Το διήγημα της Πέμπτης: «Θαμμένος στη Χιλή» του Αλέκου Πούλου
Πέθανε στις 20 Οκτωβρίου του 1979 καταμεσής του πελάγου. Από τι δεν ξέραμε κι ο μπάρμπας που ίσως να ήξερε δεν το είπε, μην και τον στείλουν στην Ελλάδα που δεν ήθελε. Ως να φτάσουμε στη Χιλή, θέλαμε ακόμη έξι μέρες. Αδειάσαμε το ψυγείο με τα κρέατα και τον βάλαμε μέσα, να φτάσουμε να δούμε τι θα γίνει με το νεκρό.
Ο Αλέκος Πούλος είναι ναυτεργάτης και γράφει ποίηση και διηγήματα. Γεννήθηκε στη Σάρτη Χαλκιδικής από πατέρα Ικαριώτη και μητέρα Μικρασιάτισσα.
Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1980, μέσα από τις στήλες της εφημερίδας των ναυτεργατών «Η ΝΑΥΤΕΡΓΑΤΙΚΗ», στην αρχή ακόμη της εργασίας του στα καράβια. Έχουν εκδοθεί τέσσερις ποιητικές του συλλογές, ενώ σε περιοδικά, ανθολογίες και εφημερίδες έχουν δημοσιευθεί ποιήματα και διηγήματά του. Έχει τιμηθεί με το βραβείο της Πανικαριακής Αδελφότητας για το σύνολο του έργου του.
Το διήγημα «Θαμμένος στη Χιλή» περιλαμβάνεται στη συλλογή με τίτλο «Θαλασσινά σημάδια» που κυκλοφόρησε το 2011 από τις εκδόσεις «Εντός». Τα περισσότερα από τα διηγήματα της συλλογής έχουν δημοσιευτεί στο λογοτεχνικό περιοδικό «ΙΚΑΡΙΑΚΑ» και έχουν βραβευθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
Πρόκειται για αληθινές ιστορίες για το βίο του ναυτικού, τις γιορτές, τρικυμίες, ναυάγια, λιμάνια, συγκρούσεις και απεργίες, στιγμές ήρεμες και άγριες… Δημιούργημα των ωρών ξεκούρασης μες στα καράβια είναι τα διηγήματα, όπως και όλη η ανέκδοτη εργασία που έχει. Ο Αλέκος Πούλος είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Θαμμένος στη Χιλή
του Αλέκου ΠούλουΑπό μέρες δεν ήταν καλά ο μπάρμπα-Νικόλας αλλά σε κανέναν δεν το έλεγε. Μόνο όταν κατέβαινα στο control room να του κάνω παρέα, να μου πει τις ιστορίες του, παραπονιόταν για πόνους στο στήθος, στην πλάτη, ατονία, αλλά παιδί εγώ προσπερνούσα τους πόνους του. Αλλά κι αυτός δεν τους έδινε φανερά, δυνατά τουλάχιστον, πολύ σημασία.
– Κρύωσα εδώ μέσα με το air condition. Άμα πάω στην καμπίνα θα κάνω μια εντριβή.
Στην ηλικία του, πλησίαζε τα εξήντα, δεν τον είχαν γι’ άλλες δουλειές εκτός από βάρδια λαδά, και φυσικό ήταν μέσα κρύο, έξω καμίνι, να είχε αρπάξει κρύωμα. Οπότε κανείς δεν θα έπαιρνε σοβαρά τους πόνους του, όπως εγώ, όπως κι ο ίδιος. Πρωτόμπαρκος εγώ, επηρεασμένος απ’ τις ιστορίες που παιδάκι με νανούριζε στο χωριό ο μπάρμπα-Κωνσταντίνος, παλιός θερμαστής, κι απ’ τον Καββαδία που σ’ ένα φυλάκιο στον Έβρο ένας παραμάγειρας μ’ έδωσε να διαβάσω, τι άλλο ήθελα πέρα απ’ τις ιστορίες του μπάρμπα-Νικόλα, για να του χαρίζω την παρέα μου στις ελεύθερες ώρες. Είχα την εντύπωση το βράδυ που πήγαινα για ύπνο, ότι εγώ γεννήθηκα, μεγάλωσα σ’ ένα καράβι μέσα, στεριά πέρα απ’ τα λιμάνια δεν είδα. Έμπαινα σε γαλέρες, έμπαινα σε ιστιοφόρα, σ’ ατμοκίνητα, σε λίμπερτι και ταξίδευα όλο με ανάποδους καιρούς όλη τη γη.
Τόσο παραστατικός ήταν στις διηγήσεις του, που αρκετές φορές μ’ έπιανε να μην ακούω τι λέει, γιατί εγώ ήμουν εκείνη τη στιγμή μέλος της ΟΕΝΟ, ήμουν Τατάκης, έκανα αποβάσεις σε Νορμανδίες, έδινα αγώνες για συμβάσεις, πέρναγα το στενό του Μαγγελάνου. Κι εγώ γι’ αυτές τις ώρες του ταξιδέματος και των δύο, του έδινα την μπίρα μου, και μια φορά του έκανα και δώρο ένα μπουκάλι ουίσκι. Αλλά πέρα απ’ τις ιστορίες του, αυτό που σημάδεψε και το δικό μου πέρασμα πάνω στα καράβια, ήταν η επωδός που τέλειωνε πάντα την βάρδια του και την ιστορία του.
– Άφησα το μυαλό μου, την καρδιά μου λεύτερα. Το κορμί μου, αυτό μόνο ταλαιπωρούν τόσα χρόνια. Αλλά να το ξέρεις ρε Δόκιμε. Το τέλος τους πλησιάζει. Πόσο ακόμη οι κερατάδες θα ’χουν το πάνω χέρι;
Κι έτσι, σιγά-σιγά μ’ έφερε εκεί που ήθελε μέσα από ιστοριούλες, εκεί δηλαδή που έπρεπε να πάω. Γιατί σφουγγάρι ήμουν και ρουφούσα την κάθε ιστορία του. Κι όχι μόνο εγώ. Ο Τρίτος, που έκαναν μαζί βάρδια, ήταν έτοιμος μόνος του να κάνει την επανάσταση. Αυτοί οι άνθρωποι άφησαν παρακαταθήκη τον θρύλο της ΟΕΝΟ στους νεότερους. Ευτυχισμένος όποιος δούλεψε μαζί έστω και με έναν. Σχολείο ήταν της ζωής.
Φεύγοντας απ’ αυτό το καράβι, γραμμή να ταχτοποιήσω τις εκκρεμότητες της συνείδησης. Το χρωστούσα και στη μνήμη του μπάρμπα-Νικόλα όταν του το υποσχέθηκα, τότε που – «Αντέξαμε εμείς μωρέ Δόκιμε τον κατατρεγμό, την εκμετάλλευση και βάλαμε θεμέλια με τους αγώνες μας. Εσείς που μπαίνετε τώρα στη θάλασσα, συνεχίστε ν’ αψηλώστε τα δικά μας για να καμαρώνουμε ότι τίποτα δεν πάει χαμένο κι ας δείχνει για τέτοιο, υπάρχει η συνέχεια». Και εμείς φροντίσαμε τίποτα να μην χαθεί, από τότε μέχρι τώρα. Ντύσαμε τις καρδιές μας με τη μνήμη των θρύλων του ναυτεργάτη, των αγώνων.
Ο μπάρμπας λοιπόν, φεύγοντας απ’ την Αμβέρσα για Χιλή μας πέφτει άρρωστος βαριά. Αυτός δεν μπορούσε να τους πει τι έχει ή δεν ήθελε, εμάς που ρωτούσαν δεν ξέραμε. Ίσως να κρύωσε, όπως κι ο ίδιος από μέρες έλεγε.
Στο προσκεφάλι του συνέχεια βρίσκονταν κι ένας απ’ το μηχανοστάσιο. Ο Γραμματικός με φάρμακα κι αντιβιώσεις έκανε ότι ήξερε για πυρετούς, κρυώματα. Ο Μάγειρας τσά-για, σούπες, τον τάιζε με το ζόρι σαν το δικό του πατέρα. Ο Καπετάνιος να προσπαθεί να μάθει απ’ τη στεριά με τον ασύρματο τι έχει και τι πρέπει να του δώσουν για να γίνει καλά. Εγώ να του βρέχω το μέτωπο, να βοηθώ ν’ αλλάξει τα ιδρωμένα ρούχα, να περνώ συνέχεια απ’ την καμπίνα, σαν πρώτα απ’ το control room.
Αλλά ό,τι προσπάθειες κι αν κάναμε εμείς, είχε έρθει πια το τέλος του. Πρέπει κι ο ίδιος να το καταλάβαινε, γιατί σηκώθηκε μια νύχτα, την προτελευταία του, εντελώς καλά κι έγραφε γράμματα, τα οποία πήρε ο Καπετάνιος να τα στείλει, όταν μάζεψαν όλα του τα πράγματα απ’ την καμπίνα. Εμένα μου είχε δώσει ένα βιβλίο που εκείνη τη χρονιά είχε κυκλοφορήσει στη Σοβιετική Ένωση. Το είχε από κάποιο Seamen’s Club και το κράτησα για να τον θυμάμαι. Για να θυμάμαι τις σημειώσεις που είχε χαράξει μέσα στο βιβλίο.
Πέθανε στις 20 Οκτωβρίου του 1979 καταμεσής του πελάγου. Από τι δεν ξέραμε κι ο μπάρμπας που ίσως να ήξερε δεν το είπε, μην και τον στείλουν στην Ελλάδα που δεν ήθελε. Ως να φτάσουμε στη Χιλή, θέλαμε ακόμη έξι μέρες. Αδειάσαμε το ψυγείο με τα κρέατα και τον βάλαμε μέσα, να φτάσουμε να δούμε τι θα γίνει με το νεκρό.
Ο Καπετάνιος καθημερινά προσπαθούσε να έρθει σ’ επαφή με τους δικούς του μέσω γραφείου, μέσω Υπουργείου, μέσω γνωστών, αλλά στη δηλωμένη διεύθυνση του μπάρμπα δεν εύρισκαν κανέναν. Κι είχε οικογένεια. Είχε δυο αγόρια, το ένα παντρεμένο με παιδιά, το άλλο ποδοσφαιριστή σε ομάδα Α’ Εθνικής. Με τι λαχτάρα ο καημένος άνοιγε τ’ αθλητικά όταν μας έρχονταν εφημερίδες, να διαβάσει για τον γιο του. Μα ό,τι κι αν έγινε δεν βρέθηκε κανείς κι εμείς φτάναμε στη Χιλή.
Όμως χρειαζόταν στο τελευταίο του ταξίδι ένα δάκρυ από κάποιον δικό του. Χρειαζόταν να μείνει στην πατρίδα που στερήθηκε κι αγαπούσε, χρειαζόταν ένα κερί, ένα καντήλι, ένα μνημόσυνο. Κι ήταν τόσο καλός άνθρωπος. Και τώρα νεκρός, δεν θα τους ήταν πια κανένα βάρος, αν τους ήταν και πριν. Γιατί όσες ιστορίες κι αν έλεγε ο μπάρμπας, ποτέ μα ποτέ δεν είπε για την οικογένεια του τίποτα. Εκτός απ’ ό,τι ο γιος του ήταν καλός ποδοσφαιριστής κι ίσως τον καλούσαν και στην Εθνική.
Πάρθηκε η απόφαση να τον θάψουμε στο Valparaiso στη Χιλή.
Τώρα, εμείς έπρεπε να γίνουμε η οικογένεια του, οι γνωστοί του, οι φίλοι του, οι συγγενείς του.
Φτάσαμε κι άρχισε η διαδικασία να μείνει για πάντα στην ξένη γη, ξένος και ξεχασμένος.
Τον συνοδέψαμε όλοι ως μία καθολική εκκλησία. Γεμίσαμε το φέρετρο με λουλούδια, είπε κι ο Καπετάνιος έναν νερόβραστο επικήδειο, για έναν άνθρωπο που περήφανα διάβηκε όλη του τη ζωή κι από κει στο νεκροταφείο. Μαζί μας στην εκκλησία, στο νεκροταφείο ήταν και κάμποσα κορίτσια του Valparaiso, που έμαθαν από εμάς το γεγονός, το βράδυ που βγήκαμε έξω τη θλίψη να διώξουμε.
Σε μια γωνιά, μόνος του κι εδώ ήταν. Φροντίσαμε να του φτιάξουμε έναν ευπρεπέστατο τουλάχιστον τάφο, με τ’ όνομα του στο σταυρό στα Ελληνικά και στα Αγγλικά, ότι είναι ο Νικόλας ο Έλληνας ναυτικός.
Το δικό μου κορίτσι υποσχέθηκε να του πηγαίνει λουλούδια όποτε μπορεί.
Στο γλέντι που ακολούθησε μετά την κηδεία, το «αιωνία του η μνήμη» που λέγαμε όταν τσουγκρίζαμε τα ποτήρια μας, ήταν και για μας, ήταν και για την δική μας ζωή, τη δική μας μοίρα.
Την τελευταία μας μέρα στη Χιλή, περάσαμε όλοι μαζί με τα κορίτσια μας να χαιρετήσουμε τον μπάρμπα, γιατί δεν θα τον ξανασυναντούσαμε πια. «NIKOLA THE GREECE SEAMAN» αντίο.
Πέρασαν τα χρόνια, κοντά είκοσι πέντε. Από Κίνα ερχόμασταν στη Χιλή, που δεν είχα ξανάρθει από πρωτόμπαρκος.
Έξοδος το πρώτο βράδυ. Το χούι βγαίνει τελευταίο. Στα γνωστά μέρη, που θέλεις δεν θέλεις εκεί σ’ οδηγεί σαν στραβό το ένστικτό σου. Και τώρα που μεγαλώσαμε και πλησιάζουμε στο τέλος, όλα αυτά μας είναι απαραίτητα γιατί θα ’ναι και τα τελευταία.
Είχα ξεχάσει τι έγινε εδώ πριν τόσα χρόνια. Τον είχα ξεχύσει τον μπάρμπα, γιατί δεν έμενε χρόνος μέσα στο μυαλό για αναπολήσεις των χρόνων, τέτοια που έγινε η ζωή μέσα κι έξω απ’ τα καράβια. Η επιβίωση ήταν δύσκολη για να μείνει χώρος λεύτερος στο μυαλό.
Καθώς όμως πιάσαμε με τα τέσσερα άλλα «γεροντάκια» του καραβιού, τους Έλληνες, να λέμε για περασμένες δόξες στα λιμάνια, κι επειδή μόνο εγώ έμεινα έξω κοινωνός τ’ αρχαίου πόνου, κι αυτοί, αποξηραμένοι στο καπνιστήριο με συμβούλευαν για επερχόμενες καταστροφές αν δεν μείνω μαζί τους για παρέα, θυμήθηκα κι εγώ τον μπάρμπα, θυμήθηκα το πρώτο μου μπάρκο, τα όνειρά μου, τα πρώτα μου κορίτσια, θυμήθηκα να τον αναζητήσω.
– Πάω έξω για μια επείγουσα δουλειά. Ποιος έρχεται; Κερνάω και καφέ. Ο Πρώτος νομίζοντας ότι θα πάμε για κορίτσια και μόνος δεν το τολμούσε, ήρθε μαζί.
Πήραμε ταξί. Στο δρόμο του εξήγησα που πάμε. Αγοράσαμε λουλούδια. Αλλά δεν δώσαμε του ταξιτζή να καταλάβει και μας πήγε σ’ άλλο νεκροταφείο. Και μέχρι να το καταλάβουμε εμείς πήγε απόγευμα. Κι είχα και τον Πρώτο να γκρινιάζει, ότι αυτός για άλλα βγήκε έξω, σε νεκροταφεία εγώ τον τρέχω.
– Θα σε πάω κι εκεί αλλά πρώτα το χρέος.
Αργά το απόγευμα πια φτάσαμε στο σωστό. Βρήκαμε μια γιαγιά που τριγυρνούσε ανάμεσα στους τάφους, σαν μισή τ’ άλλου κόσμου και μισή αυτουνού. Την ρωτήσαμε, μα δεν βοηθούσαν εμάς τα ισπανικά μας, αυτήν τ’ αγγλικά της και η μνήμη της. Στην πόλη ξανά να βρούμε κάποιο κορίτσι απ’ τα γνωστά να μας βοηθήσει.
Βρήκαμε. Το πήραμε μαζί μας, μες τη χαρά ήταν γιατί το μεροκάματο είχε εξασφαλιστεί, του τάξαμε πράματα και θάματα, μας βοήθησε όμως εκεί στο νεκροταφείο, γιατί η γιαγιά θυμήθηκε, όταν άκουσε στη γλώσσα της ότι κάτι θα της δώσουμε.
Μας πήρε και μας πήγε στον τάφο του. Τώρα είχε κι αρκετή παρέα ο μπάρμπας δίπλα του. Αλλά παρά τα εικοσιπέντε χρόνια που πέρασαν, ο μπάρμπας ήταν εκεί λες και περίμενε. Ο τάφος του περιποιημένος, είχε και φυτεμένα λουλούδια γύρω, γύρω. Και πάνω στην πλάκα μια φρέσκια, το πολύ χθεσινή ανθοδέσμη γαρύφαλλα. Μόνο τα γράμματα είχαν ξεθωριάσει, μα θα το φρόντιζε η γιαγιά του νεκροταφείου με εκατό δολάρια.
Ρωτήσαμε ποιος περιποιείται τον τάφο τόσο πολύ.
Κι εγώ είπε η γριούλα, μα και τ’ άλλα κορίτσια που ήταν τότε στην κηδεία του, όταν έρχονται εδώ.
– Ήσουν κι εσύ στην κηδεία;
Ήταν. Και ήταν το κορίτσι του Τρίτου μηχανικού, που έκανε ο μπάρμπας μαζί του βάρδια. Ήταν απ’ αυτές που τον ξενύχτησαν κι έκλαψαν στην κηδεία.
Κι έτσι ο μπάρμπα-Νικόλας βρήκε στη Χιλή την οικογένεια που στερήθηκε. Βρήκε τη γυναίκα που θα του άναβε ένα κερί, θα του άφηνε ένα λουλούδι. Τόσα χρόνια!
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback