«Χασίσι αν θες, μετά χαράς, αλλ’ όχι ελευτερία!» – Ο Κώστας Βάρναλης «ταξιδεύει» στην Κίνα
Δεν είναι άγνωστο το ποίημα που έγραψε ο Κώστας Βάρναλης για τη ΛΔ Κίνας. Αυτό που δεν είναι πλατιά γνωστό, είναι ότι ο μεγάλος μας ποιητής έχει μεταφράσει κινεζική ποίηση, με δείγμα της δουλειάς του να δημοσιεύεται ίσως για πρώτη φορά το 1961, στο περιοδικό «Φιλολογική Πρωτοχρονιά».
Δεν είναι άγνωστο το ποίημα που έγραψε ο Κώστας Βάρναλης για τη ΛΔ Κίνας. Αυτό που δεν είναι πλατιά γνωστό, είναι ότι ο μεγάλος μας ποιητής έχει μεταφράσει κινεζική ποίηση.
Το 1958 ο Κώστας Βάρναλης νοσηλεύτηκε επί μήνες στον «Ευαγγελισμό». Στο διάστημα αυτό ανάμεσα στα λίγα ποιήματα που έγραψε είναι κι ένα για τη Λαϊκή Δημοκρατία Κίνας. Ο κομμουνιστής επαναστάτης ποιητής χαιρετίζει τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που συντελούνται στην αχανή, μεγαλύτερη σε πληθυσμό χώρα του κόσμου, μετά τη νίκη της επανάστασης, το 1949.
Το ποίημα με τίτλο «Στην ελεύθερη Κίνα» δημοσιεύτηκε στις 5 του Οκτώβρη 1958 στην εφημερίδα «Η Αυγή», το αρχείο της οποίας απόκειται στα Αρχεία Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ):
ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΙΝΑ
Ω χαίρε γης απέραντη κι αθάνατη και πρώτη
με τ’ αγριοθώρητα βουνά, τα φοβερά ποτάμια!
Συ πρωτογνώρισες το φως του στοχασμού και πρώτη
έφραξες των ανθρώπινων παθών τον καταρράχτη.
Πρώτη το Νόμον έθεσες κ’ ημέρωσες τα πλήθη
και πρώτη στ’ άσπρο το χαρτί εκάρφωσες το Λόγο.
Τώρα η ανθρωποπλήμμυρα του λαού σου ψηλά στήνει
της Λευτεριάς τ’ αστραφτερό κι απέθαντον αστέρι.
Κοίτα τριγύρω στα βουνά, στα πέλαγα, στα ουράνια,
μυριάδες κόκκινα μπαϊράκια της λευκής ειρήνης,
που τ’ ανεμίζει ο άνεμος και τραγουδούν μαζί του.
Ω χαίρε χώρα απέραντη κι αμέτρητη και πρώτη!
Όλοι σε κράζουν οι λαοί και Μάνα κι Αδερφή τους
και μόνο οι κλέφτες των λαών, πράσινοι από το μίσος,
φοβούνται τον αέρα σου και τρέμουνε το φως σου!
Σε θέλουν σκλάβα να χτυπάς το κούτελο στο χώμα!
Χασίσι αν θες, μετά χαράς, αλλ’ όχι ελευθερία!
Ω χαίρε χώρα αμέτρητη κι απέραντη και πρώτη
με τ’ αγριοθώρητα βουνά, τα φοβερά ποτάμια!
Σε χαιρετάνε γύρω σου λιοντάρια, αητοί κι αστέρια,
σε χαιρετάει απόκοντα κι ο ελληνικός Αη Γιώργης.
(Στη μεταγραφή τηρήθηκε η ορθογραφία της εφημερίδας)
Το ποίημα, ξαναϊδωμένο και δουλεμένο, με μικροαλλαγές και προσθαφαιρέσεις στίχων (κάτι που άλλωστε ο ποιητής συνήθιζε με τα ποιήματά του, πριν αυτά πάρουν το δρόμο για το τυπογραφείο) εντάχτηκε στα «Ποιητικά» το 1959. Το μεταφέρουμε εδώ από τις «Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα»:
Στη λεύτερη Κίνα
Ω χαίρε γης απέραντη κι αθάνατη και πρώτη
με τ’ αγριοθώρητα βουνά, τα φοβερά ποτάμια!
Συ πρωτογνώρισες το φως του στοχασμού και πρώτη
έφραξες των ανθρώπινων παθών τον καταρράχτη.
Πρώτη το Νόμον έθεσες κι ημέρωσες τα πλήθη
και πρώτη στ’ άσπρο το χαρτί εκάρφωσες το Λόγο.
Τώρα η ανθρωποπλήμμυρα του λαού σου ψηλά στήνει
της Λευτεριάς τ’ αστραφτερό κι απέθαντον αστέρι.
Κοίτα τριγύρω στα βουνά, στα πέλαγα, στα ουράνια,
μυριάδες κόκκινα μπαϊράκια της λευκής ειρήνης,
που τ’ ανεμίζει ο άνεμος και τραγουδούν μαζί του.
Ω χαίρε χώρα απέραντη κι αμέτρητη και πρώτη!
πρωτόθεσες τη θέληση ψηλότερα απ’ τη Φύση,
πρωτόθεσες το λογισμό ψηλότερα απ’ την Τύχη.
Όλοι σε κράζουν οι λαοί και Μάνα κι Αδερφή τους
και μόνο οι κλέφτες των λαών, πράσινοι από το μίσος,
φοβούνται τον αέρα σου και τρέμουνε το φως σου!
Σε θέλουν σκλάβα να χτυπάς το κούτελο στο χώμα!
Χασίσι αν θες, μετά χαράς, αλλ’ όχι ελευτερία!
Ω χαίρε χώρα αμέτρητη κι απέραντη και πρώτη
με τ’ αγριοθώρητα βουνά, τα φοβερά ποτάμια!
Σε χαιρετάνε γύρω σου λιοντάρια, αϊτοί κι αστέρια,
κι ο ελληνικός ο φοίνικας, που θάνατο δεν έχει.
Το μεταφραστικό έργο του Κώστα Βάρναλη εκτείνεται πέρα από τα έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Ανάμεσα στις μεταφράσεις του που έχουν εκδοθεί είναι και μια συλλογή όπου ο ποιητής αποδίδει στη γλώσσα μας “Κινέζικα τραγούδια” (Προλογικό σημείωμα: Χρήστος Μπουλώτης. Εικόνες: Jian Leezhi. Έκδοση: Λωτός, 1992).
Από αυτή τη συλλογή «Το τραγούδι του Γιανγκ», ένα παλιό κινέζικο ποίημα άγνωστου δημιουργού, όπως διαβάζουμε στα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Β Γυμνασίου)», από όπου το αντιγράφουμε:
Το τραγούδι του Γιανγκ
Πιάνω δουλειά, μόλις χαράζει η μέρα
Και ξαποσταίνω, μόλις βασιλέψει.
Για να πίνω νερό, πηγάδι ανοίγω
Κι οργώνω το χωράφι για να τρώγω.
Κι αψηφώ τον μεγάλον αυτοκράτορα.
Τρία ακόμα κινεζικά ποιήματα μεταφρασμένα από τον Κώστα Βάρναλη, που όμως δεν γνωρίζουμε αν περιλαμβάνονται στην προαναφερόμενη συλλογή, δημοσιεύτηκαν το 1961 στο περιοδικό «Φιλολογική Πρωτοχρονιά» και έφτασαν στις νεώτερες γενιές αναγνωστών μέσω της ενότητας «Ανάτυπα» του εξαιρετικού περιοδικού «Πολιτιστική», που σταδιοδρόμησε στη δεκαετία του 1980. Η μετάφραση των ποιημάτων δίνεται χωρίς άλλα στοιχεία, για τους Κινέζους ποιητές ή την εποχή που αυτοί έζησαν και δημιούργησαν. Διαβάζοντας τα ποιήματα ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί οποιαδήποτε εποχή, καθώς η θεματολογία τους ξεπερνάει το χρόνο.
Μεταγράφουμε τα τρία ποιήματα, κρατώντας την ορθογραφία της «Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς»:
ΣΤΕΡΝΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ
του ποιητού CHANG WOU-ΚΙΕΝ
Την άφησες να πέσει μες τη σκόνη
την κόκκινη τουλίπα, που σου χάρισα
Τη σήκωσα· είταν άσπρ’: είχε χιονίσει
κείνην την ώρα πάνου στην αγάπη μας.
***
ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ
του ποιητού CHEN TO-TSAN
Τα χέρια σου είναι ανθοί του λαν, λωτοί τα δυο σου πόδια·
τα μάγουλά σου του Κιαγκ-Ναν κόκκινα πορτοκάλια
κ’ η μοσκοβόλια, που σκορπάς, της Άνοιξης ανάσα.
Κ’ είν’ η λαλιά σου μαγικό τραγούδισμα της αύρας
μες της ετιάς τη φυλλωσιά, σαν πρωτοπρασινίζει.
Η ανάπνια σου μεθυστική πιότερ’ απ’ τής παγόδας,
που μέσα της ολοχρονίς θυμιάματα αργοκαίνε.
Κι απ’ τ’ άνθη της βερυκοκκιάς εσύ ομορφότερ’ είσαι,
όταν του φεγγαριού η δροσιά τάχει δακρυοραντίσει.
Εσύ σαι όλα τα λούλουδα της γης κι όλα τα μύρα
κ’ εσύ σαι το μοναδικό λαμπάδιασμα του κόσμου!
Και δε ζηλεύω τους θεούς, όταν σε συλλογάμαι.
***
ΤΟ ΤΣΑΪ
του ποιητού OUANG—TSI
Πώς να σ’ ευχαριστήσω, φίλε, για τα ωραία τραγούδια
του Τσού Κιά-Λιάνγκ, που μου δωκες! Δέξου και σύ από μένα
αυτά τα λίγα του τσαγιού τα φύλλα, που σου στέλνω.
Τα τρύγησ’ από το δέντρο, που ανθεί στο κορφοβούνι
του Ούη ψηλά, στου ερημικού μοναστηριού τον κήπο.
Πάρ’ ένα βάζο του Νι-Χιγκ, γαλάζιο, γέμισέ το
χιονόνερο, που θα το μάσεις με του ηλιού τα έβγα
στην ανατολική πλαγιά του Σου-Σαν· στέριωσέ το
απάνω σε φωτιά από κλώνια σφενταμιού, που θα χεις
μαζέψει, από παλιόν καιρό πάνου στα βρύα πεσμένα,
κι άσε το, ωσότου το νερό θ’ αρχίσει να γελάει.
Χύσε απ’ αυτό σ’ ένα φλυτζάνι του Κουέν-Τσα, που μέσα
θα χεις βαλμένα λίγα φύλλα του τσαγιού, κι αμέσως
σκέπασε το φλυτζάνι σου μ’ άσπρο μεταξοπάνι
του Χουάν-Τσαν κι ανάμενε. Σε λίγο η κάμαρά σου
θα γεμιστεί μοσκοβολιά, που του Φουν-Λι μονάχα
οι ανθόκηποι να παραβγούν με δαύτηνε μπορούνε.
Και τότε το φλυτζάνι σου στ’ ακρόχειλά σου φέρ’ το·
κλείσε τα μάτια· θα βρεθείς στη γη του Παραδείσου!