Γιώργος Κοτζιούλας: Σημειώσεις ενός αρρώστου

Σαν σήμερα, στις 29 του Αυγούστου 1956, έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος ποιητής και συγγραφέας Γιώργος Κοτζιούλας.

Γιώργος Κοτζιούλας: Σημειώσεις ενός αρρώστου

Ο Γιώργος Κοτζιούλας υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και περισσότερο μορφωμένους λογοτέχνες της λεγόμενης «γενιάς του ’30». Περισσότερο γνωστός ως ποιητής και θεατρογράφος της Εθνικής Αντίστασης, εμφανίστηκε σε μικρή ηλικία στα γράμματα και παρόλο που έφυγε από τη ζωή μόλις στα 47 του χρόνια, από ασθένεια, άφησε πίσω του ένα τεράστιο λογοτεχνικό, μεταφραστικό, κριτικό, γλωσσοφιλολογικό, ιστορικό και λαογραφικό έργο, που στο μεγαλύτερο ποσοστό του παραμένει ανέκδοτο.

«Ο τελικός και μοναδικός κριτής των έργων μας είναι ο λαός, που γι’ αυτόν γράφουμε και σε αυτόν τα παραδίνουμε», συνήθιζε να λέει ο ίδιος.

Το 2014 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Νηρέας – Εκδόσεις Τέχνης» ο τόμος «Γιώργος Κοτζιούλας – ΠΙΚΡΗ ΖΩΗ και άλλα πεζογραφήματα», που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το διήγημα που παρουσιάζουμε σήμερα: Σημειώσεις ενός αρρώστου.

Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέα Εστία» στο τεύχος 99, την 1-2-1931 και στο βιβλίο «ηγείται» θεματικής ενότητας που αποτελείται από εννιά διηγήματα του Κοτζιούλα τα οποία αναφέρονται στην «πικρή» ζωή των φυματικών.

Ο Κοτζιούλας έπασχε ο ίδιος από φυματίωση και νοσηλεύτηκε σε νοσοκομεία και σανατόρια, ενώ έζησε όπως πολλοί φυματικοί σε παράγκες στην Πεντέλη και στην Πάρνηθα, μέχρι να αναρρώσει. «Στα κείμενα αυτά αποκαλύπτεται ένας παράκοσμος, ένας χώρος κοινωνικών αποβλήτων, που θυμίζει Σπιναλόγκα, στη στεριά αυτή τη φορά» σημειώνει στο σχολιασμό της η επιμελήτρια της έκδοσης Σωτηρία Μελετίου.

Η εργοβιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα που ακολουθεί το διήγημα, είναι από την ίδια έκδοση.
Στη φωτογραφία, ο Γιώργος Κοτζιούλας με τον φίλο του Αντώνη Κανά, χαράκτη και ζωγράφο, στον Υμηττό (1932).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΑΡΡΩΣΤΟΥ

[Σκέψεις και στοχασμοί είναι πολλές φορές η μοναδική συντροφιά σε στιγμές αδυναμίας και απελπισίας. Μια εκ βαθέων εκμυστήρευση με τη φωνή της πάσχουσας ψυχής, του λαβωμένου σώματος. Μια φιλοσοφική ενδοσκόπηση με ποιητικό λόγο, όπου μικρές σύντομες εικόνες αναγορεύονται σε καθολικές παραδοχές και παραπέμπουν σε σύμβολα παγιωμένα. Κλειδί ευρηματικό για τη γνωμική ισχύ των αφηγήσεων είναι οι παρομοιώσεις, οι αναγωγές και οι παραλληλισμοί.]

Στη μέση του τοίχου είναι βαλμένο ένα καρφί. Ξαπλωμένος όπως είμαι σηκώνω το χέρι και τοποθετώ την παλάμη μου απάνω του. Κανονίζω έτσι που να γίνει το κέντρο της. Αλλά το να θέλω να μεταθέσω τον πόνο είναι μια ματαιόπονη πλεονεξία. Η Ιερά Ιστορία μ’ αφήνει, φανερά, ασυγκίνητον· έχω όμως στο κεφάλι μου το βαρύ, που το νοιώθω σαν τραυματισμένο, μια θλίψη πραγματική κι άγραφη, που δίνει την έκφραση ενός νεομάρτυρος.

*

Η μικρή, πάρα πολύ μικρή λάμπα που μου φέγγει, μοιάζει με μια γυναίκα κοντούλα, όλη υποταγή. Το φως της είναι θαμπό, σαν τα μάτια που συνήθισαν να μην ελπίζουν. Άμα το βαρεθείς μπορείς να το σβύσεις μ’ ένα φύσημα, χωρίς δεύτερο κόπο. Θυμάμαι κάτι μητέρες βασανισμένες που περνούν όλη τη ζωή τους σα μια τιμωρία. Σήμερα τις τυραννούν οι άντρες των, αύριο θα τις τυραννούν τα παιδιά τους. Κι αυτές υπομένουν, έτοιμες και πρόθυμες, σα να μη μπορούν να κάμουν τίποτ’ άλλο.

*

Το κρεββάτι, μερικές φορές, γίνεται όμοιο με λάκκο. Ανοίγεται αυτόματα κάτω σου και βουλιάζεις μέσα του σα σε σκαμμένο χώμα. Κι όταν θελήσεις έπειτα να βγεις, σκοτίζεσαι και τρικλίζεις και πάλι πέφτεις. Είναι μια σκοτεινή αγκαλιά που σε καλεί, όλο σε καλεί και σου λέει πως δεν υπάρχει αλλού θέση για σένα. Ώ στενόμακρε τάφε της ημέρας, όταν φτάσει το τελευταίο μας πρωί, κάμε να σε δεχτούμε σα μια κούνια αναπαυτική και λικνιστική, σαν την πρώτη μας εκείνη κούνια!

*

Τα σχήματα της γεωμετρίας που μαθαίνουν οι μικροί στο σκολειό, είναι στερεά κι αμετακίνητα, καμωμένα με σχολαστική βεβαιότητα. Αυτός είναι ίσως ο λόγος που πολλοί αποστρέφονται τούτο το μάθημα, και προ πάντων οι θλιμμένοι και αμίλητοι. Για να το βρουν υποφερτό, πρέπει να μεγαλώσουν ακόμα, ν’ αρρωστήσουν κατ’ επανάληψη και να γείρουν στην κλίνη πονεμένα. Τότε μπορούν να χειρονομούν αργά και σοβαρά, με τα δάχτυλα ανοιγμένα ή κλειστά, με τον καρπό κρεμασμένο σαν από δέντρο, με τον αγκώνα σε κλίση γωνίας, για να εξετάσουν όλα τα φανταστικά σχήματα που θα σκεπάσουν τη γεωμετρία του τοίχου.

Ένα γιατρικό που περιμένει, φέρνει κάποτε την πιο άσχετη ανάμνηση. Πάνε κάμποσο χρόνια από τότε που, με παιδικά φουστάνια, με πήρε η μάνα μου για να πάει να βγάλει ένα δόντι της. Σ’ όλο το δρόμο βαστούσε το στόμα της και βογγούσε συγκρατημένα. Όταν, ύστερ’ απ’ τη δοντάγρα με τα γυαλιστερά σκέλη και το αίμα που της έφευγε πολύ, είδα τη μάνα μου λιπόθυμη, μέσα στην τρεμούλα μου, πίστεψα πως την είχανε σκοτώσει. Και μένω πάντα μ’ αυτή την εντύπωση του φόνου.

*

Ο άνθρωπος στερείται συνοχής κι αλλάζει με τις ώρες. Μα ο νους και το σώμα δεν είναι τόσο ξεχωριστά, όσο τα παριστάνει το λατινικό ρητό. Αν το ξέραν αυτό τα παιδιά, οι άντρες θάταν καλύτεροι. Κι όσοι αγαπούνε το πνεύμα, δε θα παραμελούσαν το κορμί! Είναι μια αλήθεια που μόνο με ανάλυση, με το συγχρονισμό, με το παράδειγμα θα γινόταν αντιληπτή. Μέσα στα κείμενα παραμένει ιερογλυφικό μυστήριο που γυρεύει τον ερμηνευτή. Αλλά ποιος λέει πως οι γιατροί δεν είναι χρησιμώτεροι από τους δασκάλους; Πάρε μια απλή υπόθεση και παρακολούθησέ την: Συμβαίνει να σου πρήζεται το μάγουλο και ν’ αργεί να ξεπρηστεί. Κυττάζεσαι κάθε τόσο στον καθρέφτη κι αδημονείς. Οι φουκαράδες που γυρνούν με τους όγκους του λαιμού, του σαγονιού και του προσώπου, αρχίζουν να σου φαίνονται λιγώτερο αποκρουστικοί: είναι μια σκέψη προνοίας για κάτι που μπορείς να πάθεις. Αν λοιπόν τύχαινε να μη λείψει ποτέ αυτή η φουσκωμένη ασχήμια που σου παραμορφώνει την όψη, τί θάχες να πεις για την αόριστη έκφραση των διαβατών, για την αποστροφή των φίλων, για την απομάκρυνση της αγαπημένης, έτσι ξαφνική και τόσο φυσική;

*

Ο ήλιος είναι το φωτεινό βλέμμα του Θεού· αλλά για έναν άρρωστο είναι το φοβερό μαστίγιο της ειρωνείας. Έρχεται κοντά σου με υποκριτική καλωσύνη για να σε περιπαίξει, απέξω με τις φωνές των παιδιών, με τους θορύβους του δρόμου, με τον παιάνα της υγείας. Σου χρυσώνει τον ασβεστωμένο τοίχο επίτηδες, για να αποσύρει όλες τις σκιές στην ευπαθή ψυχή σου. Κι όταν φεύγει, έχει στον αποχαιρετισμό του το κρυφό δηλητήριο των ανεκδήλωτων εχθρών.

*

Όταν είσαι ξενητεμένος, δε θυμάσαι τρυφερώτερα τους δικούς σου παρά σαν αρρωστήσεις. Τότε κλείνεις τα μάτια για πολύ, καρτερώντας να αισθανθείς στα μαλιά το μητρικό χάδι, να νοιώσεις αποπάνω σου την αγρύπνια της γιαγιάς, ν’ ακούσεις την ανήσυχη στοργή των μικρών αδερφών, και τέλος, να υποψιαστείς, εκεί κοντά, την αγνώριστη αγωνία της πατρικής αξιοπρέπειας.

*

Η συχνή αρρώστια είναι μεταφορά στην πραγματικότητα με τη χυδαιότερη βία. Είναι ακόμα διακοπή, και σύγχυση, κ’ εκτροπή. Σου φέρνει τον κίνδυνο μπροστά για να δοκιμάσει την ολιγοπιστία σου, και σε καθησυχάζει με μια γενναιοδωρία που ταπεινώνει. Σε τρομάζει, κι αμέσως σε γελοιοποιεί. Σου βάζει στο φοβισμένο στόμα ονόματα ιερά, για να σ’ εξευτελίσει αργότερα που θα γίνεις καλά και θα βλαστημάς…

***

Γιώργος Κοτζιούλας: Σημειώσεις ενός αρρώστου

Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1956)

Ο Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε στις 23 του Απρίλη 1909 στην Πλατανούσα των Τζουμέρκων. Ήταν ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας του Κώστα και της Ευαγγελίας, που είχε άλλο ένα γιο και δυο κόρες. Ο πατέρας του τον ώθησε στα γράμματα. Έτσι, μετά το δημοτικό, τον έστειλε στο σχολαρχείο, στο κοντινό Καλέντζι Ιωαννίνων (1920-22) κι ύστερα στο γυμνάσιο, στην Άρτα, μέχρι το 1926, οπότε έρχεται για εργασία και σπουδές στην Αθήνα.

Το 1927 γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή, παίρνοντας αργότερα το πτυχίο. Εργάζεται σε περιοδικά κι εφημερίδες ως μεταφραστής, διορθωτής και γράφει ποιήματα, πεζά, επιφυλλίδες, κριτικές κ.α.

Το 1931 τυπώνει στην Αθήνα την πρώτη του μελέτη: «Ο Στρατής Μυριβήλης κι η πολεμική λογοτεχνία» και το 1932 την πρώτη ποιητική του συλλογή: «Εφήμερα».

Μένει σε υγρές και κρύες παράγκες με κακή διατροφή και η υγεία του κλονίζεται. Το 1932-33 γυρνάει στο χωριό του για να συνέλθει και συγκεντρώνει πλούσιο λαογραφικό υλικό.

Επιστρέφει στην Αθήνα, όπου συνεχίζει τις συνεργασίες του με περιοδικά. Δημοσιεύει διηγήματα, κριτικές, ποιήματα, μεταφράζει ξένα δοκίμια, άρθρα, μελέτες, καθώς και Επιγράμματα από την Παλατινή Ανθολογία, το 1° βιβλίο του Θουκυδίδη από το 5° και όλο το 8° του Ηροδότου, του «Αλκιβιάδη», του Πλουτάρχου, τη «Βιογραφία του Μπέρναρ Σω», του Χάρρις, τους «Κιβδηλοποιούς» του Ζιντ και τη συνέχεια της μετάφρασης του έργου «Στα Καπνοτόπια» του Κόλντγουελ.

Υπηρετεί το στρατιωτικό του. Η κακή διαβίωση και η σκληρή εργασία θα τον οδηγήσουν στη φυματίωση. Θα βρεθεί σε σανατόρια και εξοχές της Αττικής για να αναρρώσει.

Το 1938-39 εκδίδει τρεις ποιητικές συλλογές και μία με πεζά: «Σιγανή Φωτιά», «Δεύτερη Ζωή», «Γρίφος» και «Το κακό συναπάντημα και άλλα διηγήματα» αντίστοιχα. Παράλληλα εκδίδεται στις εκδόσεις Ζαχαρόπουλου η μετάφρασή του με σχόλια στην «Αθηναίων Πολιτεία» του Αριστοτέλη, ενώ παραδίδει για έκδοση το «Αισώπου Μύθοι».

Η  Κατοχή τον βρίσκει στην Αθήνα. Το φθινόπωρο του ’41 επιστρέφει στο χωριό του. Μεταφράζει Αρχαίους και Λατίνους κλασικούς. Κρατά ημερολόγια (1941-1948). Το 1943 εντάσσεται στο ΕΑΜ- ΕΛΑΣ. Αναλαμβάνει την καλλιτεχνική διεύθυνση της 8ης Μεραρχίας, ιδρύει τη «Λαϊκή Σκηνή» και γράφει θεατρικά έργα για την ψυχαγωγία των ανταρτών και των χωρικών. Ακολουθεί τον Άρη Βελουχιώτη. Γράφει ποιήματα και χρονικά. Το 1945 στη Λάρισα τυπώνει το πεζό «Θεσσαλικό παζάρι», ενώ το 1946 στην Αθήνα εκδίδει τις ποιητικές συλλογές «Τρία ποιήματα προπολεμικά», «Ο Άρης» και «Οι πρώτοι του Αγώνα».

Το 1948 συλλαμβάνεται. Νέες δυσκολίες και βιοτικά προβλήματα. Το 1950 παντρεύεται την Ευμορφία Κηπουρού και εκδίδει το δοκίμιο «Πού τραβάει η ποίηση;» Το 1951 γεννιέται ο γιος τους, ενώ το 1952 και 1954 εκδίδονται οι ποιητικές του συλλογές «Φυγή στη Φύση» και «Ηπειρωτικά» και δημοσιεύει τις μεταφράσεις του 1ου βιβλίου του φινλανδικού έπους «Καλεβάλα», στην«Ηπειρωτική Εστία» και τη «Λογοτεχνική Γωνιά», 1955 και των έργων: «Οι Άθλιοι», «Η Παναγία των Παρισίων», «Μαρία Στιούαρτ», «Μεγάλες Προσδοκίες», «Μπεν Χουρ», «Οι τρεις σωματοφύλακες», «Μυθιστορηματική βιογραφία του Σαρλό», «Οι γυναίκες στον έρωτα», «Τα Πανεπιστήμιά μου», «Η σπιτονοικοκυρά», «Ζαν Κερμόρ», «Το παιδί του ελέφαντα».

Όμως η υγεία του έχει κλονιστεί. Πεθαίνει από κρίση διαβήτη στις 29 Αυγούστου 1956.

Μετά το θάνατό του θα εκδοθούν: «Άπαντα», τόμος 1ος 1956, ποίηση, τόμος 2ος 1957, πεζά, τόμος 3ος 1959, ποίηση από τις εκδόσεις «Δίφρος», β’ έκδοση το 2013, «Όταν ήμουν με τον Άρη», 1965 και «Θέατρο στα βουνά», 1976, από τις εκδόσεις «Θεμέλιο». «Ανέκδοτα Γράμματα», 1980, (με τον Ε.Χ. Γονατά) από τις εκδόσεις «Κείμενα», «Μνήμη Γιώργου Κοτζιούλα και ανέκδοτα κείμενά του», 1981, από τη «Θεσσαλική Εστία», (παρουσίαση και επιμέλεια Μιχάλη Σταφυλά), «Μαρτυρίες του Γιώργου Κοτζιούλα από την περίοδο του εμφυλίου», από τις εκδόσεις «Δωδώνη», 1993 (παρουσίαση και επιμέλεια Νίκου Κοσμά), «Αγαπητέ Κοτζιούλα», 1994, (επιλογή αλληλογραφίας με λογοτέχνες, επιμέλεια Νάσης Μπάλτα) από τις εκδόσεις «Οδυσσέας», «Αγαπητέ Στρατή…» (αλληλογραφία του Κοτζιούλα κ.α. με τον Μυριβήλη, επιμέλεια Νίκης Λυκούργου) 2013, από τις εκδόσεις «Εστία» και άλλα.

Μετά το 2013 ακολουθούν και άλλες εκδόσεις και επανεκδόσεις έργων του.

Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί στα Αγγλικά, στα Γαλλικά, στα Ρωσικά, στα Γερμανικά, στα Πολωνικά, στα Ουγγρικά.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: