Το δώρο του Αη Βασίλη
Ο Αη Βασίλης σφίγγει τα δόντια από θυμό. Τους ρίχνει με την καραμπίνα του και το σκάει. Τον παίρνουνε στο κυνήγι. Μπαμ, μπουμ οι σφαίρες γυρίζανε κοντά του και καθώς ανέβαινε μια κορφή γίνεται το μεγάλο δυστύχημα. Μια κανονιά πετυχαίνει το καρότσι του και το κάνει κομμάτια. Τα άλογα σκοτωθήκανε. Ο ίδιος κύλησε χάμω μα δεν έπαθε τίποτα…
Πρώτη μέρα της νέας χρόνιας, με το βάρος μιας μεγάλης απώλειας να βαραίνει την ψυχή και δυσοίωνες προβλέψεις να στοιχειώνουν τις επόμενες μέρες, οι στίχοι του ποιητή μας οπλίζουν με δύναμη και κουράγιο για τα μελλούμενα, που άλλοι ορίζουν όσο παραμένουμε θεατές στο έργο που παίζεται ερήμην μας.
«Ελάτε, λοιπόν/ όλοι μαζί/ να φυσήξουμε αυτό το μικρό καρβουνάκι στη χόβολη της Ελπίδας/ τώρα που η λάμπα μας έσβησε/ που νυστάζει η σκοπιά/ και το στρατόπεδο φόρεσε την κουρελιασμένη χλαίνη/ της ομίχλης…» (Τάσος Λειβαδίτης)
Στις πιο δύσκολες στιγμές, όταν ζητάς κάπου να ακουμπήσεις, το στρέψιμο του βλέμματος προς τις ρίζες, λειτουργεί όπως το οξυγόνο σ’ αυτόν που του κόβεται η αναπνοή. Όχι σ’ ένα παρελθόν που μοιάζει με φωτογραφία που ξεθώριασε, ένα μαυσωλείο που καλούμαστε να επισκεφτούμε ακολουθώντας μια δήθεν παράδοση που μας επέβαλλαν αυτοί που σκηνοθετούν το έργο. Μα μια βαριά ιστορία που συνθέτουν οι αγωνιστικές παραδόσεις του λαού μας, οι αγώνες του για την υπεράσπιση και την επικράτηση των πιο ευγενικών, πανανθρώπινων ιδανικών που γέννησε η ανθρώπινη σκέψη, η δίψα του καταπιεσμένου να ζήσει επιτέλους σαν άνθρωπος, η πραγματική κληρονομιά, των πατεράδων και των παππούδων μας, να συνεχίσουμε και να ολοκληρώσουμε αυτό που έμεινε στη μέση, να νικήσουν το δίκιο και η αλήθεια.
Οι μεγαλύτερες αλήθειες λέγονται κάποιες φορές μέσα από τα παραμύθια. Ο Αη Βασίλης ως πανανθρώπινο σύμβολο του καλού, δεν μπορεί παρά να είναι εχθρός αυτών που επιβουλεύονται την ευτυχία του λαού και των παιδιών του. Κι όσο κι αν σήμερα οι ίδιοι «σκηνοθέτες» τού επιφυλάσσουν ένα ρόλο που ο ίδιος δεν θα διάλεγε, αφού δεν κάνει όλα τα παιδιά του κόσμου ευτυχισμένα, ωστόσο δεν είπε και αυτός, ακόμα, την τελευταία του λέξη…
«Το δώρο τ’ Αη Βασίλη» είναι ένα λαϊκό παραμύθι της ΕΠΟΝ, που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβρη του 1943 και που γέννησε η μπαρουτοκαπνισμένη λαϊκή μούσα του αντάρτικου· απ’ αυτά που λένε οι μεγάλοι στα παιδιά.
Τα Αετόπουλα, μικρά – μόνο στην ηλικία – παιδιά στα σκληρά χρόνια της Κατοχής, δεν μεγάλωσαν με παραμύθια. Αντίθετα, πρόσφεραν με αυταπάρνηση πολύτιμες υπηρεσίες στον απελευθερωτικό αγώνα και ταυτόχρονα διαπαιδαγωγούνταν στα υψηλά ιδανικά και τις αξίες της ΕΠΟΝ. Πολλά από αυτά τα παιδιά στελέχωσαν στη συνέχεια τις γραμμές του ΕΛΑΣ και αργότερα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
«Το δώρο τ’ Αη Βασίλη» είναι ένα σύντομο λαϊκό παραμύθι που φωτίζει μια μεγάλη αλήθεια: Παρά τα εμπόδια και τις δυσκολίες, παρά τις κακουχίες και τις απώλειες στα πεδία των καθημερινών μαχών, στο τέλος το καλό θα νικήσει. Όχι μόνο στο παραμύθι, μα και στη ζωή…
Το δώρο τ’ Αη Βασίλη
Μεγάλη φούρια είχε σήμερα την παραμονή της πρωτοχρονιάς ο Αη Βασίλης. Είχε φορτώσει με δώρα το αμαξάκι του· θάφερνε φέτος στα Αετόπουλα χίλια δυο ωραία παιχνίδια. Καβαλίκεψε και χτύπησε δυνατά τ’ άλογα για να φτάσουνε όσο μπορούσανε πιο γρήγορα. Πέρναγε ανάμεσα από μεγάλα σύγνεφα.
Σε λίγο άρχισε να βλέπει την Ελλάδα μας, τα ψηλά της χιονισμένα βουνά και σιγά σιγά κατέβαινε από τον ουρανό στη γη. Νάσου κείνη την ώρα και τον περικυκλώνουνε δέκα γερμανικά αεροπλάνα. Μουγκρίζουν άγρια τα φτερά τους που θα χτυπούσανε το αμάξι του Αη Βασίλη και θα μένανε και φέτος τα Αετόπουλα χωρίς δώρα. Τον ζυγώνουνε και του ρίχνουνε με το πολυβόλο, μα το αμαξάκι χώθηκε μέσα σ’ ένα σύγνεφο αμέσως και δε φαινότανε. Έτσι τα αεροπλάνα δε βλέπανε τίποτα, βαρεθήκανε να ψάχνουνε και φύγανε.
Τότε βγήκε απ’ το σύγνεφο ο Αη Βασίλης και κατέβηκε στα βουνά της πατρίδας μας. Ήταν μεσάνυχτα, φύσαγε βοριάς και τ’ ανέμιζε τα πυκνά άσπρα του γένια.
― Αλτ! του φωνάζουνε ξαφνικά. Εκείνος στέκεται και λέει:
― Ποιος είναι;
― Ο Ζέρβας και οι Γερμανοί!
Ο Αη Βασίλης σφίγγει τα δόντια από θυμό. Τους ρίχνει με την καραμπίνα του και το σκάει. Τον παίρνουνε στο κυνήγι. Μπαμ, μπουμ οι σφαίρες γυρίζανε κοντά του και καθώς ανέβαινε μια κορφή γίνεται το μεγάλο δυστύχημα. Μια κανονιά πετυχαίνει το καρότσι του και το κάνει κομμάτια. Τα άλογα σκοτωθήκανε. Ο ίδιος κύλησε χάμω μα δεν έπαθε τίποτα.
― Αχ σκυλιά, μουρμούρισε. Γιόμισε γρήγορα τον ντρουβά του μ’ ό,τι παιχνίδια είχε κι άρχισε να τρέχει.
Τώρα κόντευε να ξημερώσει. Πάει, δεν προλάβαινε να δώσει τα παιχνίδια στα Αετόπουλα, γιατί όταν θάβγαινε ο ήλιος, του καινούργιου χρόνου, έπρεπε να βρίσκεται στο σπίτι του. Θα γύριζε άπρακτος και κατακουρασμένος…
― Γεια σου μπάρμπα, τον ξαφνιάζει μια γλυκιά φωνή.
Γεμίζει την καραμπίνα του να ρίξει.
― Ε, μη βιάζεσαι, αποκρίνεται η ίδια φωνή, εμείς είμαστε! Και από κάτι πουρνάρια πρόβαλε ο καπετάν Άρης με τα παλικάρια του. Τον ζύγωσε, χαιρετιστήκανε κι ο Αη Βασίλης διηγήθηκε γρήγορα την περιπέτειά του.
― Έννοια σου μπάρμπα, του είπε ο Άρης τότε, κι αυτά τα παιχνίδια που σου μείνανε δώστα σε μένα να τα μοιράσω στα λεβεντόπαιδα τ’ Αετόπουλά μας. Και του χρόνου σου υπόσχομαι νάχει ξεκαθαρίσει ο δρόμος απ’ τους Γερμανούς και τους προδότες και νάρθεις μ’ όλα σου τα δώρα στην πατρίδα μας. Ώρα καλή!
Ο Αη Βασίλης χαμογέλασε, έσφιξε το χέρι στα παλικάρια και χάθηκε βιαστικά.