Μια μέρα στον κόσμο της Μαρί Κιουρί
Βρισκόμαστε στο θέατρο “Σταθμός”. Έξω έχει αρκετό κρύο κι υγρασία. Μετά από λίγο μεταφερόμαστε στο Παρίσι. Θα γίνουμε μάρτυρες ιδίοις όμμασι της “Απολογίας της Μαρί Κιουρί”
Ένα κορίτσι, μια γυναίκα, μια επιστήμων, μια μάνα. Πλευρές κι εκφάνσεις του χαρακτήρα της Μαρί Κιουρί παρουσιάζονται με περισσή μαεστρία, δίχως να αλληλοκαλύπτονται και να δημιουργούν σύγχυση στο κοινό.
Βρισκόμαστε στο θέατρο “Σταθμός”. Έξω έχει αρκετό κρύο κι υγρασία. Μετά από λίγο μεταφερόμαστε στο Παρίσι. Θα γίνουμε μάρτυρες ιδίοις όμμασι της “Απολογίας της Μαρί Κιουρί”.
Στο ρόλο της, η Πέγκυ Τρικαλιώτη υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Κίρκης Καραλή. Κατορθώνει να μας εισαγάγει και να μας μυήσει στο μυαλό και την ψυχή της Κιουρί. Τα οποία πάντοτε κυριεύει μια σκιά. Περπατώντας στα μονοπάτια της ζωής της έχουμε την αίσθηση πως την γνωρίζουμε προσωπικά, κάτι που καταφέρνει η αμεσότητα της αφήγησης και της κίνησης των ηθοποιών. Η Αγγελική Πασπαλιάρη και ο Κωνσταντίνος Παπανικολάου, καθείς με τον τρόπο του, αφηγούνται την ιστορία που έχουν αναλάβει να μας μεταφέρουν πότε με λέξεις και πότε με κινήσεις.
Βλέπουμε τη ζωή της Κιουρί να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας, αρχικά στην αίθουσα ενός δικαστηρίου κι έπειτα μέσω αναδρομών από ένα χωριουδάκι της Πολωνίας ως και το Παρίσι. Απολογείται επειδή τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του συζύγου της Πιέρ Κιουρί, η καρδιά της χτυπά και πάλι. Αυτή τη φορά για έναν μαθητή του Πιέρ, τον Πωλ. Τη βλέπουμε να μεγαλώνει, να αποζητά το μητρικό χάδι, να θωρακίζεται, να σκληραίνει, να γίνεται ανεξάρτητη και αυτόνομη. Να πονά, να κλαίει, να ερωτεύεται και να αγαπά βαθιά. Μα ποτέ να δικαιολογείται ή να καταδέχεται πως έσφαλε.
Την παρακολουθούμε σε όλη την πορεία της ζωής της να αλλάζει και να μετουσιώνεται σε μια γυναίκα με πυγμή και πάθος. Πάντα με κοινό παρονομαστή την αγάπη της για την επιστήμη της και την επιστημονική έρευνα. Την τιμούν με δύο Νόμπελ σε δύο διαφορετικές επιστήμες. Η δράση της παραμένει αδιάκοπη. Έτσι και οι ηθοποιοί.
Ο χώρος αλλάζει μορφές, απουσία φανταχτερών σκηνικών. Οι φωνές των ηθοποιών αλλάζουν χρώμα ανάλογα με την ιστορία που διηγούνται. Η τρυφερότητα γίνεται λυγμός και ο ψίθυρος γίνεται κραυγή. Η μουσική δημιουργεί ένα αίσθημα οικειότητας και ζεστασιάς, σα να ζούμε κι εμείς κάθε σκέψη των ηρώων.
Πρόκειται, εν κατακλείδι, για μια παράσταση που καταφέρνει να ταξιδέψει τον θεατή στο χρόνο, να τον κάνει να ταυτιστεί με τους ήρωες. Μια ωδή στη γυναίκα. Μια ωδή στον άνθρωπο που ακόμη κι αν ο δρόμος του δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, όταν “φύγει”, πάντα θα “ακούει” τα παιδιά του να τον μνημονεύουν με αγάπη και τρυφεράδα.