«Κράτησα την υπόσχεση στο Κόμμα και στον Αγώνα μας»
«Εμείς, τη ζωή μας θυσιάζουμε στον Αγώνα και με την υπόσχεση για το Κόμμα θα τα θυσιάσουμε όλα. Εγώ σου ορκίζομαι ότι δέχομαι να μείνω εδώ… Θα σας περιμένω όσο χρειαστεί… Εσείς μόνο να σωθείτε και να σώσετε τα παιδιά. Και αν δεν μπορείτε ή δεν προλάβετε να με πάρετε και να με σώστε… Εγώ θα κρατήσω το αυτόματο και το πιστόλι για ώρα ανάγκης…»
Η συνέχεια της κουβέντας δεν σταματά. Το μάθημα Ιστορίας είναι συναρπαστικό. Ούτε νερό πίνουμε και ο χρόνος μας κυνηγάει. Ας είναι, λέω μέσα μου. Από την περιπέτεια με τους Γερμανούς περάσαμε στον Εμφύλιο. Τώρα είμαι διαβασμένη. Έχω και τα χειρόγραφα του Πέτρου και όλα είναι εκεί γραμμένα… Συνεχίσαμε την αφήγηση με την ζωντάνια των λόγων του Αγωνιστή Πέτρου Ζαρκογιάννη. Στα χρόνια του Εμφυλίου στέκεται πολύ. Άλλωστε, από εκεί ξεκινάνε και τα γραπτά του. Με τον τίτλο «Αναζήτηση συμπολεμιστών» αρχίζουν τα χειρόγραφά του:
Βρισκόμαστε στο Βίτσι. Μετά τις αιματηρές μάχες των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων και την συντριπτική ήττα των φασιστικών δυνάμεων στο Μάλι Μάδι, οι δυνάμεις του ΔΣΕ βγήκαν νικήτριες για άλλη μια φορά απέναντι σ’ έναν στρατό οπλισμένο μέχρι τα δόντια. Οι μάχες σταμάτησαν, οι στρατιωτικές δυνάμεις διαλυμένες αποσύρθηκαν και στο Βίτσι επικρατεί απόλυτη ησυχία.
Ήταν αρχές του Οκτώβρη όταν μια Διμοιρία της 6της σειράς της Σχολής Αξιωματικών του ΔΣΕ που μόλις είχε δημιουργηθεί με εντολή του Γενικού Αρχηγείου (Γ.Α ) μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες, πήρε την εντολή να μετακινηθεί προς το Γράμμο. Η αποστολή της ήταν να ελέγχει όλη την περιοχή, να δει σε τι κατάσταση είναι, να επιλέξει και το κατάλληλο μέρος όπου θα προετοίμαζαν τον χώρο για την διεξαγωγή της 5ης Ολομέλειας του ΚΚΕ. Το μόνο πρόβλημα ήταν η παρουσία μικρής ομάδας στρατού, οχυρωμένης με συρματοπλέγματα λίγο πιο κάτω από το χωριό Γράμουστα και το ύψωμα Φλάμπουρο. Με την ενίσχυση και άλλων δυνάμεών μας και με τον σωστό συνδυασμό επίθεσης, καταφέραμε να διώξουμε τον στρατό. Φύγανε οι φαντάροι όπως, όπως από εκεί αφήνοντας πίσω έναν νεκρό και πολλά λάφυρα για μας. Οι προετοιμασία για την Ολομέλεια συνεχίζεται και στις αρχές του Φλεβάρη διεξάγεται.
Όλα ήταν έτοιμα και οι αντιπρόσωποι απ’ όλες τις μεριές έρχονται. Τα μέτρα περιφρούρησης είναι αυστηρά. H παρουσία του αρχηγού μας Ν. Ζαχαριάδη, του Μάρκου Βαφειάδη, του Ιωαννίδη και άλλων στελεχών μας είναι πραγματικότητα. Η Ολομέλεια τελείωσε και οι μάχες συνεχίζονταν. Μας έπιασε ο Μάρτιος χαμηλά στην Πέτρα Μούκα, μαζί με τις δυνάμεις του 3ου Τάγματος. Στην απέναντι πλευρά προς Βασιλίτσα, στην περιοχή Γουμάρας βρίσκονται τα άλλα δυο Τάγματα της Σχολής Αξιωματικών του ΔΣΕ με Διοικητή τον Υψηλάντη.
Η παρουσία του ΔΣΕ στις περιοχές Γράμμου, Χρυσή Λυκοράχη, Βούρμπιανη, Πυρσόγιαννη, Πατώματα είναι δυναμική και ο σκοπός μας είναι να διώξουμε τις δυνάμεις του στρατού από τις κορυφές αυτές.
Όπως προβλέπονταν στο σχέδιο του Αρχηγείου, το 3ο Τάγμα έπρεπε να βρεθεί (να προλάβει) στην πρώτη μάχη στην Πυρσόγιαννη. Εκεί βρίσκονταν και η 175 Ταξιαρχία του στρατού (των αντιπάλων μας).
Στα τέλη Μαρτίου – αρχές Απριλίου νωρίς το πρωί μας ανακοίνωσε ο Ταγματάρχης του 3ου Τάγματος, Θανάσης Μαλιακόπουλος πως θα συμπτυχτούμε για εκκίνηση. Το ξεκίνημα έγινε νωρίς, νωρίς το πρωί προς άγνωστη κατεύθυνση. Στην πορεία μας είχαμε πολλές συγκρούσεις και μάχες σκληρές με τον στρατό. Τους αναγκάσαμε να εγκαταλείψουν τον Αϊ Λιά Οξιάς, μετά και την Λυκοράχη… Επίσης, διώξαμε μια μικρή δύναμη στρατού που κρατούσε ένα μικρό υψωματάκι στο ρέμα που κατέβαινε από Βούρμπιανη. Από νωρίς πιάνανε δουλειά και οι Γαλατάδες (τα αναγνωριστικά αεροπλάνα του στρατού). Πετούσαν τα αεροπλάνα πάνω από τα κεφάλια μας έτοιμα να μας χτυπήσουν. Οι μαχητές κρατούσαν την ψυχραιμία και τα σημάδευαν στο πέρασμά τους. Οι συναγωνιστές κατάφεραν και χτύπησαν ένα αεροπλάνο. Πέφτοντας αυτό, βούτηξε στα νερά του Σαρανταπόταμου. Κυκλοφορούσε η φήμη πως από τα πυρά μιας συντρόφισσας έπεσε ‘ηρωικά’ ο Γαλατάς…
Όλες οι συντονισμένες προσπάθειες του ΔΣΕ είχαν στόχο την 175 Ταξιαρχία στρατού. Με σωστή οργάνωση και συντονισμό αιφνιδιάσαμε τον εχθρό, αναγκάζοντάς τον να εγκαταλείψει γρήγορα την Πυρσόγιαννη αφήνοντας πίσω πολλά εφόδια (λάφυρα). Μετά τις τελευταίες μάχες στον Πύργο Στράτσιανης, Πέτρα Μούκα… και την κατάληψη της περιοχής από τον ΔΣΕ στα Πατώματα, η περιοχή ήταν ελεύθερη, ενώ η Σχολή Αξιωματικών συνεχίζει την εκπαίδευση των ανταρτών. Εδώ ξεκουραστήκαμε δύο μέρες αν και συνεχίζαμε τα θεωρητικά και πρακτικά μαθήματα στην Πέτρα Μούκα, πάνω στο Γέρο Σούφλακα (στα ψηλά βουνά του Γράμμου). Σ’ αυτές τις δύο μέρες έγινε η μάζωξη της Κομματικής Οργάνωσης των μόνιμων μελών του Κόμματος. Με την ευκαιρία, απονεμήθηκαν βιβλιάρια μελών του Κόμματος και σε καινούργια άτομα. Μεταξύ αυτών ήμουν και εγώ. Αξέχαστη τιμή και περηφάνια σε όλη μου τη ζωή.
Στα μέσα Ιουλίου, η Σχολή Αξιωματικών του ΔΣΕ, με καλά οργανωμένη κίνηση από την Αλεβίτσα, κάνει την νύχτα μέρα. Ξημερώματα, τα τρία Τάγματα βρίσκονται στην περιοχή της Κρυσταλλοπηγής. Το 3το Τάγμα επιλέγει το μικρό χωριό Σφήκα με αυξημένη περιφρούρηση και δράση. Εδώ, στο χωριό Σφήκα θα μας επισκέπτονταν ο Αρχηγός μας Νίκος Ζαχαριάδης. Όλο το Τάγμα ήταν συγκεντρωμένο σ’ έναν ανοιχτό, καταπράσινο χώρο όπου τον υποδεχτήκαμε με ενθουσιασμό και αγάπη. Με μικρή και σύντομη ομιλία μάς χαιρέτησε και πριν αποχωρήσει μάς απένειμε τα βιβλιάρια του Αξιωματικού του ΔΣΕ. Τις μέρες που βρισκόμαστε στο χωριό Σφήκα , οι δυνάμεις του στρατού εξαπολύουν σφοδρές επιθέσεις σε όλο το μέτωπο του Βιτσίου.
Με το 3το Τάγμα του ΔΣΕ είμαι κι εγώ, με τον Θανάση Μαλιακόπουλο και επίτροπο τον Βασίλειο Ηλία . Με εντολή της Ταξιαρχίας, κατευθυνόμαστε προς την απέναντι πλευρά στην Πολενάτη και Λέσιτς αφήνοντας πίσω μας και στα δεξιά μας το χωριό Κώττας. Πηγαίνοντας προς το Λέσιτς, περάσαμε το δημόσιο δρόμο και πήραμε πάλι την ανηφόρα. Εκεί, κοντά στο δημόσιο δρόμο ήταν και το χωριό Τίρναβο αν θυμάμαι καλά. Σε διάταξη μάχης προχωράμε και σε ετοιμότητα είμαστε, αν και δεν είχαμε καμιά πληροφορία για την κατάσταση εδώ. Δεν γνωρίζαμε ούτε που βρίσκεται ο στρατός και που μας περιμένει…
Ξημερώματα φτάσαμε κοντά στην κορυφή όπου μας περίμεναν οι αντίπαλοι και πρωί, πρωί μας επιτέθηκαν με ομαδικά πυρά όλμων και πολυβόλων. Αναγκαστήκαμε να αμυνθούμε με όποιον τρόπο και μέσο είχαμε. Ακολούθησαν πολλές επιθέσεις και αντεπιθέσεις.
Σε μια από αυτές τις επιθέσεις του στρατού, τραυματίστηκα από βλήμα όλμου στην αριστερή ωμοπλάτη μου. Δεν ήταν σοβαρό το τραύμα, αλλά αιμορραγούσε. Με την βοήθεια των συντρόφων μου έγινε η επίδεση του τραύματος. Ευτυχώς είχα πάντα μαζί μου δύο επιδέσμους. Ο ένας επίδεσμος μας έφτασε για το τραύμα της ωμοπλάτης μου. Με την προτροπή του συντρόφου Μαλιακόπουλου να κινηθώ προς τα μετόπισθεν, εγώ συνέχιζα και όλο του έλεγα πως το δεξί μου χέρι είναι καλά και δεν πάω πουθενά. Έμεινα μαζί τους συνεχίζοντας τον αγώνα. Οι μάχες δεν έλεγαν να σταματήσουν. Η σύγκρουση στο Λέσιτς μεταξύ ΔΣΕ και δυνάμεων του στρατού ήταν σφοδρή. Ο στρατός είχε όλα τα μέσα και ενισχύονταν από τις αεροπορικές επιδρομές που έπιαναν δουλειά από τα χαράματα. Χτυπούσαν ασταμάτητα τον δημόσιο δρόμο προς τις Πρέσπες. Οι βόμβες ναπάλμ έπεφταν βροχή. Η ατμόσφαιρα μάς δυσκόλευε ακόμα πιο πολύ. Τις απογευματινές ώρες ήρθε προς ενίσχυση και το 2ο Τάγμα μας. Παραμείναμε στο ίδιο σημείο.
Οι ώρες περνούσαν και ο ήλιος πήγαινε να χαθεί πίσω από τα Αλβανικά βουνά. Ήταν 5 το απόγευμα όταν βλέπω δίπλα μου τον συναγωνιστή Σινάνη, να έρχεται στα χέρια με έναν ΛΟΚατζή. Με όση δύναμη έχω ρίχνω δύο ριπές και ορμάω. Εγώ κάθομαι δίπλα και καθώς κάνω να αλλάξω την δέσμη, την ταινία στο αυτόματο, με παίρνει μια σφαίρα στο χέρι, στο μηρό και στην γάμπα. Πέφτοντας με βλέπει ο Θανάσης Μαλιακόπουλος και έρχεται τρέχοντας να με βοηθήσει και κουράγιο να μου δώσει. Με συμβουλεύει ο Θανάσης να συρθώ προς τα κάτω. Εκεί θα βρω και άλλους δικούς μας…
-Κάνε κουράγιο Πέτρο και σύρσου προς τα κάτω…
-Θανάση, θα κάνω ό,τι μπορώ, εσύ μόνο κοίτα τα άλλα παιδιά…
-Κουράγιο Πέτρο…
Αυτή ήταν και η τελευταία του λέξη… ΚΟΥΡΑΓΙΟ… Λέγοντάς μου αυτά, ορμάει στην ανηφόρα με το αυτόματο σηκωμένο και με την προτροπή «Απάνω τους παιδιάαα»… και «ΑΕΡΑααα»… τον βρήκε το βόλι κατάσθητα . Βλέπω να πέφτει το παλικάρι, εκεί, σχεδόν στην κορυφή του Λέσιτς για πάντα. Λεβεντόπαιδο ο Θανάσης και δάσκαλος στο επάγγελμα και με δάσκαλο πατέρα στα παιδιά μας.
Τώρα έπρεπε να κάνω αυτά που μου είπε ο Θανάσης, να συρθώ… Πριν ξεκινήσω να σέρνομαι, βάζω το χέρι μου πάνω στο τραύμα του ποδιού μου και γεμίζω αίματα. Προσπαθώ να βγω από το σημείο μάχης. Συρόμενος παίρνω την κατηφόρα και απομακρύνομαι για λίγο από τον τόπο της μάχης. Ψάχνω στις τσέπες και βρίσκω τον δεύτερο επίδεσμο. Χωρίς να χάνω χρόνο το σφίγγω στο πάνω μέρος του μηρού μου και το δένω όσο μπορώ πάνω από το παντελόνι. Συνεχίζω το δέσιμο στο τραύμα κάτω στη γάμπα. Με το ένα χέρι δεν μπορούσα να κάνω και τίποτα. Ματωμένο ήταν και αυτό. Ο επίδεσμος όμως τελείωσε και η γάμπα έμεινε ανοιχτή στο κάτω μέρος. Σκέφτηκα να κατέβω λίγο πιο κάτω. Σε λίγο θα έπεφτε και το σκοτάδι, θα έπαιρνα και λίγη ανάσα…
Εκεί, κάνω μια στάση και βάζω το χέρι στα τραύματα και πάνω και κάτω στη γάμπα και το χέρι μου γεμίζει αίματα. Δεν χάνω καιρό και σέρνω, τραβώ δίπλα μου για κάθε ‘κακό’ που λέγαμε και το όπλο που κουβαλούσα μαζί και τις σφαίρες. Με δυσκολία βγάζω το σακάκι μου και το πουκάμισο που φορούσα. Το είχα και καμάρι αυτό το πουκάμισο μιας και ήταν από τα λάφυρα που βρήκαμε στα Πατώματα σε μια από τις μάχες. Ήταν εγγλέζικης προέλευσης και σαν εγγλεζάκι έμοιαζα. Με ένα μαχαιράκι ενός φίλου μου από το Γαρδίκι , κόβω (σκίζω) σε λωρίδες, λωρίδες όλο το πουκάμισο και συνεχίζω να δένω τα τραύματα. Κράτησα και δύο, τρεις λωρίδες για να έχω σε ώρα ανάγκης. Έσφιξα καλά το μηρό μου πάνω, το ίδιο και τη γάμπα μου κάτω και ένοιωθα περισσότερη ασφάλεια. Τώρα ήμουν πιο ήσυχος, πιο ήρεμος. Πρέπει όμως κάπου να ακουμπήσω, να βάλω πλάτη όπως λέμε. Και συνεχίζω να σέρνομαι στην κατηφόρα ψάχνοντας το κατάλληλο μέρος να βγάλω και τη νύχτα. Στα 200 μέτρα βλέπω έναν βράχο μεγάλο. Λες και τον είχα παραγγελία και με περίμενε. Άστραψαν τα μάτια μου και χτύπησε η καρδούλα μου. Εκεί, στο βράχο βάζω πλάτη και πιο δυνατός είμαι. Το σπιτικό μου ετοίμαζα και καθάριζα το μέρος από τις πέτρες. Το ρολόι έδειχνε εννιά και μισή το βράδυ και γύρω μου απλώνονταν απόλυτη ησυχία. Κοιτούσα γύρω μου και έλεγα τώρα, ούτε ο Γαλατάς πετάει πάνω από το κεφάλι, ούτε και κάνα σπουργίτι ακούω. Ησύχασαν και τα πουλιά μέσα στη νύχτα του Λέσιτς. Ποιος ξέρει τι ζούσαν και αυτά στα χρόνια του πολέμου. Τα στρατά έχουν περάσει στην απέναντι πλευρά και πιο πάνω από τη Σφήκα. Βάζω αυτί, αφουγκράζομαι και προσπαθώ, μπας και ακούσω κάτι μες τη νύχτα. Σιγομιλάω με τον εαυτό μου και όλο που πήγαν λέω… Όλοι χάθηκαν;… Και ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΩ λέω… Μόνος είμαι και πολλά περνάνε από το μυαλό μου. Θυμήθηκα μες στη μοναξιά μου και τον Θανάση που με συμβούλευε πριν σκοτωθεί: « Σύρσου, εδώ πιο κάτω, θα βρεις και άλλους δικούς μας»… Και τότε πήρα την απόφαση, έβγαλα μια φωνή και Κώστααα… μου βγήκε. Αν με ακούς απάντησέ μου, έλεγα… Βγάζω μια φωνή όχι πολύ δυνατή. Νηστικός και ταλαίπωρος ήμουν και λίγες δυνάμεις είχα. Δεν είχα κάποιον στο μυαλό μου. Έτσι μου ‘ρθε κείνη τη στιγμή. Τη φωνή μου άκουγα στην ερημιά που ήμουν. Δεν πήρα καμιά απάντηση με την πρώτη. Σκέφτηκα να φωνάξω και δεύτερη φορά και μου ήρθε η απάντηση από μακριά: «ναι εδώ είμαστε… Προχώρα αν μπορείς»… Άκουσα το ΝΑΙ, ΕΔΩ ΕΙΜΑΣΤΕ και πήρα δύναμη και κουράγιο. Ησύχασα. Αποφάσισα να βγάλω τη νύχτα ακουμπώντας στο βράχο και το πρωί να δω, μπας και τους συναντήσω. Μα δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Όλοι τη νύχτα το μυαλό μου έτρεχε πότε για την επόμενη μέρα και πότε στους δικούς μου ανθρώπους. Για τρία χρόνια δεν είχαμε επαφή αλλά ούτε και νέα τους είχα. Έρχεται σε λίγο και το δεκαπενταύγουστο σκεφτόμουν, μέρα γενεθλίων μου κιόλα και η μάνα μου, ο πατέρας μου και ο αγαπημένος μου αδερφός ο Στέργιος θα το γιορτάσουν μόνοι τους και χωρίς εμένα. Θυμήθηκα και το φυλακτό που μου ‘δωσε η μάνα μου στο φευγιό μου… Μου ζήτησε να το προσέχω όσο κρατήσει ο πόλεμος. Ήταν το φυλακτό μου και πάντα στο χέρι το κρατούσα.. Σχεδόν ξάγρυπνο με βρήκε το γλυκοχάραμα της αυγής και ακόμα συλλογιζόμουν πότε με το ένα και πότε με το άλλο. Και τότε είδα ένα πουλάκι να πετάει από κλαδί σε κλαδί και να βγάζει τη δική του φωνούλα. Το κατάλαβα, ήταν το γλυκό κελάηδημα του γκιόνη που είχαμε και στο χωριό μας. Τον κοίταγα και έλεγα μέσα μου: Πες το γκιόνη μου, πες το… ποιος ξέρει αν θα σε ξαναδώ… Ήταν η πιο γλυκιά στιγμή μες στην περιπέτεια που περνούσα. Με βασάνιζαν όμως οι σκέψεις της νύχτας και έλεγα για την επόμενη μέρα: Εδώ θα βγάλω την νύχτα… και τι θα γίνει το πρωί;… Θα έχουμε επισκέψεις αεροπλάνων όπως συνηθίζουν να μας κάνουν;… Σκέψεις και όλο σκέψεις έκανα κείνο το βράδυ.
Με το ξημέρωμα άρχισα να κοιτάω πότε τις ανηφόρες και πότε τις κατηφόρες. Έψαχνα να δω που είμαι, που βρίσκομαι και που είναι οι άλλοι τραυματίες. Πρέπει να τους βρω, πρέπει να τους συναντήσω έλεγα. Έκανα μια γρήγορη ψηλάφηση των τραυμάτων πριν ξεκινήσω. Σε καλή κατάσταση μού φαίνονται και χωρίς αιμορραγίες τούτη τη φορά. Αποφασίζω να κινηθώ και σέρνοντας το κορμί μου, προχωρώ προς το μέρος που άκουσα « εδώ είμαστε »… Όμως, δυσκολεύομαι πολύ. Πρέπει να σέρνομαι μέσα σε ένα άγριο τοπίο με χαμόκλαδα και πολλές πέτρες. Στα τριάντα – πενήντα μέτρα κάνω μια στάση και λίγη ανάσα παραπάνω παίρνω. Τα κατάφερα στην κατηφόρα αν και κουράστηκα πολύ. Μπροστά μου τώρα έχω ένα ξερό ρεματάκι. Περνούσε κάποτε νερό και κουβαλούσε πέτρες στο πέρασμά του. Πάλι πάνω από πέτρες και ξύλα πρέπει να συρθώ και δύσκολα τα καταφέρνω. Μετά από απερίγραπτες προσπάθειες και δυσκολίες που δεν μπορώ να περιγράψω άντεξα και πάλι. Εδώ με βρήκαν τα ξημερώματα. Ροδοκοκκινίζει ο ήλιος σιγά, σιγά και τα πρώτα αεροπλάνα εμφανίζονται. Είναι οι Γαλατάδες (τα μαύρα σιδερένια πουλιά) που έπιασαν δουλειά και μας ψάχνουν… Ακολουθούν τα αεροπλάνων η βοή τους είναι εκκωφαντική. Ρίχνουν στα γρήγορα το πρώτο φορτίο τους. Κατακαίγεται ο δημόσιος δρόμος που πηγαίνει για τις Πρέσπες. Το τοπίο άλλαξε με τη μια… Ρίχνω μια ματιά γύρω μου και τίποτα δεν διακρίνω. Όλα είναι θολά. Χαμηλά, στο δημόσιο δρόμο μόνο καπνοί και μαυρίλα είναι. Από τις βόμβες Ναπάλμ που ρίξανε υψώνονταν οι καπνοί. Σκορπούσανε οι καπνοί και μοιάζανε με μαύρα σύννεφα πάνω από το κεφάλι μου. Που να πάω και που να σταθώ… Σκέφτομαι πάλι να φωνάξω. Έβαλα τα χέρια μου στο στόμα σαν χωνί και Εεεε… Γιώργοοο… φώναξα. Πάλι τυχαίο όνομα μου ήρθε. Άκουσα μια μακρινή φωνή που δεν καταλάβαινα τι μου λέει. Μού έφτανε όμως και με ησύχασε για λίγο. Προς τα κει θα πήγαινα και την φωνή θα έψαχνα. Θυμήθηκα τα οχυρά που είχαμε σε κείνη την περιοχή και άρχισα πάλι να σέρνομαι. Πλησίασα και ο πρώτος αντάρτης έρχεται δίπλα μου και «κάνε κουράγιο» μου λέει. «Εδώ είμαστε, περιμένουμε βοήθεια σύντροφε»… Τον ευχαρίστησα λέγοντάς του να μην χαθούμε τώρα, κάποια επαφή να έχουμε. Κάθισα καρτερικά και περίμενα την επαφή με τους δικούς μας. Απέναντι, προς Κώττα, Λέσιτς, Κρυσταλλοπηγή οι Γαλατάδες (τα αναγνωριστικά αεροπλάνα του στρατού) συνέχιζαν το μακάβριο έργο τους. Αμέσως ακολουθούσαν αεροπλάνα που ξεφόρτωναν τις βόμβες και φεύγανε για τον επόμενο γύρω.
Πόσο μίσος είχαν σκεφτόμουνα κείνες τις στιγμές για τους αεροπόρους, για το στρατό, που έδινε εντολή να σημαδεύουν ξυπόλυτους, κυνηγημένους και πεινασμένους, την φύση, τα ζώα και τα πουλιά…
Κοιτούσα και έπαιρνα με τη σειρά τις πλαγιές, πότε τις ανηφόρες και πότε τις κατηφόρες. Στο βάθος μιας πλαγιάς σταμάτησε το βλέμμα μου. Σ’ ένα μικρό ξέφωτο βλέπω σκιές και σα να περπατάνε. Σκιές που μοιάζουν με φιγούρες ανθρώπων που περπατάνε… και τις μετράω: μια, δύο, τρεις, τέσσερις… και φτάνω σιγά, σιγά στο δέκα. Δεν ξεκολλάνε τα μάτια μου από τις σκιές. Τώρα σα να κινούνται και πιο γρήγορα. Αναστατώθηκα. Μένω κολλημένος στην κατηφόρα ως την στιγμή που δέκα παιδιά (μαχητές) εμφανίζονται μπροστά μου και στα λίγα μέτρα.
Η Διοίκηση της Σχολής Αξιωματικών είχε ενημερωθεί για δέκα βαριά τραυματισμένους στην κορυφή του Λέσιτς. Τα παιδιά μας είναι. Ήρθαν για να μας πάρουν, να μας κατεβάσουν χαμηλά στον δημόσιο δρόμο και να μας προωθήσουν προς τις Πρέσπες. Σφίξαμε τα χέρια και καλό κουράγιο λέγαμε.
Μάς μέτρησαν αν είμαστε δέκα οι τραυματίες, κάνανε έναν έλεγχο του χώρου και μετά κοιτούσαν έναν, έναν τα τραύματα και την κατάστασή μας. Είχαμε όμως μεταξύ των τραυματισμένων και μια κοπέλα με βαριά και πολλαπλά τραύματα.
Η μεταφορά μας ήταν δύσκολη. Χρειάζονταν ένα φορείο και δύο ανθρώπους να το κουβαλάνε. Φορείο δεν υπήρχε και το πρόβλημα ήταν μεγάλο. Έτρεξαν τα παιδιά. Ψάχνοντας βρήκαν μια παλιά κουβέρτα και δέσανε και δύο ξύλα από εδώ και από εκεί να την στηρίζουν.
Τώρα έχουμε άλλο πρόβλημα. Είμαστε δέκα τραυματίες και δέκα τραυματιοφορείς. Ένας για έναν… και η κοπέλα για το φορείο θέλει δύο… Ένας έπρεπε να μείνει πίσω… για αργότερα. Κανείς δεν ήθελε να μείνει και η μεταφορά μας αργούσε. Το ξεκίνημά μας και η κατάβασή μας είναι το μεγάλο μας πρόβλημα. Μεταξύ των παιδιών που ήρθαν να μας πάρουν ήταν και ένας γνωστός μου, Σταύρος το όνομά του. Τον φώναξα, έτρεξε, και ήρθε κοντά μου. Άκουσέ με Σταύρο του λέω:
«Εμείς, τη ζωή μας θυσιάζουμε στον Αγώνα και με την υπόσχεση για το Κόμμα θα τα θυσιάσουμε όλα. Εγώ σου ορκίζομαι ότι δέχομαι να μείνω εδώ… Θα σας περιμένω όσο χρειαστεί… Εσείς μόνο να σωθείτε και να σώσετε τα παιδιά. Και αν δεν μπορείτε ή δεν προλάβετε να με πάρετε και να με σώστε… Εγώ θα κρατήσω το αυτόματο και το πιστόλι για ώρα ανάγκης… Εδώ θα είμαι, και λίγο παρακάτω σε παρακαλώ βοήθησέ με να πάω σε καλύτερο μέρος. Εδώ μπορώ να περιμένω και μια και δύο και τρείς μέρες»…Όλοι συμφώνησαν και με την βοήθεια του Σταύρου διάλεξα το μέρος που θα ακουμπούσα όσο χρειαζότανε. Τους χαιρέτησα και παρακολουθούσα με κομμένη την ανάσα πως κατηφορίζουν. Όση ώρα τους έβλεπα να απομακρύνονται, το μυαλό μου ήταν στα αεροπλάνα. Φοβόμουν μην τους αντιληφθούν και τότε ποιος γλυτώνει…
Έφυγαν αυτοί κι εγώ πάλι μόνος είμαι στην κορυφή του Λέσιτς. Νεκρική μοναξιά και γύρω μου δεσπόζει απόλυτη ησυχία. Η μέρα είναι μεγάλη και η ζέστη αφόρητη. Η πείνα ακόμη δεν με ενοχλεί. Φαίνεται πως συνήθισα. Τα χείλη όμως πάνε να σκάσουν από τη δίψα. Ψαχούλευα τα λίγα χόρτα που βρίσκονταν γύρω μου. Τα έγλυφα και τα μασούσα λίγο. Όμως, όσα κι αν δοκίμαζα τα έφτυνα με την πρώτη. Θυμήθηκα την πείνα του ’40 με την κατοχή. Και τότε μασούσαμε κάποια χόρτα για να γελάσουμε τη δίψα και την πείνα. Εδώ πάνω, τα χόρτα ήταν λίγα και δεν υπήρχαν ούτε αυτά που ήξερα από το χωριό μου. Στο λιγοστό χορταράκι ξάπλωσα κατάκοπος.
Όσο περνούσε η ώρα, ο ήλιος κατακόρυφα έπεφτε πάνω στο κεφάλι μου. Καυτός είναι και δε θα αντέξω. Κάτι πρέπει να κάνω και όλο σκέφτομαι.
Έβγαλα το σακάκι μου και μένω με την φανέλα. Πουκάμισο δεν είχα, το ‘χα κάνει λωρίδες κι έδεσα τα τραύματά μου. Κράτησα όμως και λίγες λωρίδες για ώρα ανάγκης όπως λέμε. Τις βρήκα σε μια τσέπη και χτύπησε η καρδιά μου από χαρά. Τις έδεσα σε δυο κλωνάρια από τους θάμνους και έκανα τη σκιά μου…
Εκεί περνούσα τις ώρες μου περιμένοντας τον φίλο μου τον Σταύρο να γυρίσει. Μου υποσχέθηκε πως θα γυρίσει και ακόμα οι ελπίδες με κρατούσαν.
Δυσκολίες μεγάλες είχαν και οι τραυματίες συναγωνιστές μου. Τα αεροπλάνα πετούσαν από πάνω και οι κατάβασή τους αργούσε. Αυτό αντιλήφτηκε η Ταξιαρχία μας και με τη βοήθεια του συντρόφου και συναγωνιστή Αχιλλέα Προύσαλη, μάζεψαν 10 ζώα και με τη συνοδεία τριών μαχητών ξεκίνησαν να μας ψάχνουν κι ας μην ήξεραν ούτε που βρισκόμαστε. Ξεκίνησαν με κατεύθυνση προς τις Πρέσπες λίγο πιο μακριά από το Τίρναβο. Πιάσανε το δημόσιο δρόμο οι δικοί μας γιατί μαίνονταν συγκρούσεις προς την Κρυσταλλοπηγή.
Εκεί, στη δημοσιά σταμάτησαν κάτω από μια γέφυρα όπου αντάμωσαν και με μαχητές που κατέβηκαν από το Λέσιτς. Οι ώρες περνούσαν και έπρεπε να οργανωθούν, να κάνουν το επόμενο βήμα εκκίνησης.
Μετά από πολύ σκέψη χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες και ανά τριάδες. Η πρώτη τριάδα θα πήγαινε προς Κώττα ψάχνοντας κάποια επαφή με τους δικούς μας.
Η δεύτερη ομάδα θα πήγαινε προς τις Πρέσπες και η τρίτη ομάδα θα έμενε να περιφρουρεί τους τραυματίες από κάθε επικίνδυνο ενδεχόμενο. Στο δρόμο της, η ομάδα που κατευθύνονταν προς τις Πρέσπες, κάτι περίεργο αντιλήφθηκε στην αριστερή πλευρά της δημοσιάς. Ερευνώντας την περιοχή, διαπίστωσαν κάτι ζώα που η Ταξιαρχία φρόντισε να μας τα στείλει για την διευκόλυνση μεταφοράς τραυματιών. Με τα ζώα αυτά ήταν και οι αντάρτες της τρίτης ομάδας. Αργά και μες στη νύχτα έφτασαν στο σημείο που περίμεναν συγκεντρωμένοι οι τραυματίες. Μόνο εγώ δεν είμαι μαζί τους. Περιμένω ακόμα μόνος εκεί στο Λέσιτς τον δικό μου σωτήρα, τον Σταύρο. Σταμάτησαν σ’ ένα σημείο με τους τραυματίες και ο Σταύρος πήρε το δρόμο πίσω… Πήρε το δικό μου μονοπάτι.
Ήθελε να με βρει.
Ήθελε να περάσει την ίδια ταλαιπωρία και κινδύνους για να με βρει.
Ήθελε να το κάνει για μένα…
Πρέπει να ήταν δεύτερη η τρίτη μέρα της μοναξιάς μου χωρίς νερό και φαγητό. Το παλικάρι με έψαχνε στο σημείο που με άφησε κι εγώ σύρθηκα λίγο πιο κάτω… Γύριζε εκεί γύρω και με έψαχνε. Εγώ, με τις λίγες δυνάμεις και εξαντλημένος, έβγαλα μια φωνή. Με είδε και όταν έφτασε κοντά μου, ούτε ανάσα έπαιρνε. Ήρθε δίπλα μου και έπεσε κάτω χωρίς να πει κουβέντα. Η ώρα περνούσε κι έπρεπε να βιαστούμε. Η κατηφόρα είναι δύσκολη και οι δυνάμεις μας δεν φτάνουν. Εξαντλημένος όπως είναι, ίσα, ίσα που τον ακούω « Σε λίγο ξεκινάμε. Άσε όμως αυτά τα ερμάδικα, τον οπλισμό σου»…
Πώς να τα αποχωριστώ όμως; Πώς να τα παρατήσω τώρα; Σβάρνιζα το κορμί μου και σβάρνιζα και το όπλο με τις σφαίρες… Στις ανηφόρες και κατηφόρες τα τραβούσα και δυνάμεις δεν είχα. Και τώρα, έπρεπε να ξεφορτωθώ τα βάρη…
Κράτησα μόνο το πιστόλι και λίγες σφαίρες για την κακιά στιγμή. Έχωσα τις σφαίρες και το πιστόλι στη τσέπη του σακακιού και ξεκινήσαμε. Πήραμε την κατηφόρα αν και ήταν δύσκολη και επικίνδυνη. Μόνο βράχια βλέπουμε μπροστά μας. Στην αρχή περπατάμε και πάμε πλαγίως την κατηφόρα για να μην βρεθούμε κουτουλώντας κάτω… Έπρεπε όμως να βιαστούμε, να μην μας πιάσει η νύχτα που θα μας καθυστερούσε πολύ. Οι άλλοι αντάρτες μάς περίμεναν για τον μακρύ μας και άγνωστο δρόμο. Στο πέρασμά μας απ’ το μονοπάτι, στα αριστερά μας ακούγεται ένας παράξενος θόρυβος. Σταματάμε για λίγο και κατεβαίνει ο Σταύρος λίγο πιο κάτω και ψάχνει να δει γύρω, γύρω τι ακούγεται και ποιος είναι.
Εκεί αντίκρισε μια κοπέλα αντάρτισσα με δύο ζώα φορτωμένα με πάντζερ, πήγαινε να τα προωθήσει στα τμήματά μας που ακόμα μάχονταν. Δεν τους πρόλαβε, είχανε φύγει και επέστρεφε μόνη της με το φορτίο και τα ζώα μες στο βαθύ σκοτάδι. Επιστρέφει ο Σταύρος και συνεχίζουμε στην κατηφόρα. Στα μισά της κατάβασης σταματήσαμε για λίγο. Τότε είδα και το πόδι μου εκεί στο κάταγμα να αιμορραγεί. Με καθυστέρηση φτάσαμε κοντά σ’ ένα χωριό. Μάς πρόλαβε το σκοτάδι και ο Σταύρος μου λέει:
-Θα μείνεις εδώ κι εγώ θα πάω να ψάξω τους άλλους. Να δω αν είναι ακόμα εκεί που τους άφησα…
-Όπως νομίζεις καλύτερα, αλλά πρόσεχε, γιατί το σκοτάδι έχει πολλούς κινδύνους. Όταν όμως έφτασε στη γέφυρα, οι μισοί είχανε φύγει… Περίμενα μισή ώρα, ίσως και παραπάνω αλλά για μένα ήταν ατέλειωτος ο χρόνος. Κάτι αντίκρισα μες στο σκοτάδι και για καλό σημάδι έλεγα. Έβλεπα να έρχεται ο Σταύρος και πήρα χαρά και ελπίδα. Μου έφερε και τα νέα. Στα πεταχτά και λαχανιασμένος μου έλεγε πως οι συναγωνιστές μας πάνε προς Σφήκα. Μόλις ξεκίνησαν. Βρήκαν και ζώα που ήθελαν για την μεταφορά των τραυματιών και με τη συνοδεία μαχητών προχωρούν. Κρατούσαν και αποστάσεις μεταξύ τους για λόγους ασφαλείας. Στα 100 με 150 μέτρα ακολουθούσε ο ένας πίσω από τον άλλο.
-Ελπίζω να τους προλάβουμε Πέτρο. Τώρα είμαστε στο 50% σίγουροι πως θα τα καταφέρουμε… θα σωθούμε… Μη φοβάσαι μου λέει.
-Δε φοβάμαι Σταύρο. Κανένας φόβος δεν υπάρχει. Κουράγιο κάνουμε για να βρούμε και τα άλλα παιδιά.
Πήραμε δυνάμεις με την ελπίδα της συνάντησης.
Σταμάτησαν οι δικοί μας σ’ ένα σημείο της διαδρομής και μας περίμεναν. Τους βρήκαμε επιτέλους. Τώρα είμαστε όλοι μαζί. Όλοι οι τραυματίες πάνω στα άλογα είμαστε. Έχουμε δίπλα και τους συνοδούς μας. Το δικό μου χαλινό κρατούσε ο φίλος μου ο Πρόδρομος από τη Λάγκα Καστοριάς.
Η νύχτα όμως ήταν ατελείωτη. Φτάσαμε μέχρι τον Κώττα όπου βρίσκονταν εκεί κοντά και το προσωρινό αναρρωτήριό μας. Τώρα όμως δεν βρήκαμε τίποτα. Μόνο μισή κούτα με τσιγάρα κι εκείνη πεταμένη ήταν.
Ο δρόμος προς τη Σφήκα είχε και πολλά εμπόδια. Ήταν δύσκολος και βραχώδης. Εκεί, στην ανάβασή μας δεχτήκαμε ομοβροντία πυροβολικού, με αποτέλεσμα να περάσει το πρώτο ζώο και να χτυπηθεί το δεύτερο στα πισινά του και κατρακύλησε στο γκρεμό που ήταν δίπλα μας.
Ευτυχώς όμως που δεν παρέσυρε στον γκρεμό και τον τραυματία που κουβαλούσε στην ράχη του. Σώθηκε ο τραυματίας χάρη στον μαχητή που τον συνόδευε.
Τρόμαξε και το δικό μου άλογο και με μια νευρική κίνηση με πέταξε κάτω, σε κάτι χαμόκλαδα. Με συνόδευε ο Πρόδρομος και σκάλωσε κι αυτός στα κλαδιά. Με δυσκολία ξεσκάλωσε το χαλινό από τους κέδρους και σιγά, σιγά με ανέβασε πάλι στο άλογο. Τις πρωινές ώρες και χωρίς άλλες απώλειες φτάσαμε στον προορισμό μας. Σ’ ένα χωριό σταματήσαμε και μας βάλανε σε κάτι καταφύγια όπου μας περιποιήθηκαν οι δικοί μας σύντροφοι. Εκεί περιμέναμε και άλλους τραυματιοφορείς.
Όταν ένοιωσα λίγο καλύτερα άρχισα να ακούω των βόμβο των αεροπλάνων, των Γαλατάδων, που δεν έλεγε να σταματήσει. Επιτέλους ξεκουράστηκα και άρχισα να αισθάνομαι το κορμί μου. Συνέρχομαι σιγά, σιγά και γύρω, γύρω μου κοιτάω.
Δίπλα μου βλέπω μια μαυροφορεμένη γερόντισσα να κάθετε ανάμεσα σε μένα και τον τραυματισμένο Κοσμά που όλο πονούσε και όλο νερό ζητούσε. Σλαβομακεδόνας ήταν το παλικάρι και μάικο, μάικο (μάνα) φώναζε.
Κάποια στιγμή η γριούλα έβγαλε ένα αχλάδι και έναν μικρό σουγιά από την τσέπη της και αφού το καθάρισε το έκοψε στη μέση και με το ένα χέρι δρόσιζε τα χείλη του διπλανού μου και με το άλλο μισό αχλάδι δροσίζει τα δικά μου χείλη. Δεν έμαθα ποτέ ποια ήταν. Δεν την ξέχασα όμως ποτέ.
Αργότερα, προς το μεσημέρι ήρθε και ο γιατρός. Του ζήτησα να δει τα τραύματα και αν γίνεται να αλλάξουμε τους επιδέσμους. Δεν είχε τίποτα ο άνθρωπος, το βράδυ θα του φέρνανε φάρμακα και επιδέσμους. Τα ξημερώματα ήρθαν και οι τραυματιοφορείς. Η διαδρομή που θα ακολουθούσαμε ήταν: Από Σφήκα θα ξεκινούσαμε και θα περνούσαμε από Μαύρη Ράχη, Πάτωμα, Περβάλ … για να φτάσουμε χαμηλά, στην Μικρή Λίμνη, στο χωριό Κρανιώνα.
Μετά από μια δύσκολη διαδρομή φτάσαμε στο σημείο όπου θα περιμέναμε ένα καΐκι να μας περάσει στην απέναντι πλευρά, στο Βροντερό Φλώρινας. Δύσκολες στιγμές και να μην τις ζήσει κανείς. Τα αεροπλάνα πετούσαν πάνω από τα κεφάλια μας. Ο κάμπος χτυπήθηκε πολύ. Έριχναν τα αεροπλάνα το φορτίο τους και φεύγανε για να ξανάρθουν. Πέντε, πέντε έρχονταν τα αεροπλάνα και άλλα τόσα έφευγαν για να ξανάρθουν φορτωμένα. Σκορπούσαν τον θάνατο στον κάμπο και στα βουνά με τις βόμβες τους. Άλλα έφευγαν και άλλα έρχονταν και η βοή τους ήταν τρομακτική.
Κι εμείς, καλυμμένοι και χωμένοι μέσα στις καλαμιές περιμέναμε… το ΧΑΡΟ ή το τυχερό της ΖΩΗΣ…
Εκεί, στις καλαμιές τις λίμνης περιμέναμε όλη νύχτα το ψαροκάικο. Τις πρωινές ώρες ακούστηκε ο ήχος του δικού μας ψαροκάικου και όλοι χαρήκαμε. Στα γρήγορα μας βάλανε στο καΐκι γύρω στα 20-25 άτομα. Ξεκινήσαμε και πριν προλάβουμε να ακουμπήσουμε στην άκρη της λίμνης άρχισε η απόβασή μας σε δύο βάρκες. Όλα γίνονταν στα κρυφά και μες στις καλαμιές. Οι περιπέτειες δεν έχουν τέλος. Στην πρώτη βάρκα με βάλανε και πρώτο, πρώτο. Με το βάρος μου η βάρκα έγειρε και το μεγαλύτερο μέρος της βυθίζεται στο νερό. Έβαλα αμέσως το δεξί μου πόδι με τα τραύματα πάνω στη σανίδα για να προφυλάξω τις πληγές μου από τα νερά.
Όταν κατέβασαν και τον δεύτερο τραυματία στη βάρκα, οι κωπηλάτες βούτηξαν στο νερό… μάς εγκατέλειψαν με λίγα λόγια. Ούτε που πρόλαβαν να μας κουνήσουν ένα μέτρο. Κείνες οι ώρες δεν περιγράφονται. Όλη τη μέρα τα αεροπλάνα πετούσαν πάνω από τα κεφάλια μας κι εμείς χωμένοι πάλι στις καλαμιές τα παρακολουθούσαμε μέχρι αργά το βράδυ. Αργά το απόγευμα έφυγαν τα αεροπλάνα και πιάσανε δουλειά οι δικοί μας. Μάς πήγαν με τις βάρκες στην άκρη της λίμνης και με τα φορεία φτάσαμε έξω από το χωριό Βροντερό. Σ’ ένα αλώνι με σανό ακουμπήσαμε και βγάλαμε όλη την νύχτα περιμένοντας το άγνωστο… Από εκεί σ’ έναν βράχο θα μας ανέβαζαν πάλι.
Οι τραυματιοφορείς με μεγάλες προσπάθειες ετοίμασαν το μέρος υποδοχής μας. Εκεί ετοίμασαν και το χώρο με τα απαραίτητα ιατρικά υλικά για τις πρώτες βοήθειες. Ακόμη και εδώ, η αεροπορία περνούσε από πάνω μας. Εδώ μάς δόθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Μάς άλλαξαν τους ματωμένους επιδέσμους και ήπιαμε το πρώτο τσάι με ψωμί και βούτυρο…
Εδώ, όλο το προσωπικό, γιατροί και νοσοκόμες έδωσαν όλες τις δυνάμεις τους στους τραυματίες.
Εδώ ταιριάζει να πω «πως έπεσαν πάνω μας για να μας σώσουν».
Μείναμε εκεί 5-6 μέρες και όλοι ήταν δίπλα μας κι ας περνούσαν κάθε τόσο τα αεροπλάνα από πάνω μας.
Στις 22 με 24 Αυγούστου του 1949 αν θυμάμαι καλά, μας ανέβασαν απάνω στην πυραμίδα των συνόρων με την Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας όπου μας περίμενε ένα μεγάλο φορτηγό με ένα συρόμενο πίσω που έμοιαζε με πλατφόρμα. Δύσκολη αποστολή και αυτή… Μέσα από τα στενά μονοπάτια της φύσης, χωρίς τον δημόσιο δρόμο, χωρίς να μας αντιληφθεί ο στρατός και τα αεροπλάνα τους, έπρεπε να φτάσουμε στον προορισμό μας.
Η προετοιμασία μας άρχισε όταν σταμάτησαν τα αεροπλάνα να πετάνε. Στρώσανε κάτω στην πλατφόρμα τις λίγες κουβέρτες και σακάκια που είχαμε και άρχισαν να μας ανεβάζουν. Μάς βάζανε με προσοχή τον ένα κοντά στον άλλο. Ματωμένοι είμαστε όλοι. Κάθε λακκούβα στο δρόμο, μάς έσκιζε την ψυχή και την καρδιά μας. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος. Ανοιχτές πληγές και αίματα ξεραμένα πάνω στα κορμιά μας.
Μάς βόλεψαν όμως όλους στην πλατφόρμα.
Όταν ήταν όλα έτοιμα για να ξεκινήσουμε, ο υπεύθυνος μάς ανακοίνωσε πως ξεκινάμε σε λίγο για Κορυτσά, για το Νοσοκομείο… Στο τέλος όμως, μας είπε να ρίξουμε μια ματιά πίσω, στα ελληνικά βουνά και να τα χαιρετήσουμε. Κείνη τη στιγμή ακούγεται η φωνή μιας μαχήτριας: «Λίγο χώμα ελληνικό φέρτε μας». Και τότε κατέβηκε και έτρεξε μια συνοδός μας, μάζεψε στα γρήγορα λίγο χώμα στην ποδιά της και το μοίρασε λίγο, λίγο σε όλους. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Έτσι, ξεκινήσαμε για το άγνωστο του προορισμού και της επιστροφής…
Είμαστε στις 25-26 Αυγούστου του 1949. Είμαι στο φορείο και περιμένω τη σειρά μου για το Νοσοκομείο της Κορυτσάς… Εδώ έζησα άλλη μια έκπληξη που δεν ξέχασα ποτέ. Κάποιος άγνωστος για μένα πέρασε από κοντά μου και άφησε πάνω στο φορείο μου ένα φύλλο της Εφημερίδας της Προσωρινής Κυβέρνησης του Βουνού. Το φύλαξα και το κρατώ σφικτά όσο ζω. Έγραφε για την απονομή Μεταλλίου Ανδρείας στο πρόσωπό μου. Αυτό διάβασα και στο περιοδικό της Εθνικής Αντίστασης, τεύχος 131 (Μελέτη Μεταλλίων του ΔΣΕ, του Γιώργου Ζελιλίδη). Εκεί τελείωσε πια η Ιστορία μας. Ο Αγώνας για μας ήταν ΟΥΣΙΑ… γι’ αυτό, όταν τραυματίστηκα σοβαρά και έμεινα πίσω, είπα στους συναγωνιστές (στα παιδιά):
«Ή θα ζήσουμε, ή θα πεθάνουμε… δεν μας νοιάζει. Θέλουμε ΛΕΥΤΕΡΙΑ και να δικαιωθεί ο Αγώνας μας. Αυτοί είμαστε εμείς και αυτό θέλουμε. Τίποτα άλλο». Με την μεταφορά μου στην Κορυτσά ακολούθησαν τα νοσοκομεία της ξενιτιάς. Σε νοσοκομείο της Ουγγαρίας έφτασα μαζί με εκατοντάδες τραυματίες αγωνιστές, μαχητές του ΔΣΕ. Με τη στήριξη των Ούγγρων ιατρών και όλου του προσωπικού αρχίσαμε και αναρρώναμε. Αρχίζαμε και κάναμε όνειρα. Θέλαμε να δουλέψουμε και σιγά, σιγά να σταθούμε στα πόδια μας. Η επικοινωνία με τους δικούς μας ανθρώπους άργησε πολύ. Μετά την Ουγγαρία ακολούθησε η Τσεχοσλοβακία όπου έζησα τα περισσότερα χρόνια της πολιτικής μου προσφυγιάς. Επέστρεψα στην Πατρίδα μετά από δεκαετίες. Δεν ήταν επιλογή μου. Το αστικό κράτος της Ελλάδας αποφάσισε και έβαλε τα γνωστά εμπόδια για τον ερχομό μας. Γύρισα με σημάδια πολέμου στο κορμί μου, αλλά περήφανος για τον Αγώνα μας. Φύλαξα στην ψυχή μου και στην καρδιά μου αξέχαστες στιγμές και αναμνήσεις:
1) Το φυλαχτό της μάνας μου στο φευγιό…
2) Το βιβλιάριο Αξιωματικού του ΔΣΕ (απονομή από τον Ν. Ζαχαριάδη).
3) Το βιβλιάριο του μέλους του ΚΚΕ (που έλαβα εκεί στις κορυφές)…
4) Το Μετάλλιο Ανδρείας του ΔΣΕ.
Έγραψα λίγες αράδες και λίγα στιγμιότυπα του δύσκολου Αγώνα μας. Ήταν όμως δίκαιος και μένω σ’ αυτό. Στην μνήμη των νεκρών συναγωνιστών έγραψα και κράτησα την υπόσχεση στο Κόμμα και στον Αγώνα μας».
Το πρώτο μέρος της συζήτησης με τον Πέτρο Ζαρκογιάννη εδώ:
«Ήρθα να μιλήσω για το χτες. Είμαι 92 χρονών. Δε θέλω να τα πάρω μαζί μου…»