειπεί, πως δε θα τους σκοτώσουν,
αλλά φωτιά στα σπίτια τους θα βάλουν
κι η τιμωρία τους θάναι να τα ιδούνε.
Λίγες στιγμές ακόμη κι απ’ την πόλη
σηκώθηκε ο καπνός απ’ άκρη σ’ άκρη.
Οι φλόγες λιμασμένες τρώνε τώρα
τις κούνιες των μωρών, των γέρων τα κρεβάτια.
Όνειρα και καημοί κι ελπίδες, όλα στάχτη.

Ξάφνου, πέντε φωτοβολίδες σφεντονίσθηκαν στα ύψη
κι ευτύς από τα πολυβόλα, γύρω – γύρω,
όχεντρες μύριες, σιδερένιες, έσκισαν σφυρίζοντας,
τον πράο, πρωινόν αέρα πέρα ως πέρα.
Αόρατο μελίσσι σκλήρισαν κι εσπάραξαν
τις σάρκες των σκλάβων, τις καρδιές, τα σπλάχνα.

Τότ’ ένας βόγγος εσηκώθη ουρανοδρόμος,
ασίγαστος ο θρήνος του αρχαίου χορού
της Μοίρας των ανθρώπων στους αιώνες.
Σκληρά τα «ξανθά χτήνη» του Βορρά μυρίστηκαν
το αίμα, σαν τις ύαινες κι εσίμωσαν
τους νεκρούς, που με γυάλινα τα μάτια
έβλεπαν τους θλιμμένους ουρανούς.
Και τότε σα σκυλιά, που λυσσασμένα,
μ’ άφρη στο στόμα και μανία δαγκώνουν,
ό,τι βρεθεί μπροστά τους κι ανασαίνει,
σα θεριά, που μεθούν από το αίμα
και ξεσκίζουν το θύμα τους κι ας μην πεινούνε,
έτσι των Ούνων η καταραμένη φύτρα,
δρασκελώντας τα πτώματα ζητούσε
όποιον ακόμη σάλευε ν’ αποτελειώσει.

Καλότυχοι, που κλείσανε τα μάτια και δεν είδαν,
δεν άκουσαν τους θρήνους, τις φωνές, το κλάμα,
που τράνταζε τους τοίχους του σκολείου
από τις αδερφές, τις κόρες, τις μανάδες,
τις γερόντισσες, τ’ ανήλικα, τα βρέφη,
που τις έκλεισαν μέσα και κατόπι
εβάλανε φωτιά για να τις κάψουν.
Ω σεις, πού για πολιτισμό μιλάτε κι ανθρωπιά,
το πρόσωπό σας κρύψετε σκυμμένοι
από ντροπή, μπροστά σε τούτο το σκολειό,
που φλόγες πυρπολούν και περιζώνουν!
Τι κι αν ευρέθηκε σε τρεις χιλιάδες ένας
και τους άνοιξε την πόρτα να σωθούνε;
Καμμένο το σκολειό και γκρεμισμένο,
με τα παράθυρά του — κούφια μάτια —
και την πόρτα — στόμα του ανοιχτό —
πέτρινο κρανίο της Παιδείας μας εμπαίζει,
αναγελάει, σαρκάζει τις κουλτούρες.

Σα μια στάνη που σκούζοντας σκοντάφτει
και τρέχει απ’ του θεριού τα δόντια να γλυτώσει,
έτσι το φρενιασμένο γυναικόπαιδο σκορπίστη,
του μακελλάρη να ξεφύγει το μαχαίρι.

Κι ήρθε η νύχτα ζοφερή, νύχτα Δεκέμβρη,
κι έσκυψε το δικό της σάβανο ν’ απλώσει
πάν’ από ζωντανούς και πεθαμένους.
Οι νεκροί καινούργια αυγή δεν περιμένουν,
μ’ αυτοί που ζουν, μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια,
κείνη προσμένουν, να σηκώσει την αυλαία,
το τρομερό σφαγείο ν’ αντικρύσουν.
Τίποτες οι νεκροί πιά δε ζητάνε,
μόνο τα χέρια μάννας, αδελφής, γυναίκας,
να τους κρύψουν μονάχα από τ’ αγρίμια,
τις αλεπούδες, τα σκυλιά και τα κοράκια.
Κι ήρθε το φως της μέρας, που σκορπάει
τους απονύχτερους τρόμους, τα τελώνια…
Μα τούτη η μέρα τι πάει να ξεσκεπάσει;

Θεέ μου! σ’ αυτά τα στήθη, πούδωσαν το γάλα
στα σκοτωμένα τους παιδιά, που θ’ αντικρύσουν,
βάλε μια πέτρα για καρδιά σ’ αυτές τις ώρες!
Στις νιες γυναίκες, που θα σκύψουν να φιλήσουν
τους άντρες τους λείψανα κρύα, ματωμένα,
Στις αδελφές, στις θυγατέρες, στα παιδάκια,
το φίλτρο της υπομονής, το θάρρος χάρισέ τους!
Δεν έρχονται στο γολγοθά σα μυροφόρες,
αρώματα δε φέρνουν, καθαρά σεντόνια δε γυρεύουν,
λίγο νερό να πιούν, για να μπορούν να κλαίνε,
λίγο νερό, να νίψουνε τα πρόσωπα μονάχα
των σκοτωμένων, δεν υπάρχουν πληγωμένοι.
Τρέμουν τα γόνατά τους, Θεέ μου, και τα χέρια.
Στα ματωμένα χώματα τα πόδια τους γλιστράνε.
Πώς θα σηκώσουν τους νεκρούς μες στις απλάδες
πώς στο νεκροταφείο θα τους πάνε;
Τους τάφους πώς θα σκάψουνε με νύχια ματωμένα;
Είναι τα σπίτια κάψαλα, τίποτε πια δε μένει·
στάχτες μονάχα και καπνοί κι οι θύμησες μαυρίλα.
Θάν’ όλα μαύρες θύμησες, μόνο θα ξεχωρίζει
μια αυγή, που άσπρισε ο βωμός με μια πασπάλα χιόνι
κι όλη η πλαγιά λουλούδισε μ’ άλικες παπαρούνες.

Τόσα χρόνια περάσαν από τότε…
Το βωμό σταυρός πελώριος σημαδεύει.
Μα δίπλ’ απ’ το βωμό μέρες και νύχτες,
στα χιόνια, στις βροχές και στα λιοπύρια,
γονατισμένη η Μοίρα των ανθρώπων
προσεύχεται στη θέαινα την Ειρήνη,
λυτρωτής ποθητός νάρθει κι οδηγήτρα.

(Ανθολογία Ελληνικής Αντιστασιακής Λογοτεχνίας 1941-1944, τόμος ΙΙ Ποίηση, εκδόσεις Ηριδανός, χ.χ. Επιλογή: Έλλη Αλεξίου – Επιμέλεια: Μαρίκα Μινεέμη)

«Μόνο αγκωνάρια απόμειναν, θέμελα γκρεμισμένα…» - 8 ποιήματα και 8 χαρακτικά για τη ναζιστική θηριωδία στα Καλάβρυτα

“Καλάβρυτα” – Ξυλογραφία του Σπύρου Βασιλείου

Κάψανε τα Καλάβρυτα
Παραδοσιακό

Κλαίνε, θρηνούνε τα βουνά,
πενθοφορούν οι κάμποι
κι ένα πουλί μοιρολογεί
στης Άρτας το ποτάμι.

– Τι έχεις, πουλάκι μ’ κι όλο κλαις
και είσαι λυπημένο,
μοιρολογείς λυπητερά
και στέκεις μαραμένο;

– Μαύρα είν’ τα χρόνια που ’ρθανε,
γι’ αυτό είμαι λυπημένο
κάψανε (σφάζουνε) τα Καλάβρυτα,
Δίστομο και Κομμένο.

«Μόνο αγκωνάρια απόμειναν, θέμελα γκρεμισμένα…» - 8 ποιήματα και 8 χαρακτικά για τη ναζιστική θηριωδία στα Καλάβρυτα

“Καλάβρυτα – Η εκτέλεση” – Χαρακτικό του Τάσσου (Αλεβίζου)

Ψυχοχάρτι
του Βασίλη Ρώτα

Τα ονόματά σας μένουνε, μα πόσο ματωμένα,
Καλάβρυτα και Τρίπολη, Δίστομο και Χορτάτη,
Καισαριανή και Κούρνοβο, Κρήτη και Μονοδέντρι
και κόρη του Ταΰγετου, κατακαημένη Μάνη,
και φτωχομάνα αδούλωτη δουλεύτρα Σαλονίκη
και Δράμα και Προσότσιανη, κακόμοιρο Δοξάτο,
και σεις με δίχως όνομα βουνά, πλαγιές, λαγκάδια
ραχούλες, λάκες, ρεματιές, νησιά και περιγιάλια
στα χώματά σας κρύψετε καλά τους σκοτωμένους
μην τους ξεθάβουν τα σκυλιά, μην τους σπαράζουν τα όρνια
τι ’ναι σημαίες οι μνήμες τους κι εικόνες οι μορφές τους.

(Βασίλη Ρώτα – Βούλας Δαμιανάκου «Μνημόσυνο», Αθήνα 1961)

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: