Η 18η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ – Διορθώσεις και αντιφάσεις
Η 18η Ολομέλεια παρέχει στοιχεία που εξηγούν κάτω από ποιες συνθήκες το Κόμμα που διακηρύσσει με ειλικρίνεια την πίστη του στο μαρξισμό – λενινισμό, που δεν φοβήθηκε την ένοπλη σύγκρουση με τον ταξικό αντίπαλο, είναι δυνατό να υιοθετήσει λαθεμένες θέσεις και επιλογές.
Τα πλήρη Πρακτικά της 18ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (24 Ιούνη – 2 Ιούλη 1973) έχουν τυπωθεί και κυκλοφορούν από τη «Σύγχρονη Εποχή» σ’ έναν τόμο περίπου 950 σελίδων, προσθέτοντας έτσι γνώση στη μελέτη της Ιστορίας του ΚΚΕ. Η έκδοση των Πρακτικών της 18ης Ολομέλειας προλογίζεται με κείμενο του ΠΓ, από το οποίο παρουσιάζουμε σήμερα εκτενή αποσπάσματα.
Όπως είναι γνωστό, με Απόφαση του 19ου Συνεδρίου του ΚΚΕ (2013) έμπαινε το καθήκον της έρευνας και συγγραφής της Ιστορίας του Κόμματος κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα (21 Απρίλη 1967) έως τη νομιμοποίηση του Κόμματος τον Σεπτέμβρη του 1974, καθήκον που επαναδιατυπώθηκε από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΕ (2017) και βρίσκεται σε εξέλιξη.
Η 18η Ολομέλεια της ΚΕ (24 Ιούνη – 2 Ιούλη 1973) αποτέλεσε κομματικό Σώμα ιδιαίτερης σημασίας για την εκτίμηση της κατάστασης στην Ελλάδα τη συγκεκριμένη περίοδο. Μέσα από τα υλικά της, πέρα από τον απολογισμό δράσης του αντιδικτατορικού αγώνα, γίνονται φανεροί ο προβληματισμός και ο προσανατολισμός για την αναγκαιότητα μεταφοράς της καθοδήγησης του Κόμματος στο εσωτερικό, αναδεικνύονται η πείρα και τα κριτικά συμπεράσματα από τη σκληρή προσπάθεια του Κόμματος να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της παράνομης δουλειάς στην Ελλάδα, τις αλλεπάλληλες συλλήψεις στελεχών και μελών του, αλλά, κυρίως, τη βασική αποστολή του στην τελική επεξεργασία των Θέσεων της ΚΕ, του Σχεδίου Προγράμματος και Καταστατικού για το 9ο Συνέδριο, που συγκλήθηκε σχεδόν 7 χρόνια μετά από τη 12η Ολομέλεια του 1968 και 12 χρόνια μετά από το 8ο Συνέδριο (1961).
Η 18η Ολομέλεια παρέχει επίσης στοιχεία που εξηγούν κάτω από ποιες συνθήκες το Κόμμα που διακηρύσσει με ειλικρίνεια την πίστη του στο μαρξισμό – λενινισμό, που δεν φοβήθηκε την ένοπλη σύγκρουση με τον ταξικό αντίπαλο, που διαπαιδαγώγησε χιλιάδες λαϊκούς ήρωες, αλύγιστους στον αγώνα για τη ζωή και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και γενικότερα του εργαζόμενου λαού, το Κόμμα του αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού – κομμουνισμού, είναι δυνατό να υιοθετήσει λαθεμένες θέσεις και επιλογές, έως και να γλιστρήσει σε οπορτουνιστική παρέκκλιση, ακόμα και σε ζητήματα αρχών.
Έχει ήδη σημειωθεί στο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, Β’ Τόμος, έκδοση 2011: «Μετά από τη 12η Ολομέλεια ήρθε στην πρώτη γραμμή η διακήρυξη της υπεράσπισης των αρχών του μαρξισμού – λενινισμού και του προλεταριακού διεθνισμού, παρ’ όλες τις αντιφάσεις που συνέχιζε να περιέχει η στρατηγική του ΚΚΕ (…) Ήταν, λοιπόν, ιστορικής σημασίας το γεγονός ότι η πλειοψηφία του καθοδηγητικού οργάνου συσπειρώθηκε με βάση την ανάγκη να ανασυγκροτηθούν και να δημιουργηθούν ισχυρές Κομματικές Οργανώσεις, πρώτα από όλα στους χώρους που βρισκόταν η εργατική τάξη. Η τέτοια στάση ωρίμασε στις συνθήκες της δικτατορίας, οπότε πέρασε στην παρανομία η ΕΔΑ. Έτσι, η πλειοψηφία της ΚΕ και του ΠΓ συνειδητοποίησαν ότι δεν είχαν πια άλλο δρόμο από την οικοδόμηση Οργανώσεων του ΚΚΕ».
Τα Πρακτικά των δύο Ολομελειών (12η του 1968 και 18η του 1973), μαζί με την έκδοση για τη Δικτατορία 1967-1974 (Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, «Δικτατορία 1967-1974, κείμενα και ντοκουμέντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2017), επιβεβαιώνουν την εκτίμηση που περιέχονταν στη Διακήρυξη της ΚΕ για τη συμπλήρωση 50 χρόνων (2017) από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας:
«Το ΚΚΕ, παρότι ήταν εκτός νόμου από το 1947 και χωρίς Κομματικές Οργανώσεις από το 1958, αποτέλεσε την ψυχή της αντιδικτατορικής πάλης. Δίπλα του έδρασε ηρωικά και είχε τη δική της μεγάλη συμβολή η ΚΝΕ, που ιδρύθηκε το 1968. Χιλιάδες στελέχη και μέλη του Κόμματος και της Νεολαίας του κατέθεσαν μεγάλες θυσίες στην υπόθεση της ανατροπής της Χούντας, γι’ αυτό αποτέλεσαν τον πιο μισητό στόχο της. Το ΚΚΕ ήταν το μοναδικό κόμμα που έβλεπε και στήριζε την ανατροπή της Χούντας μέσα από την οργανωμένη πάλη της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων. Δεν την ανέθεσε στο διεθνή καπιταλιστικό παράγοντα – ευρωπαϊκό, αμερικανικό και γενικά ΝΑΤΟικό – ή στις εγχώριες αστικές πολιτικές δυνάμεις.
(…) Επιβεβαιώνεται επίσης ότι το ΚΚΕ είχε ρίζες στην ελληνική κοινωνία. Τον Απρίλη του 1967 διέθετε ορισμένα αντανακλαστικά που είχαν ριζώσει μέσα στην αγωνιστική δράση του και τις αμέτρητες θυσίες που το είχαν καταξιώσει σε ένα σημαντικό μέρος του λαού και διεθνώς. Παρέμενε ως παρακαταθήκη η μακρόχρονη προσφορά του σε μισονόμιμες, μη νόμιμες συνθήκες, σε συνθήκες Κατοχής και κατά τη διάρκεια της ηρωικής ταξικής αναμέτρησης των 33 ημερών του Δεκέμβρη (1944), του τρίχρονου ταξικού ένοπλου αγώνα 1946-1949. Τα αντανακλαστικά του ήταν θεμελιωμένα στην αναγνώριση του μαρξισμού – λενινισμού, του προλεταριακού διεθνισμού, της αναγκαιότητας της πάλης για το σοσιαλισμό, στην επιμονή του στη συνεπή υπεράσπιση του σοσιαλιστικού συστήματος που πάλευε με το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα και τον “ευρωκομμουνισμό”» («Ριζοσπάστης», 5 Μάρτη 2017).
Την περίοδο προετοιμασίας και πραγματοποίησης της 18ης Ολομέλειας είχε εκδηλωθεί η καπιταλιστική οικονομική κρίση του 1973, σε παγκόσμιο επίπεδο, η οποία αρχικά εκδηλώθηκε ως νομισματική και στη συνέχεια ως πετρελαϊκή. Στην ουσία, το πρόβλημα αυτό δεν αποτέλεσε βασικό ζήτημα της Ολομέλειας. Επαναλήφθηκαν οι αναφορές που γίνονταν στο πλαίσιο της γενικής γραμμής του ΔΚΚ, με βάση τα ντοκουμέντα της Διάσκεψης των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων. Όσον αφορούσε την επίδρασή της στην Ελλάδα, γινόταν η εκτίμηση ότι η κρίση δεν είχε ακόμα εκδηλωθεί.
Το σημαντικότερο όμως ζήτημα είναι ότι στις επεξεργασίες του Κόμματος αναπαραγόταν η λαθεμένη εκτίμηση του ΚΚΣΕ και του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος για τον παγκόσμιο συσχετισμό μεταξύ των δυνάμεων του καπιταλισμού και εκείνων του σοσιαλισμού.
Η εκτίμηση υποτιμούσε τις δυνάμεις του καπιταλισμού παγκόσμια, ειδικότερα των ΗΠΑ, που θεωρούσε ότι είχαν μπει σε μια ανεπίστρεπτη τροχιά εμφανούς οικονομικής και πολιτικής κρίσης – την οποία χαρακτήριζε «γενική καπιταλιστική κρίση» – και υπό την επίδραση των ισχυροποιημένων δυνάμεων του σοσιαλισμού («εξωτερικών παραγόντων», όπως τους ονόμαζε).
Σχετικά άρθρα δημοσίευσε το περιοδικό «Νέος Κόσμος» (Βλ. ενδεικτικά: Χ. Χέμπερ, «Τα κέντρα του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού», «Νέος Κόσμος», τεύχ. 2/1974, σελ. 76 και Β. Ριμάλοφ, «Ορισμένες πλευρές της γενικής κρίσης του καπιταλισμού», «Νέος Κόσμος», τεύχ. 8-9/1974, σελ. 97).
Υπήρχε μη αντικειμενική εκτίμηση του συσχετισμού μεταξύ σοσιαλισμού – καπιταλισμού παγκοσμίως, με τη θέση ότι αυτός έγερνε υπέρ των δυνάμεων του σοσιαλισμού.
Πτυχή αυτής της λαθεμένης εκτίμησης ήταν και η προσέγγιση που θεωρούσε ως κύρια πηγή της οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού την επίδραση του σοσιαλιστικού συστήματος, το οποίο θεωρούνταν η κινητήρια δύναμη των διεθνών εξελίξεων.
Επίσης, θεωρούνταν ως τμήμα του παγκόσμιου αντιμονοπωλιακού κινήματος η αντίδραση στις αμερικανικές, καναδικές, γαλλικές και αγγλικές εταιρείες διύλισης πετρελαίου από την πλευρά των αστικών κυβερνήσεων των κρατών – μελών του ΟΠΕΚ, που ήθελαν να αλλάξουν τις ισχύουσες συμφωνίες προς όφελός τους, προς όφελος της δικής τους καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Η προσυνεδριακή συζήτηση, που είχε ξεκινήσει χρόνια πριν, γινόταν σε συνθήκες μακροχρόνιων επιπτώσεων της επικράτησης οπορτουνιστικών απόψεων, με αποτέλεσμα και την έλλειψη ετοιμότητας του Κόμματος να προβλέψει έγκαιρα το ενδεχόμενο στρατιωτικού πραξικοπήματος, να παρέμβει έγκαιρα στην ανάπτυξη μαζικού αντιδικτατορικού κινήματος.
Μετά από τη 12η Ολομέλεια χιλιάδες κομμουνιστές μάθαιναν για τη μακροχρόνια υπονομευτική δράση της ομάδας των φραξιονιστών, τη στάση τους στο ΠΓ και την ΚΕ, και μάλιστα ότι παρά τη στάση και τις θέσεις τους είχαν αναλάβει σημαντικούς τομείς δουλειάς – για τις συγκεκριμένες συνθήκες – καθοδήγησης του κλιμακίου εσωτερικού του ΚΚΕ και των Οργανώσεών του στη Δυτική Ευρώπη.Αποκαλύφθηκε ένα κεφαλαιώδες πρόβλημα που αγνοούσε ένα σημαντικά μεγάλο μέρος στελεχών και ένα ακόμα πιο μεγάλο μέρος μελών του Κόμματος:
Η Απόφαση της 8ης Ολομέλειας της ΚΕ για τη διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων στην Ελλάδα, ταυτόχρονα με την ένταξη των μελών του Κόμματος στην ΕΔΑ, χωρίς να ανήκουν σε μια οποιασδήποτε μορφής Οργάνωση του ΚΚΕ.
Εξ αντικειμένου άνοιγε το ζήτημα και της 6ης Πλατιάς Ολομέλειας της ΚΕ (1956), που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό και την Απόφαση του 1958, ζήτημα όμως που τελικά έμεινε ουσιαστικά έξω από τη θεματολογία σε όλη τη διάρκεια της 7ετίας και στο 9ο Συνέδριο.
Όπως αναφέρεται στο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, Β’ Τόμος, σχετικά με την εκτίμηση της 6ης Πλατιάς Ολομέλειας: «Η παρέμβαση των 6 κομμάτων οδήγησε στη δεξιά οπορτουνιστική στροφή. Στηρίχθηκε και υποβοηθήθηκε από αντίστοιχη, αλλά περιορισμένη τάση μέσα στο ΚΚΕ».
Η Διεθνής Επιτροπή αξιοποίησε όλες τις αντιφάσεις και τα λάθη στην πολιτική του ΚΚΕ, κάνοντας κριτική από τη σκοπιά της εναρμόνισης της πολιτικής του με την πολιτική του «ειρηνικού δρόμου» και των δυνατοτήτων του αστικού κοινοβουλευτισμού.
Επί της ουσίας, η Επιτροπή, όπως και η 6η Ολομέλεια, με οπορτουνιστική πρόθεση καταδίκασαν την επιλογή του ΚΚΕ να οργανώσει τον ένοπλο αγώνα του ΔΣΕ και επιπλέον χωρίς μια αντίστοιχη αυτοκριτική για το γεγονός ότι είχαν συμφωνήσει με αυτήν την επιλογή.
Κατηγορήθηκε ο Ν. Ζαχαριάδης ως ΓΓ της ΚΕ ότι ενεργούσε αποσπασμένος από την πραγματικότητα, κρίθηκε συνολικά αρνητική η στάση και δράση του, διαμορφώθηκε η κατηγορία που του αποδόθηκε για προσωπολατρία, ζαχαριαδικό «ανώμαλο εσωκομματικό καθεστώς», ενώ η ΚΕ εμφανιζόταν ως ένα άβουλο όργανο στα χέρια του Ν. Ζαχαριάδη.
Κατηγορούνταν και για την αποχή από τις εκλογές του Μάρτη 1946, ενώ συνειδητά παραβλεπόταν ότι και η ΚΕ του ΕΑΜ υποστήριξε την απόφαση για αποχή από τις εκλογές.
Κατά τη συζήτηση του πρώτου Σχεδίου Θέσεων, που είχε γίνει στη 14η Ολομέλεια της ΚΕ (15-19 Απρίλη 1970), για πρώτη φορά εκτέθηκε η άποψη ότι οι Αποφάσεις της 8ης Ολομέλειας του 1958 και του 8ου Συνεδρίου (1961) είχαν κενά, ελλείψεις και λάθη, όσον αφορούσε τη διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων, στο λεγόμενο ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό, στην «Εθνική Δημοκρατική Αλλαγή» ως στρατηγική του ΚΚΕ.
Η 18η Ολομέλεια διόρθωσε ή αναπροσάρμοσε ορισμένες εκτιμήσεις και κατευθύνσεις του 8ου Συνεδρίου, καθώς και του πρώτου Σχεδίου Προγράμματος και των εκτιμήσεων της 14ης Ολομέλειας.
Εκτιμήθηκε ότι η Απόφαση της 8ης Ολομέλειας του 1958 συνιστούσε θεμελιακό λάθος, απορρίπτοντας προηγούμενες θέσεις, ότι το πρώτο σκέλος της Απόφασης ήταν σωστό, ως προς την ένταξη των κομμουνιστών στην ΕΔΑ, ενώ σε σχέση με τη διάλυση των διαβρωμένων Κομματικών Οργανώσεων το λάθος ήταν ότι δεν υπήρξε απόφαση για δημιουργία νέων στην πορεία.
Σημείωσε ότι το 8ο Συνέδριο, επικυρώνοντας την Απόφαση του 1958, παραβίασε λενινιστικές αρχές.
Στην αρχική εισήγηση γινόταν λόγος για ανάπτυξη λεγκαλιστικών απόψεων, ενώ από τη συνολική συζήτηση προέκυψε η ανάγκη να γενικευτεί η εκτίμηση ότι στο Κόμμα αναπτύχθηκε ο λεγκαλισμός.
Αναγνωρίστηκε ότι η προετοιμασία και πραγματοποίηση του 8ου Συνεδρίου παρουσίασε καταστατικές παραλείψεις, που δεν δικαιολογούνταν από τις δύσκολες συνθήκες:
Δεν έγινε προσυνεδριακή συζήτηση εκεί που ήταν δυνατόν, οι αντιπρόσωποι ήταν λίγοι, έλειπαν από τις εργασίες του κομματικά στελέχη.
Η 18η Ολομέλεια εκτίμησε ως λαθεμένη τη θέση του 8ου Συνεδρίου για την ύπαρξη μη μονοπωλιακής αστικής τάξης.
Θεωρήθηκε λαθεμένη η πολιτική συνεργασίας χωρίς όρους προς την Ένωση Κέντρου.
Ασκήθηκε κριτική στη θέση ότι στην Ελλάδα υπήρχε δυνατότητα το πέρασμα στο σοσιαλισμό να γίνει με ειρηνικά μέσα.
Όμως, στηρίχτηκε στο λαθεμένο επιχείρημα ότι η αστική τάξη της ήταν διατεθειμένη, όπως και στο παρελθόν, να χρησιμοποιήσει τα όπλα επειδή ήταν εξαρτημένη και υποτελής στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και όχι πρώτα απ’ όλα για τη διατήρηση της ίδιας της εξουσίας της.
Αναγνωρίστηκε, επίσης, ότι στην ΚΕ, από το 8ο Συνέδριο έως τη 12η Ολομέλεια, παρουσιάστηκαν ανωμαλίες στη λειτουργία της, ότι και μετά από τη 12η Ολομέλεια παραβιάστηκαν αρχές λειτουργίας, όμως ότι η γενική πολιτική γραμμή της ήταν για όλο το διάστημα σωστή.
Προσδιοριζόταν ως κύριος παράγοντας η ανεπάρκεια της ΚΕ, δηλαδή ετίθετο πρόβλημα ανικανότητας της καθοδήγησης. Αναπαραγόταν έτσι ένα λαθεμένο σχήμα αιτιολογίας: Ότι ναι μεν η στρατηγική ήταν σωστή, όμως το πρόβλημα προήλθε από την κακή εφαρμογή της, εξήγηση που κατά κανόνα δεν οδηγούσε σε αντικειμενικά συμπεράσματα.
Οπωσδήποτε, μια σωστά επεξεργασμένη στρατηγική του ΚΚΕ δεν αποτελεί από μόνη της αυτόματο «πιλότο» στην καθημερινή δράση, σε στροφές, καμπές, απότομες αλλαγές.
Απαιτούνται ικανό κεντρικό καθοδηγητικό όργανο, ανάλογη ικανότητα στα παρακάτω καθοδηγητικά όργανα, σωστή λειτουργία και δράση των ΚΟΒ στην ταξική πάλη, σε όλες τις εκφράσεις και τα μέτωπά της, ιδεολογικό, πολιτικό, οργανωτικό.
Απαιτείται κομματική οικοδόμηση στα εργοστάσια, σε τομείς στρατηγικής σημασίας.
Δεν παύει όμως η σωστή στρατηγική να αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για την ικανότητα της ΚΕ, κριτήριο για τη σωστή πολιτική ανάδειξης, ανάπτυξης στελεχών, σταθερότητα προσανατολισμού στην εργατική σύνθεση του Κόμματος, για να μη χάνει τον χαρακτήρα του ως οργανωμένης συνειδητής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, του επαναστατικού κινήματός της.
Κατά την παρουσίαση του Σχεδίου της Έκθεσης Δράσης της ΚΕ για το 9ο Συνέδριο, ο Χ. Φλωράκης υπογράμμισε ότι η ΚΕ, από το 8ο Συνέδριο έως τη 12η Ολομέλεια της ΚΕ, δεν ανταποκρίθηκε, υπήρξαν σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία της και στο ΠΓ, δημιουργήθηκε κατάσταση που επέβαλε την αλλαγή του ΓΓ της ΚΕ.
Όμως, τα προβλήματα αποδίδονταν στα κατάλοιπα του παρελθόντος, στη δυσκολία να αναγνωριστούν λάθη, στην απόσπαση της καθοδήγησης από την πραγματικότητα.
Οπωσδήποτε, η αναφορά ότι υπήρχε δυσκολία αναγνώρισης των λαθών ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.
Εμφανίστηκε καθαρά και μετά από τη 12η Ολομέλεια, με τη μορφή του δισταγμού ή της διαφωνίας να αναγνωριστεί ότι η 8η Ολομέλεια της ΚΕ του 1958 διέπραξε θεμελιακό λάθος, παραβίασε αρχές της μαρξιστικής λενινιστικής θεωρίας, αυτοτελούς ύπαρξης και δράσης του ΚΚΕ.
Ως γενίκευση όμως και πρωταρχικός παράγοντας δεν ίσχυε στη συνολική πορεία του Κόμματος, καθώς το ΚΚΕ σε άλλες περιπτώσεις δεν δίστασε, όταν κατέληγε σε συγκεκριμένη εκτίμηση, να μιλήσει δημόσια για λάθος ή λάθη, όπως, λόγου χάρη, συνέβη, έστω και καθυστερημένα, με τις Συμφωνίες του Λιβάνου, της Καζέρτας και της Βάρκιζας.
Δεν δίστασε να αναγνωρίσει δημόσια ότι υιοθετήθηκαν άδικες κατηγορίες σε βάρος στελεχών που έδωσαν τη ζωή τους, ακόμα κι όταν έως την τελευταία στιγμή πάνω από το κεφάλι τους κρεμόταν η κατηγορία του προδότη.
Αυτό βεβαίως δεν σήμαινε ότι δεν υπήρξαν ή γενικά δεν μπορεί να υπάρξουν στελέχη με μαχητική δράση και αντοχή, που δυσκολεύονται να δουν τα λάθη τους, να κάνουν ειλικρινή αυτοκριτική, ζήτημα άλλωστε που πρέπει πάντα να αποτελεί κριτήριο για την ανάδειξη και την εκτίμηση της δράσης του κάθε στελέχους.
Στις συζητήσεις που γίνονταν στην ΚΕ μετά από τη 12η, έως τη 18η Ολομέλεια, που αναγνώρισε ως θεμελιακό λάθος την Απόφαση του 1958, από αρκετά μέλη της ΚΕ υπογραμμιζόταν ότι, στο όνομα της αντιμετώπισης της «σεχταριστικής πολιτικής του Ν. Ζαχαριάδη», αδυνάτισε το μέτωπο κατά του δεξιού οπορτουνισμού, ότι κριτήρια για την ανάδειξη στην ΚΕ αποτελούσαν και ο βαθμός καταδίκης του Ζαχαριάδη, οι υψηλοί τόνοι περί «προσωπολατρίας» κ.λπ.
Η αναγνώριση του λάθους ως θεμελιακού θα ήταν ολοκληρωμένη αν το νυστέρι έμπαινε πιο βαθιά, τουλάχιστον στην εξέταση της κατάστασης, έστω από την 6η Ολομέλεια του 1956 και σε ό,τι είχε προηγηθεί από αυτήν.
Όμως, η συζήτηση παρέμενε σε θέματα που χρησιμοποιήθηκαν ως συγκάλυψη του οργανωμένου οπορτουνισμού στο Κόμμα, που στόχοι του ήταν η μετάλλαξη του ΚΚΕ, η αυτοδιάλυσή του και η υποκατάστασή του από ένα σοσιαλδημοκρατικό σχήμα, όπως και έγινε με την ίδρυση και εξέλιξη της ΕΔΑ.
Όχι μόνο στο Σχέδιο Έκθεσης Δράσης της απερχόμενης ΚΕ μπροστά στο 9ο Συνέδριο, αλλά και σε τοποθετήσεις στελεχών στις εργασίες της 18ης Ολομέλειας, υπογραμμιζόταν ότι τα κομματικά προβλήματα που εμφανίζονταν μετά από τη 12η Ολομέλεια ήταν κατάλοιπα του «ανώμαλου ζαχαριαδικού καθεστώτος» και μάλιστα αρκετοί ομιλητές, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, συνιστούσαν η κριτική της 8ης Ολομέλειας του 1958 να γίνει με τέτοιο τρόπο, που να μην επιτρέψει να τεθεί υπό αμφισβήτηση η 6η Πλατιά Ολομέλεια του 1956.
Από την αρχική συζήτηση για το πρόγραμμα ανατροπής της χούντας και στη συνέχεια κατά τη συζήτηση του Σχεδίου Προγράμματος του ΚΚΕ, αναπτύχθηκαν ερωτήματα, προβληματισμοί και αντιφάσεις για τον κοινωνικοοικονομικό χαρακτήρα του πολιτικού καθεστώτος που θα ακολουθούσε μετά από την ανατροπή της χούντας, δηλαδή της «Νέας Δημοκρατίας», πολύ περισσότερο αφού η «Νέα Δημοκρατία» ως πολιτικός στόχος του ΚΚΕ συνδέθηκε με το συνολικό του Πρόγραμμα, τη στρατηγική του.
Η Διακήρυξη της ΚΕ είχε προηγηθεί των εργασιών της Ολομέλειας, καθώς δημοσιοποιήθηκε τον Μάρτη του 1973. Από την πρώτη στιγμή προκάλεσε απορίες, αν ήταν ένα άμεσο πρόγραμμα δράσης ή αν αυτό το πρόγραμμα δράσης έπρεπε να συνδεθεί με το πρώτο στάδιο της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας, την «αντιιμπεριαλιστική, δημοκρατική επανάσταση».
Αναδείχθηκαν αντιφάσεις έως και αδιέξοδα στην προσπάθεια να επεξεργαστεί το Κόμμα γραμμή δράσης των «κάτω» και ταυτόχρονα γραμμή πολιτικής συνεργασίας των «πάνω», συνεργασίας δηλαδή με όλες τις δηλωμένες αντιδικτατορικές αστικές και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις. Αναδείχτηκε η αντίφαση να διατηρεί το Κόμμα την αυτοτέλειά του (που σωστά επιδίωκε) και ταυτόχρονα να την αναιρεί εξ αντικειμένου με την πολιτική συνεργασίας με αστικά κόμματα, αν και αυτά αρνούνταν τη συνεργασία από καθαρά ταξική σκοπιά.
Σωστά η ΚΕ του Κόμματος, σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας, επεξεργαζόταν στόχους και αιτήματα πάλης για τη συσπείρωση εργατικών – λαϊκών δυνάμεων στον αγώνα για την ανατροπή της χούντας. Σωστά προβληματιζόταν για την έγκαιρη επεξεργασία θέσεων, σχετικά με το ότι δεν θα έπρεπε να επιδιώκει ο λαός μετά από την ανατροπή της χούντας και στο βαθμό που αυτή γινόταν, κυρίως ως αποτέλεσμα της λαϊκής αντίδρασης, την επαναφορά στο προδικτατορικό καθεστώς. Μάλιστα, καθόλου το Κόμμα δεν απέκλειε η ανατροπή της χούντας να γίνει με όρους της πιο σκληρής, έως και ένοπλης σύγκρουσης.
Η συζήτηση που έγινε και η τελική κατάληξη να ενταχθεί το πρόγραμμα πάλης για την ανατροπή της χούντας στο πρώτο στάδιο της επαναστατικής διαδικασίας, ως πρώτο βήμα ή μέρος της αντιιμπεριαλιστικής δημοκρατικής επανάστασης, ανέδειξε ανάγλυφα αντιφάσεις και αντινομίες, λογικά ερωτήματα χωρίς απαντήσεις, αφού γινόταν διαχωρισμός της τρέχουσας πολιτικής από τη στρατηγική, με τη μορφή του διαχωρισμού του άμεσου πολιτικού στόχου και από τον τεθέντα «αντιιμπεριαλιστικό στόχο» και από τον τελικό στόχο του σοσιαλισμού. Σύγχυση προκαλούσε η προγραμματική επεξεργασία, αφού διατηρούσε τη λαθεμένη θέση ουσιαστικά για δύο επαναστάσεις, έστω σε ενιαία διαδικασία, που ερχόταν σε σύγκρουση με την αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης στη δοσμένη παγκόσμια ιστορική εποχή. Ο πολιτικός στόχος της «Νέας Δημοκρατίας», που ονομαζόταν φάση ή βήμα, συνιστούσε ακόμα ένα στάδιο πριν από το πρώτο στάδιο της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας, δηλαδή οδηγούσε στον ακόμα μεγαλύτερο κατακερματισμό της ήδη κατακερματισμένης επαναστατικής στρατηγικής.
Το γεγονός ότι η στρατηγική των δύο σταδίων ήταν γενική γραμμή του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος δεν σημαίνει ότι αναπόφευκτα το ΚΚΕ και μάλιστα δικαιολογημένα κατέληγε – και επέμενε – στη διατήρηση μιας λαθεμένης στρατηγικής. Ως αναπόσπαστο τμήμα του ΔΚΚ είχε και τη δική του αυτοτελή ευθύνη να μελετήσει, να προβληματιστεί, να συμβάλει στον γενικότερο διεθνή προβληματισμό.
Η 18η Ολομέλεια, με τον καθοριστικό της ρόλο στα ντοκουμέντα για το 9ο Συνέδριο, έπρεπε να αποτελέσει σημείο στροφής στη διαμόρφωση ενός Προγράμματος που θα καθόριζε τον σοσιαλιστικό χαρακτήρα της επανάστασης. Δεν έγινε, όχι γιατί γενικά έλειπε η τόλμη, αλλά γιατί δεν είχε κατακτηθεί η αναγκαία θεωρητική και πολιτική ωριμότητα της καθοδήγησης και συνολικά του Κόμματος, κάτω βεβαίως και από την επίδραση του ΔΚΚ που υιοθετούσε ανάλογη στρατηγική.
Όπως αναφέρεται στο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, περίοδος 1949-1968, Β’ Τόμος, σελ. 374 – 375, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011): «Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι, όταν αυτές (σημείωση εισαγωγής: Οι διορθωτικές κινήσεις στρατηγικής σημασίας) γίνονται, δεν οφείλονται στη σύλληψή τους από το σύνολο των επαναστατικών δυνάμεων, αλλά στη σύλληψή τους από την καθοδήγηση του Κόμματος, είτε εκφράζονται και από τις πιο πρωτοποριακές λαϊκές δυνάμεις είτε όχι».
Τελικά, τα ντοκουμέντα για το 9ο Συνέδριο που επεξεργάστηκε η 18η Ολομέλεια, κάθε άλλο παρά απαλλαγμένα ήταν από αντιφάσεις και αντινομίες, που οφείλονταν πριν απ’ όλα στη θεωρητική και πολιτική (στρατηγική) ικανότητα του Κόμματος. Η συνολική αποτίμηση της 18ης Ολομέλειας δεν μπορεί να γίνει αυτοτελώς, αλλά συνολικά παρμένη με το 9ο Συνέδριο και την εκτίμηση που περιέχεται στην έκδοση «Δικτατορία 1967-1974», η οποία και στηρίζεται στην έως τώρα μελετητική δουλειά που διεξάγεται για τον Γ’ Τόμο του Δοκιμίου με ευθύνη της ΚΕ.
Πηγή: Ριζοσπάστης
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback