Τη νύχτα που το χιόνι σκέπασε την πόλη
Ακριβώς έξω από το παράθυρο του δωματίου που κοιμάμαι είναι ένα δέντρο. Ίσως πάνω στο δέντρο αυτό, ίσως κάτω από το γείσο του παραθύρου μου ή της στέγης — δε μπορούσα να καταλάβω — άκουσα με το ξημέρωμα το κελάδημα ενός πουλιού. Μια φωνή παγωμένη, που ζητούσε έλεος.
Τη νύχτα που το χιόνι σκέπασε την Αθήνα και τον Πειραιά, αυτό το λίγο χιόνι που δεν βάσταξε περισσότερο από μια μέρα, άκουσα μια διαμαρτυρία κι ένα παράπονο από τα πιο αυθεντικά. Ακριβώς έξω από το παράθυρο του δωματίου που κοιμάμαι είναι ένα δέντρο. Ίσως πάνω στο δέντρο αυτό, ίσως κάτω από το γείσο του παραθύρου μου ή της στέγης — δε μπορούσα να καταλάβω — άκουσα με το ξημέρωμα το κελάδημα ενός πουλιού. Μια φωνή παγωμένη, που ζητούσε έλεος. Όλα ήταν σκεπασμένα και τα πουλιά, όπως και τα άγρια ζώα, δεν έχουν σπίτια, δεν έχουν οικονομίες, δεν έχουν δική τους πρόνοια.
Και σκέφτηκα όλη τη γη σκεπασμένη — όπως και πραγματικά ήταν εκείνες τις μέρες — παγωμένη, αδύναμη να προσφέρει βοήθεια σ’ εκατομμύρια τέτοια πλάσματα, που τα πήγαινε και τα ’φερνε ο αγέρας μέσα στον λευκό αυτό θάνατο. Αν μπορούσε να συγκεντρώσει κανείς τις φωνές εκείνων των ημερών, θα συγκέντρωνε έναν απέραντο θρήνο από βελάσματα προβάτων, από ουρλιάσματα λύκων, από μουγκανίσματα βοδιών. Τίποτα δε θα μπορούσε να σώσει τις συμπαθητικές νυφίτσες, τα κουνάβια, τους σκίουρους, τους ασβούς, τα κοτσύφια, τις τσίχλες, τους καλογιάννους.
Μέσα στη βαριά αχλύ της φορτωμένης ατμόσφαιρας κοπάδια πουλιών πήγαιναν κι έρχονταν, συμβολίζοντας το αδιέξοδο της ζωής που παλεύει — που πάλεψε κυρίως — να ξεπεράσει τις φοβερές δυνάμεις των στοιχείων της φύσεως. Και σκέφτηκα τότε τα πολύ παλιά χρόνια που κι ο άνθρωπος δεν είχε σπίτια κι οικονομίες, τότε πού όλη η ζωή, στο σύνολό της ήταν εκτεθειμένη στο έλεος των παγετώνων. Πώς μπόρεσε και επέζησε αυτή η ζωή; Πρόκειται για ένα θαύμα που μας πιστοποιεί πως η ίδια η ζωή είναι ένα θαύμα. Δεν είναι θαύμα μόνο η γέννησή της κι η διαμόρφωσή της. Το ίδιο θαύμα είναι κι η επιβίωσή της, ένα θαύμα που το κάνει επίκαιρο ο φοβερός αυτός χειμώνας, που όχι μόνον εδώ στην Ελλάδα, αλλά και στην άλλη Ευρώπη περικύκλωσε εφέτος ολόκληρη τη ζωή.
Γλάροι και κύκνοι, έμειναν με τα πόδια αγκιστρωμένα στους πάγους των θαλασσών ή των λιμνών, περιμένοντας τον ήλιο να ευδοκήσει να τους λυτρώσει από το μεγάλο αυτό μαρτύριο. Αλλά κι ο άνθρωπος, ο βασιλεύς αυτός των επινοήσεων και της προνοίας, δεν έμεινε έξω από την πολιορκία. Είχα πιει νερό στο Μικρό Χωριό, που το χόρεψε η γη κι οι βράχοι με τα έλατα έπεσαν πάνω του με πάταγο και το σκέπασαν. Απειλητικές βροχές κι απειλητικά ποτάμια, χιόνια που δεν άφηναν τίποτα ακάλυπτο, ξυπνούν μέσα στο αίμα μας φοβερές μνήμες, προγονικούς θορύβους, προγονικούς φόβους και προγονικές γενναιότητες.
Και μας θυμίζουν πως η ζωή πάνω στον πλανήτη μας υπήρξε μία, που αντεπεξήλθε νικήτρια εναντίον του κοινού εχθρού κι απορεί κανείς, πώς ένα τμήμα της, το τμήμα του ανθρώπινου γένους μπόρεσε κι έκαμε μεταξύ του χιλιάδες πολέμους, ματώνοντας τη γη, τα χιόνια και τα ποτάμια, ξεσκιζόμενο κι αλληλοσπαρασσόμενο μεταξύ του, ενώ απέναντι στον κοινό εχθρό, στη φύση, δεν θα είχε να αντιπαρατάξει παρά μόνο την ειρήνη και τη φιλία μεταξύ του, αυτή τη μόνη εκ βάθους και εξ ύψους βοήθεια στην οποία θα μπορούσε να υπολογίζει για την περισσότερή του ασφάλεια και για την πληρέστερη ευτυχία του.
Το πουλί που άκουσα στο παράθυρό μου το πρωί που το χιόνι σκέπασε την πόλη, δεν κελαηδούσε όπως τις άλλες μέρες. Έκανε μια αίτηση αγάπης προς τα συνάδελφα πλάσματα, όπως τόσες και τόσες ανθρώπινες υπάρξεις εγκατεσπαρμένες κατά μάζες απάνω σ’ αυτή την υδρόγειο, πού έχουν ν’ αντιμετωπίσουν δυο σκληρότητες: τον άνθρωπο και τη φύση. Και που κάναν αίτηση αγάπης και προς τους δύο, απευθυνόμενοι μόνο στον πρώτο.
Κείμενο του Νικηφόρου Βρεττάκου, δημοσιευμένο στην περιοδική έκδοση «Δρόμοι της Ειρήνης», τον Φλεβάρη του 1963.