Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο Χριστός μαχητής» του Νίκου Παπαπερικλή (Γλαύκου)
Νύχτα χωρίς ποίηση εφέτος στη φάτνη των αλόγων. Έρημο το σπήλαιο της Βηθλεέμ. Χάθηκαν στη μακρινή τους στράτα οι μάγοι. Δεν εφώτισε ο αστέρας. Δεν λάμψαν οι γαλαξίες στον ουρανό της Γαλιλαίας…
Η στήλη σήμερα θα κάνει μια εξαίρεση και θα φιλοξενήσει ένα χρονογράφημα, του εξαίρετου συγγραφέα-δημοσιογράφου, αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Νίκου Παπαπερικλή, που διακρίθηκε στο είδος αυτό.
Ο Νίκος Παπαπερικλής γεννήθηκε το 1908, στην Προποντίδα. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, δουλεύοντας σαν εργάτης έβγαλε το Γυμνάσιο και σπούδασε Νομικά. Το 1928 οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ και δημοσιογραφεί στο Ριζοσπάστη, και το 1930 εντάσσεται στο ΚΚΕ. Κατά τη δικτατορία του Μεταξά, το 1936, εξορίζεται στον Αη Στράτη, στην Ακροναυπλία και έπειτα στο στρατόπεδο Λάρισας. Ξανά διωγμοί και εξορίες, στον εμφύλιο, στη Γυάρο και τη Μακρόνησο.
Τη δεκαετία του 1950 δημοσιογραφεί στις εφημερίδες «Αυγή» και «Προοδευτική Αλλαγή» και ξαναεξορίζεται στον Αη Στράτη. Στα χρόνια της χούντας δούλεψε στο ραδιοφωνικό σταθμό «Φωνή της Αλήθειας». Μετά τη μεταπολίτευση, μέχρι το θάνατό του, στις 22 του Γενάρη 1988), υπέγραφε το χρονογράφημα του Ριζοσπάστη, ως «Νίκος Φιλικός». Στο ενεργητικό του είχε αρκετά πεζογραφικά βιβλία.
Εκτός από το ψευδώνυμο «Φιλικός», με το οποίο υπέγραφε το χρονογράφημα στο μεταπολιτευτικό Ριζοσπάστη, υπέγραφε κείμενά του και με διάφορα ψευδώνυμα: «Νίκος Γλαύκος» στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου, «Ειρηνικός» στην προδικτατορική «Αυγή» και «Ορέστης» στη «Φωνή της Αλήθειας» στη διάρκεια της χούντας.
Από τη συλλογή χρονογραφημάτων του Νίκου Παπαπερικλή, με τίτλο «Αντίλαλοι της ζωής» (εκδ. Γιάννη Μουρλά, χ.χ.) το σημερινό κείμενο της στήλης. Στην έκδοση βρίσκονται συγκεντρωμένα χρονογραφήματα του Νίκου Παπαπερικλή, που δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες «Αυγή», «Αλλαγή» και αλλού.
Ο Χριστός μαχητής
του Νίκου Παπαπερικλή (Γλαύκου)«Αρχή που βγήκε ο Χριστός
στη Γης να περπατήσει…»………………………………………………………………………………………..
Νύχτα χωρίς ποίηση εφέτος στη φάτνη των αλόγων. Έρημο το σπήλαιο της Βηθλεέμ. Χάθηκαν στη μακρινή τους στράτα οι μάγοι. Δεν εφώτισε ο αστέρας. Δεν λάμψαν οι γαλαξίες στον ουρανό της Γαλιλαίας. Και οι ποιμένες μαζέψανε τα ζωντανά τους με τη δύση του ήλιου… Και λαγοκοιμήθηκαν στις στάνες.
Στην πρώτη οδύνη της Παναγίας σφύριξε φιδίσιος,, φαρμακερός, ο αντίλαλος της αγριότητας από την κάνη του ντουφεκιού:
—Γκάου… γκάου…
Τα ζωντανά της φάτνης, που καρτερούσαν να χουχουλίσουν το βρέφος-Χριστό, τέντωσαν τ’ αφτιά τους. Το μουλάρι του Ιωσήφ τινάχτηκε να σπάσει την τριχιά του.
Ο Ιωσήφ βύθισε τη ματιά του στο σκοτάδι. Η Γης ανάσαινε βαριά. Κάτι της πλάκωνε το στήθος… Μια μυρουδιά θειαφιού και μπαρουτιού απλώνονταν παντού. Κι ένιωθε μέσα στην πήχτρα τού σκοταδιού να παραμονεύουνε, σέ φονικά καρτέρια, αμέτρητά στόματα φιδιών. Έτοιμα να ξεράσουνε φωτιά και θάνατο.
—Γκάου… γκάου…
Ούτε αστέρι κόταγε να προβάλει στο στερέωμα, το πρασινωπό διαμαντένιο στραφτάλισμά του. Ούτε πουλί να φτερακίσει. Ούτε φτερούγα αγγέλου να θροΐσει.
Θάνατος και νύχτα σμίξανε στο μακάβριο ερωτικό τους αγκάλιασμα.
Ο Ιωσήφ κούνησε ανήσυχος μέσα στο σκοτάδι το κεφάλι του.
—Κρίμα στο ανθρώπινο γένος.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ο τελευταίος βόγγος της Παναγίας και μαζί το κλαψούρισμα του βρέφους που γεννήθηκε. Κάτι, σα φως ιλαρόν γλυκοχάραξε στη φάτνη των αλόγων. Και κάτι σα βιαστικός καλπασμός έξω από το σπήλαιο. Δυο αντιμαχόμενες περίπολοι στρατιωτών πλημμύρισαν τη φάτνη. Δεν υπήρχαν ποιμένες. Οι άγγελοι, που τόλμησαν να φτερακίσουν πάνω από τη Βηθλεέμ, φύγανε πληγωμένοι αφήνοντας πίσω τους μερικά φτερά στον αέρα…
Γέμισε το σπήλαιο στρατιώτες. Τα μάτια τους στάζανε οργή. Στραφτοκοπούσαν τα μαχαίρια τους. Ο Χριστός- το βρέφος τους κοιτούσε… Ύστερα τους χαμογέλασε. Ύστερα δακρύσανε τα μάτια του και τα χείλη του ψελλίσανε την πρώτη φράση της ζωής του:
—Ειρήνη Υμίν!…
Στα λίγα εκείνα λεπτά της ζωής του, ανδρώθηκε ο Χριστός – το βρέφος. Γέμισε η ψυχή του τον ανθρώπινο πόνο. Σηκώθηκε ορθός. Έβαλε τη μάνα του πάνω στο μουλάρι που το τραβούσε ο Ιωσήφ. Και βγήκε να περπατήσει τη Γης τη ματωμένη. Δεν ήταν πια Θεός. Έγινε ο Χριστός – άνθρωπος. Ο Χριστός στρατιώτης της ειρήνης. Κι όργωνε το διάστημα, μέσα στη σκοτεινή νύχτα.
—Αλτ! γκάου… γκάου…
Κάθε τόσο ούρλιαζε στ’ αφτιά του ο πόλεμος. Είδε τους ανθρώπους να ετοιμάζουν τους τάφους τους.
Τα βρέφη να γεννιούνται με τη σφραγίδα του θανάτου στο κούτελο. Τις μάνες να μοιρολογούν ζωντανά τα τέκνα τους. Τις φάμπρικες να μουγκρίζουν νανουρίζοντας τα σύνεργα της καταστροφής. Τα στρατόπεδα με τ’ αγκαθωτό σύρμα να ζώνουν μυρμηγκιές ανθρώπους. Τη Γης να τραντάζεται συθέμελα απ’ τον πυρετό του πολέμου. Και η οργή πλημμύρισε τα στήθη του.
Πέρα προς την Ανατολή ξεχώρισε η ματιά του ένα πλήθος, που τραγουδούσε γελαστό. Σίμωσε. Ξεπέζεψε η Παναγία. Πήρε την ανάσα του ο Ιωσήφ και ρώτησε τους ανθρώπους, τι χαρά έχουν και τραγουδούν.
—Εμείς, είπαν, υπογράφουμε σ’ αυτό το βιβλίο την Ειρήνη. Γιατί μισούμε το θάνατο. Γιατί είναι γλυκιά η ζωή…
Πήρε την πένα ο Χριστός. Χαμογέλασαν τα χείλη του. Και χάραξε μέσα στις αμέτρητες υπογραφές το όνομά του: Ιησούς. Όταν χάθηκε πια, άνθρωπος μέσα στους ανθρώπους, τότε είδαν πως πάνω στο χαρτί ήταν μια σταγόνα αίμα απ’ το καρφί του σταυρού, που τρύπησε κάποτε την παλάμη του…
Αυτά έγιναν εφέτος στο σπήλαιο της Βηθλεέμ.
25-12-52
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.