Ο Λένιν είναι απλός σαν την αλήθεια
Από τώρα πρέπει να το ’χουμε καθαρό τι θα κάνουμε αμέσως μόλις πάρουμε την εξουσία…Να ξεκαθαρίσουμε…θα ’ναι ένα κράτος σαν την Κομμούνα, χωρίς όμως ουτοπίες, γιατί εμείς βλέπουμε αρκετά καθαρά τι δυσκολίες θα ’βρει μπροστά της η νέα σοσιαλιστική κοινωνία, με τον κόσμο που έχουμε τώρα στη διάθεσή μας…
Ο Εμμανουήλ Καζακέβιτς γεννήθηκε στην Ουκρανία το 1913 και πέθανε το 1962 στη Μόσχα. Σπούδασε μηχανολόγος αλλά ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και το θέατρο. Στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συμμετείχε στην άμυνα της Μόσχας , στην απελευθέρωση της Βαρσοβίας και στην τελική επίθεση εναντίον του Βερολίνου με τον Κόκκινο στρατό. Τραυματίστηκε τρεις φορές.
Έγραψε διηγήματα και μυθιστορήματα όπως το «Αστέρι», «Δύο στη στέπα», «Άνοιξη στον Οντέρ», «Η καρδιά του φίλου», «Ένα σπίτι στην πλατεία».
Λίγο πριν το θάνατό του έγραψε τη νουβέλα «Το γαλάζιο τετράδιο». Ένα τετράδιο του Λένιν με γαλάζιο εξώφυλλο στο οποίο συγκέντρωνε τις σημειώσεις του από τη μελέτη έργων του Μαρξ και του Ένγκελς για το κράτος και την επανάσταση, έδωσε τον τίτλο στο έργο. Από αυτές τις σημειώσεις ξεπήδησε η μπροσούρα του Λένιν «Κράτος και Επανάσταση. Η διδασκαλία του Μαρξισμού για το Κράτος και τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάσταση.»
Η ιστορία εκτυλίσσεται λίγους μήνες πριν το ξέσπασμα της Οχτωβριανής Επανάστασης και στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Ο Λένιν με απόφαση της πλειοψηφίας της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος των Μπολσεβίκων βγαίνει στην παρανομία και κρύβεται στο Ραζλίφ, αγροτική περιοχή, δίπλα σε λίμνη, στην καλύβα ενός μπολσεβίκου εργάτη, του Εμελιάνοφ. Η απόφαση αυτή πάρθηκε όταν η Προσωρινή Κυβέρνηση στις 7 Ιουλίου 1917 δημοσίευσε διάταγμα για τη σύλληψη και προσαγωγή σε δίκη του Λένιν. Στη καλύβα αυτή ο Λένιν έμεινε δύο μήνες μέχρι την ημέρα που έφυγε μεταμφιεσμένος και με το επώνυμο Ιβανόφ για την Φινλανδία. Μαζί του έμεινε και ο Γρηγόρι Ζηνόβιεφ, μέλος της ΚΕ του Κόμματος των Μπολσεβίκων.
Ο Καζακέβιτς κατορθώνει να αναπλάσει λογοτεχνικά και να αποδώσει με ρεαλιστικότητα, ζωντάνια, αμεσότητα και παραστατικότητα την πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση του Λένιν με τον Ζηνόβιεφ για το φλέγον ζήτημα που ανέκυπτε, της πραγματοποίησης ή όχι της σοσιαλιστικής επανάστασης. Ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει την επεξεργασία της στρατηγικής της προετοιμασίας της επανάστασης από τον Λένιν, τις αντιδράσεις του Ζηνόβιεφ και τη σφοδρή αντιπαράθεσή τους, αλλά και όλο το κλίμα της εποχής όπως δίνεται μέσα από τις εφημερίδες και τις αντίπαλες ιδεολογικές θέσεις.
Δίπλα σε αυτούς τους δυο ζουν και κινούνται απλοί άνθρωποι, εργάτες, χωρικοί, η γυναίκα και τα παιδιά του Εμελιάνοφ, επαναστάτες με τους οποίους ο Λένιν διατηρούσε επαφές, αλλά ακούγονται και τα ονόματα των άλλων, εκείνων που βρέθηκαν απέναντί του. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο συγγραφέας προσπαθεί να διεισδύσει στην ψυχολογία τους και να αποτυπώσει τις εκδηλώσεις της στα πρόσωπα και στις κινήσεις των ηρώων του.
Όλα αυτά διαδραματίζονται μέσα σε ένα απλό αγροτικό τοπίο με όμορφες περιγραφές της φύσης και των ανθρώπων. Μέσα σε αυτό το τοπίο αναδεικνύεται και η ανθρώπινη πλευρά του Λένιν με τη συμμετοχή του σε απλές ανθρώπινες δραστηριότητες όπως το κολύμπι ή το μάζεμα μανιταριών.
Το έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά το 1965 και επανεκδόθηκε το 1977 από τις εκδόσεις Θεμέλιο. Το 1966 εκδόθηκε και από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις στο Βουκουρέστι.
Το 2011 επανεκδόθηκε από τη Σύγχρονη Εποχή στο πλαίσιο του γιορτασμού των 94 χρόνων από την Οχτωβριανή Επανάσταση. Συμπεριλαμβάνεται και το διήγημα «Εχθροί”.
Η μετάφραση από τα ρώσικα έγινε από τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο.
Για όποιον δεν έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει το «Γαλάζιο τετράδιο» μπορεί να διαβάσει δυο βιβλιοπαρουσιάσεις, εδώ και εδώ.
Μια φίλη που διάβασε το βιβλίο είπε ότι είναι σα να έχεις τον ίδιο τον Λένιν απέναντί σου, να τον ακούς να μιλάει και να καταλαβαίνεις αυτά που σου λέει. Θυμήθηκε τις ατέρμονες συζητήσεις στα φοιτητικά αμφιθέατρα. Κάποιοι έλεγαν ότι ο Λένιν είναι δύσκολος. Κάποιοι ότι είναι απλός σαν την αλήθεια. Όμως, πέρα από την αμεσότητα και την απλότητα του άλλου, έχει σημασία και με ποια διάθεση αντιδράει του καθένα ο δέκτης…
Απόσπασμα από το «Γαλάζιο τετράδιο»
(…) Έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Όλος ο κόσμος είχε πάψει τώρα να υπάρχει. Καμιά ανυπομονησία το πρωί για τις εφημερίδες, το φαΐ μόλις το άγγιζε, πράμα που καταστεναχωρούσε τον Εμελιάνοφ σε τούτη τη μεριά της λίμνης και τη Ναντιέζντα Κοντράτιεβνα στην αντικρινή.
Από τις πρώτες μέρες είχε μιλήσει στον Ζινόβιεφ για το καινούργιο του έργο. Ήταν μονάχοι οι δυο τους έξω από το καλύβι. Ο Εμελιάνοφ είχε πεταχτεί απέναντι για δουλειές του κι ο Κόλια μάζευε στο δάσος μανιτάρια για το βράδυ.
– Θα ’ναι νομίζω μια πολύ χρήσιμη δουλειά, έλεγε ο Λένιν φέρνοντας κατά τη συνήθειά του σύντομες κοφτές βόλτες. Από τώρα πρέπει να το ’χουμε καθαρό τι θα κάνουμε αμέσως μόλις πάρουμε την εξουσία, να έχουμε το πρόγραμμά μας. Να ξεκαθαρίσουμε το χαρακτήρα, κι αν θέλετε όχι μόνο το χαρακτήρα μα και το στιλ ζωής του εργατικού μας κράτους, που θα ’ναι ένα κράτος σαν την Κομμούνα, χωρίς όμως ουτοπίες, γιατί εμείς βλέπουμε αρκετά καθαρά τι δυσκολίες θα’ βρει μπροστά της η νέα σοσιαλιστική κοινωνία, με τον κόσμο που έχουμε τώρα στη διάθεσή μας… Στο κράτος μας θα κυβερνάει το προλεταριάτο, δημοκρατία δηλαδή για τη γιγάντια μερίδα του λαού, μα αμείλικτη στάση απέναντι στους καταπιεστές του και στους αδιόρθωτους εκείνους «ερασιτέχνες» του καταραμένου αυτού καθεστώτος, τους διάφορους τεμπέληδες και χαραμοφάηδες, τα κάθε λογής μαμόθρεφτα, τους απατεώνες, τους λωποδύτες, τους τρομοκράτες… Θα ’ναι ένα κράτος χωρίς προηγούμενο που σιγά σιγά θα εξαφανίζεται. Θα πεθάνει όταν οι άνθρωποι θα ’χουν πια συνηθίσει να σέβονται τους νόμους της κοινωνίας κι η δουλειά τους θα ’χει γίνει τόσο αποδοτική ώστε ο κάθε πολίτης να ’ναι εθελοντής εργαζόμενος, να δουλεύει όσο κι όπως μπορεί… Και δε θα υπάρχουν γραφειοκράτες με παχυλούς μισθούς, όλοι οι υπάλληλοι της νέας κοινωνίας θα βγαίνουν μ’ εκλογές κι ο λαός θα μπορεί να τους αλλάζει οποιαδήποτε στιγμή, ο λαός θα ελέγχει τους πάντες και τα πάντα. Κανέναν δεν πρόκειται ν’ αφήσουν οι εργάτες να το ρίξει στην παλαβή, τίποτα δε θα ξεφεύγει απ’ το λαϊκό έλεγχο και οι αρχές της κοινωνίας θα γίνουν στον καθένα συνήθεια… Τούτη δω η μπροσουρίτσα θ’ ανοίξει μέτωπο με τις δυο παμπάλαιες αμαρτίες της πολιτικής, που είναι κι οι δυο εξίσου βλαβερές: την αναρχική μεγαλοπραγμοσύνη που είναι ανίκανη ή δε θέλει να δει την ωμή πραγματικότητα, και τη λιπόψυχη μυωπία εκείνων που δεν μπορούν και δε θέλουν να δουν πέρα από τη μύτη τους, δε βλέπουν το σκοπό, την προοπτική και το μέλλον. Έχει δίκιο ο Ένγκελς. Το κράτος είναι ένα κακό που οι νικητές προλετάριοι το παίρνουν απάνω τους σαν κακή κληρονομιά. Μα όταν το προλεταριάτο νικήσει, θα σαρώσει τις πιο μαύρες πλευρές του, δε θα μπορέσει όμως να το καταργήσει ολότελα, θα το διατηρήσει όσο που οι νέες γενιές, μεγαλωμένες μέσα στην ελεύθερη κοινωνία, να πάρουν και να πετάξουν στα σκουπίδια όλη αυτή τη σαρανταπληγιασμένη αμαρτία που λέγεται κράτος… Θα προσπαθήσω επίσης ν’ αποδείξω πόσο δε στέκει πια το παλιό σχήμα, ότι οι Γάλλοι τάχα θα’ ναι εκείνοι που θα κάνουν την αρχή και κατόπιν θα ’ρθουνε οι Γερμανοί να στερεώσουν τις νέες κατακτήσεις… Όχι, θ’ αρχίσει η Ρωσία! Δεν πρόκειται για κανενός είδους μεσσιανισμό, τέτοια είναι η θέληση της ιστορίας… Την μπροσουρίτσα θα την ονομάσω Κράτος κι Επανάσταση.
Ο Ζινόβιεφ άκουγε. Τα λόγια του Λένιν μια τον τίναζαν ψηλά, μια τον βρόνταγαν χάμω. Ήταν καθισμένος ανακούρκουδα με το κεφάλι χαμηλά κι ανακάτευε στα δάχτυλά του το βρεγμένο χορτάρι. Δεν καταλάβαινε πώς τα κατάφερε ο Λένιν κι έχασε τόσο πολύ την αίσθηση της πραγματικότητας, ώστε να πιστεύει στα σοβαρά ότι σε λίγο καιρό θα ’χουν την εξουσία στα χέρια τους. Και νοιάζεται μάλιστα από τώρα να ξεκαθαρίσει τι ακριβώς θα ’ναι το κράτος στη Ρωσία ύστερα από την επανάσταση! Αυτό πια καταντούσε πολύ επικίνδυνο για τις ίδιες τις τύχες της επανάστασης! Έστω όμως, ας πούμε προς στιγμήν ότι έχει δίκιο, ότι την εξουσία θα την πάρουμε κι ότι το καθεστώς του Κερένσκι δεν μπορεί να κρατηθεί άλλο. Από μια τέτοια επιτυχία δε θα ’χαμε να κερδίσουμε τίποτα, αντίθετα θα βγούμε ζημιωμένοι. Τι θα κάνουμε, αν υποθέσουμε ότι παίρνουμε την εξουσία; Θα καταργήσουμε τις συνεδριάσεις και τις συγκεντρώσεις και θ’ αρχίσουμε να βγάζουμε φιρμάνια και διατάγματα; Πολύ καλά, αλλά ποιος θα εκτελέσει τις διαταγές μας; Ο στρατός ανίκανος και σμπαραλιασμένος, θ’ αναγκαστεί να παραδώσει τη Ρωσία στους Γερμανούς ή στην Αντάντ, οι μουζίκοι δεν πρόκειται να μας δώσουν σπειρί σιτάρι, τα εργοστάσια θα’ χουν μείνει δίχως πρώτες ύλες. Με τι, λοιπόν, θα ταΐσουμε τα εκατομμύρια τους πεινασμένους; Οι εργάτες ιδέα δεν έχουν τι θα πει οικονομία, τι θα πει αγορά και συνάλλαγμα κλπ., ο Λένιν όμως τα ξέρει αυτά θαυμάσια. Πώς, λοιπόν, θ’ αποφασίσει να ριχτεί σ’ ένα τέτοιο τεράστιο κίνδυνο, πώς μπορεί να ισχυρίζεται ότι είμαστε σε θέση, αμέσως κιόλας, να πάρουμε την εξουσία;
Είχε φτάσει η στιγμή να μιλήσει μαζί του καθαρά, να συγκρατήσει τα παράτολμα βήματά του, που τους έφερναν όλους μπροστά σε θανάσιμους κινδύνους. Έπρεπε να μιλήσει μαζί του όσο μπορούσε πιο ήρεμα, να μη δείξει την ταραχή του και τους βαθύτερους φόβους του.
Σηκώθηκε και χαμογελώντας είπε:
– Ώστε πιστεύετε αυτό που είπε ο Λιασέβιτς; Ότι θα γίνετε εντός ολίγου πρωθυπουργός;
– Πρωθυπουργός;
Ο Λένιν παραξενεύτηκε, γρήγορα όμως θυμήθηκε κι έβαλε τα γέλια.
– Α… Ναι βέβαια, το πιστεύω! Είμαι βέβαιος.
– Α – χα – χα… Τόσο σας έχει απορροφήσει το έργο σας και το προλεταριακό κράτος του μέλλοντος ώστε, πολύ το φοβάμαι, δε βλέπετε τι γίνεται σε τούτο το σημερινό κράτος που λέγεται Ρωσία.
– Νομίζετε;
Το βλέμμα του Λένιν σκοτείνιασε.
– Δε θα ’θελα να μιλούσα γι’ αυτό…
– Όχι, να μιλήσουμε… Μέρες τώρα σας βλέπω πολύ σκεφτικό…
– Απλώς σας έχει απορροφήσει το έργο σας. Κι έπειτα βλέπω ότι έχετε σχεδόν πάψει να μιλάτε μαζί μου. Γίνατε άλλος άνθρωπος, πώς αλλάζετε όμως αμέσως μόλις έρχεται κανείς από την Πετρούπολη!… Μήπως έγινε, λοιπόν, βαρετή η παρουσία μου σ’ αυτή την ακατοίκητη νήσο; Ίσως κι ο Ροβινσώνας να ’βρισκε κάποτε ενοχλητική τη συντροφιά του μοναδικού συγκάτοικού του…
– Θέλατε, νομίζω να πείτε κάτι σοβαρό!
– Βρίσκω, λοιπόν, ότι τόσο εσείς όσο και η Κεντρική Επιτροπή ακολουθάτε σε πολλά πράματα λαθεμένη τακτική. Γίνεται μια ταχυδακτυλουργία συνθημάτων!
– Δεν ταχυδακτυλουργώ, παρά λέω την αλήθεια με κάθε νέα στροφή που παίρνει η επανάσταση. Όσο απότομη κι αν είναι η στροφή που παίρνουμε. Ενώ εσείς φοβάστε, μου φαίνεται, να πείτε την αλήθεια. Προτιμάτε να κάνετε προλεταριακή πολιτική με τους τρόπους που χρησιμοποιούν οι αστοί. Οι ηγέτες που λένε την αλήθεια μόνο μεταξύ τους, μόνο μέσα στον κύκλο τους και δεν βγαίνουν να τα πούνε έξω στις μάζες επειδή τάχα οι μάζες είναι αμόρφωτες και δεν καταλαβαίνουν, δεν μπορεί να είναι ηγέτες του προλεταριάτου. Νομίζω ότι πάντοτε πρέπει κανείς να λέει την αλήθεια. Αν, λόγου χάρη, μας νίκησαν κάπου, δεν πρέπει να παρουσιάζουμε την αποτυχία μας για νίκη, κι αν έρθουμε στην ανάγκη να κάνουμε κάποια υποχώρηση, ας το πούμε ανοιχτά ότι κάνουμε υποχώρηση. Αν πάλι πετύχαμε μια εύκολη νίκη, δεν είναι ανάγκη να ισχυριζόμαστε ότι χύσαμε ποτάμια αίμα – και το αντίθετο, αν ο αγώνας ήταν δύσκολος και κοπιαστικός δε θα κρύψουμε τις θυσίες μας, θ’ αναγνωρίσουμε τα λάθη μας ανοιχτά δίχως να φοβόμαστε μήπως μειωθεί το κύρος μας και η υπόληψή μας, πράμα που θα το πάθουμε όταν κρύψουμε την αλήθεια. Κι αν αναγκαστούμε από τα πράματα ν’ αλλάξουμε πορεία, θα το πούμε κι αυτό και δε θα προσπαθήσουμε να βγάλουμε το μαύρο άσπρο. Λέγε την αλήθεια στους εργάτες, αν πιστεύεις στο ταξικό τους ένστικτο και στην επαναστατική τους κρίση. Αν δεν πιστεύεις…- αυτό πια για ένα μαρξιστή είναι χρεοκοπία και αίσχος. Ακόμη και η εξαπάτηση του εχθρού είναι επικίνδυνη, πραγματικά δίκοπο μαχαίρι, που πρέπει να το χειρίζεται κανείς με πολλή προσοχή κι ανάλογα κάθε φορά με τα πράματα. Τους εχθρούς από τους φίλους δεν τους χωρίζουν και τόσο μεγάλες αποστάσεις, έχουν κι αυτοί τις επιδράσεις τους στους εργάτες και ξέρουν δοκιμασμένους τρόπους να τους εξαπατάνε, ώστε τους ελιγμούς τους δικούς μας θα προσπαθήσουν – και θα πετύχουν πολλά! – να τους παρουσιάσουν για καθαρή απάτη. Το να μη λέμε την αλήθεια στις μάζες για να εξαπατήσουμε τάχα τον εχθρό είναι μια πολιτική κοντόφθαλμη και μωρή. Το προλεταριάτο θέλει να ξέρει την αλήθεια, τίποτ’ άλλο δεν μπορεί να βλάψει τόσο όσο ένα χρυσωμένο κουτοπόνηρο ψέμα.
Ο Ζινόβιεφ γέλασε νευρικά.
– Υπάρχει αλήθεια και αλήθεια. Δεν επιτρέπεται να γινόμαστε αφελείς. Τον Απρίλη, αμέσως μόλις ήρθατε, στο λόγο σας στο Ταβρίτσεσκι είπατε ότι δεν έχετε ακόμη σχηματίσει ολοκληρωμένη εικόνα για τα γεγονότα γιατί δεν προλάβατε να μιλήσετε παρά μόνο μ’ έναν εργάτη. Ομηρικά γέλια προκαλέσατε τότε στους μενσεβίκους και αρκετή σύγχυση μεταξύ των δικών μας.
– Μάλιστα, είχα το λόγο μου που το είπα. Γιατί απλούστατα έτσι ήταν. Κι όταν κατόπι σ’ άλλη ομιλία μου είπα πως είδα στο μεταξύ πολλούς εργάτες κι ότι ξέρω καλά τι σκέφτονται, με πίστεψαν όλοι… Ο Θεός να μας φυλάξει να μη γνωρίσει ποτέ το κόμμα μας τέτοιες μέρες, όταν η πολιτική του θα κανονίζεται εν κρυπτώ και παραβύστω, κάπου εκεί στις ανώτερες ηγετικές σφαίρες, σε ιδιαίτερα διαμερίσματα όπου θα τα κανονίζουμε όλα εμείς οι έξυπνοι που θα ξέρουμε την αλήθεια, ενώ στις μάζες θα λέμε τη μισή αλήθεια, κι αύριο το ένα τέταρτο, μεθαύριο το ένα όγδοο και ούτω καθεξής…
– Καλά κι άγια όλα αυτά, κοιτάχτε όμως τι γίνεται τώρα. Έχουμε γίνει κυριολεκτικά σμπαράλια κι εσείς μιλάτε για ένοπλη εξέγερση που θα φέρει στην εξουσία το προλεταριάτο, μόλο που οι δυνάμεις μας τώρα… Αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε στα σύννεφα!
– Α, να, λοιπόν, περί τίνος πρόκειται! Φοβάστε τις τολμηρές λύσεις!
– Τις παράτολμες λύσεις φοβάμαι…
– Φοβάστε αυτό που επιδιώκαμε σ’ όλη μας τη ζωή, ό,τι δεν παύαμε να κηρύχνουμε και να ονειρευόμαστε – την επανάσταση του προλεταριάτου!
– Φοβάμαι ένα πρόωρο ξέσπασμα που θα ’ναι καταδικασμένο ν’ αποτύχει. Και τότε τα χάνουμε όλα!
– Όλα δε χάνονται ποτέ. Όλα ίσως να τα χάσουμε εγώ κι εσείς, ο Ουλιάνωφ, ο Ζινόβιεφ, η Κρούπσκαγια, η Λίλινα. Το προλεταριάτο δεν πρόκειται ποτέ να χάσει τα πάντα, σας θυμίζω τη φράση που την ξέρετε καλά – δεν έχει να χάσει παρά τις αλυσίδες του. Ιδανικές περιστάσεις για να κάνουμε επαναστάσεις χωρίς να διακινδυνεύουμε κάτι δεν υπάρχουν… Τα λόγια σας μου θύμισαν τον Τάκιτο, αυτά που γράφει για κάποιον από τους Ρωμαίους συνωμότες, αν δεν κάνω λάθος τον Πιζόν. Η σκέψη του φαίνεται αφελής, δείχνει όμως πολύ λεπτή παρατήρηση. «Τον συγκρατούσε, λέει, η επιθυμία του να μην τον υποβάλουν σε τιμωρία, πράμα που τον εμπόδιζε να λάβει σοβαρές αποφάσεις.» Μου φαίνεται, λοιπόν, Γρηγόρι, ότι το ίδιο κάνετε κι εσείς τώρα, σαν το διστακτικό εκείνο Ρωμαίο. Αλλά σοβαρά πράματα δεν μπορεί να γίνουν αν δεν διακινδυνεύσουν να μας «υποβάλουν σε τιμωρία»…
– Αν δεν κάνω λάθος θέλετε να πείτε ότι δειλιάζω. Μου φαίνεται όμως ότι με ξέρετε καλά…
– Δεν πρόκειται για προσωπική δειλία…
– Μα κοιτάξτε τι γίνεται στο στρατό! Αυτοί οι αμόρφωτοι φαντάροι κατεβαίνουνς σε συγκεντρώσεις και καταψηφίζουν «τους προδότες οπαδούς του Λένιν»…
– Ναι, αλλά την ίδια στιγμή απαιτούν ειρήνη και γη, δηλαδή τα ίδια ακριβώς που απαιτούν κι οι «προδότες οπαδοί του Λένιν». Τι θα πει αυτό; Μα ότι υποστηρίζουμε τα ριζικά συμφέροντα του λαού. Πάνω σ’ αυτό τίποτα δεν μπορούν να κάνουν ο Μιλιουκόφ κι ο Κερένσκι.
– Χμ, ξέρουμε από την ιστορία ότι κι άλλα κόμματα υποστήριζαν τα ριζικά συμφέροντα του λαού, στο τέλος όμως την έπαθαν. Αυτό που λέτε τώρα είναι φιλοσοφία και όχι πολιτική.
Τα μάτια του Λένιν άστραψαν, συγκρατήθηκε όμως κι είπε ήρεμα και μάλιστα στην αρχή μ’ εύθυμο τόνο:
– Ο Πλάτων έχει πει πως όσο οι φιλόσοφοι δε θα μετέχουν στη διαχείριση των κοινών ή οι άρχοντες δε θα μάθουν να φιλοσοφούν, όσο δηλαδή κρατική εξουσία και φιλοσοφία δε θα ’χουν συμπέσει, είναι μάταιο να περιμένουμε το τέλος του κακού. Όταν πάρουμε την εξουσία στα χέρια μας – κι αυτό θα γίνει σύντομα, μην κουνάτε το κεφάλι, Γρηγόρι…- η εξουσία μας θα στηρίζεται στη μαρξιστική φιλοσοφία κι αν θα την ακολουθήσουμε , όχι βέβαια στα λόγια, παρά με τα έργα μας, ώστε δηλαδή οι ίδιες οι μάζες του λαού να πάρουν την υπόθεση του σοσιαλισμού στα χέρια τους, να μεγαλουργήσει η δύναμή τους και το πρακτικό τους δαιμόνιο, τότε βέβαια θα μπορέσουμε να φτιάξουμε τη νέα κοινωνία δίχως σοβαρά λάθη…
– Φοβάμαι ότι σεις τώρα αφήσατε πολύ πίσω τις μάζες, τρέχετε, ανυπομονείτε και πρέπει κάποιος να σας κρατάει από το μανίκι… Γιατί δεν είναι ώρα για τρεξίματα τώρα, είναι ώρα να ταχτοποιηθούμε κάπως και να περιμένουμε.
Ο Λένιν που συνέχιζε να βηματίζει σταμάτησε απότομα.
– Να περιμένουμε; Μα ποιος άλλος περίμενε τόσο όσο εμείς οι Ρώσοι μαρξιστές; Λίγο, λοιπόν, περιμέναμε; Τι άλλο κάναμε όλα τούτα τα χρόνια από τότε που μπάσαμε στο αίμα μας τον επιστημονικό σοσιαλισμό και πιστέψαμε στην εργατική τάξη και στη νίκη της; Λίγες φορές πνίξαμε μέσα μας την οργή και την απόγνωση που αισθανθήκαμε συχνά ως άνθρωποι μπροστά στην κακοήθεια και στις ατιμίες που μεταχειρίστηκαν οι εχθροί μας για να μας τρομοκρατήσουν και να μας εξοντώσουν; Λίγες φορές χρειάστηκε να πνίξουμε τα αισθήματά μας επειδή ακριβώς ξέραμε τι θα πει να μπορεί κανείς να περιμένει, να δουλεύει, να συγκεντρώνει τις δυνάμεις του και να προσπαθεί να πείσει τους άλλους; Αλλά για θυμηθείτε. Ακόμη και τις θέσεις του Απρίλη που πολλοί μέσα στο κόμμα τις είπαν αντάρτικο, πρωτάκουστη πειρατεία, αναρχισμό, μπλανκισμό – μήπως κι εκεί δεν έλεγα ότι το κύριο καθήκον μας είναι η «διαφώτιση», δεν έλεγα μ’ άλλα λόγια ότι πρέπει να περιμένουμε; Ο Κάμενεφ μου έκανε, όπως θυμάστε, κριτική εξ αριστερών, είπε ότι διαφώτιση δε σημαίνει πολιτική. Πολιτική, κατά τη γνώμη του, θα πει να το ρίξουμε στις μηχανορραφίες με τ’ άλλα κόμματα, να φτιάχνουμε και να διαλύουμε συνασπισμούς και συμμαχίες, να βγάζουμε δεκάρικους λόγους από το βήμα του κοινοβουλίου! Και ρωτάω ακόμη: όταν είχαμε τα γεγονότα του Ιούλη, δεν επέμεινα, παρόλο που ίσως υποτίμησα τις επαναστατικές διαθέσεις των μαζών, να σταματήσει αμέσως κάθε ένοπλη εκδήλωση και να περιοριστούμε σε ειρηνικές εκδηλώσεις; Λίγο, λοιπόν, περιμέναμε;… Αλλά έρχονται και στιγμές που αναμονή σημαίνει έγκλημα. Και μια τέτοια στιγμή μπορεί να ’ρθει, και αναμφισβήτητα θα ’ρθει, πολύ γρήγορα, κι αν τότε δεν μπορέσουμε να δράσουμε θα πει ότι δεν είμαστε σοσιαλιστές, αλλά δημοκόποι και φανφαρόνοι και μ’ όλο της το δίκιο η εργατική τάξη θα μας στείλει κατά διαβόλου. Αν, λοιπόν, εξακολουθούμε και τότε να περιμένουμε, αν δεν αναθεματίσουμε κάθε είδους αναμονή και απραξία, όπως κάποτε ο Φάουστ, θα πει ότι είμαστε δειλοί και ανίκανοι και η ιστορία δε θα μας το συχωρέσει ποτέ!
Ο Ζινόβιεφ άκουγε σιωπηλός, τον είχε συγκλονίσει ο τραγικός τόνος που πήραν ξαφνικά τα λόγια του Λένιν. Ύστερα με φανερή απελπισία αναφώνησε:
– Μα το καταλαβαίνετε τι σημαίνει να πάρουμε την εξουσία τώρα – στα χάλια που βρίσκεται η σημερινή Ρωσία;
– Αν το καταλαβαίνω, ρώτησε ο Λένιν που είχε στο μεταξύ ηρεμήσει και κοίταζε μ’ επιμονή τον Ζινόβιεφ. Μάλιστα, το καταλαβαίνω περίφημα. Νύχτα και μέρα άλλο δεν κάνω παρά να το σκέφτομαι και μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως από την υπόθεση αυτή πρήστηκε το κεφάλι μου. Η «σημερινή Ρωσία»! Μα για να φτιάξουμε την αυριανή Ρωσία θα ξεσηκώσουμε τη σημερινή, άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Μας δέρνει η αμορφωσιά και το βαθύ σκοτάδι; – το ξέρω. Η αθλιότητα κι ο πρωτογονισμός; – σύμφωνοι. Αυτές όμως τις προαιώνιες αμαρτίες της ρωσικής ζωής άμα πάρουμε την εξουσία θα μπορέσουμε να τις ξεριζώσουμε δυο, δέκα κι εκατό φορές γρηγορότερα… Είναι επίσης αλήθεια ότι οι εργάτες μας είναι απολίτιστοι κι αγράμματοι, αν τους συγκρίνουμε με τους εργάτες της Δύσης… Αυτό κάνει πιο δύσκολο το έργο μας. Το ζήτημα όμως έχει και την άλλη του πλευρά: το Ρώσο εργάτη δεν τον έχει μολύνει το δηλητήριο της ιδιοκτησίας, του κέρδους, της φιλισταϊκής καλοπέρασης, αυτή η καθημερινή προπαγάνδα που είναι θαυμάσια οργανωμένη στη Δύση και διαποτίζει τα πάντα. Στις καρδιές των δικών μας εργατών χτυπάει το ασίγαστο μίσος κατά των εκμεταλλευτών και το μίσος αυτό είναι «η αρχή κάθε σοφίας», η βάση κάθε επαναστατικής δράσης…
Ο Λένιν σώπασε και πρόσθεσε:
– Εν πάση περιπτώσει υπάρχει κόμμα, υπάρχει Κεντρική Επιτροπή και αυτοί θ’ αποφασίσουν.
– Αυτά είναι λόγια! έκανε με πεσμένη φωνή ο Ζινόβιεφ. Λόγια! Το ξέρετε πολύ καλά ότι η γνώμη σας έχει αποφασιστική σημασία για την Κεντρική Επιτροπή.
– Έστω, το θεωρώ τιμή μου ότι μπορώ και πείθω τους συντρόφους μου. Ο καθοδηγητής οφείλει να πείθει μέσα σε μια απόλυτη ελευθερία γνώμης. Αφού όμως αποφασίσουμε κάτι, ελευθερία γνώμης δεν υπάρχει. Θα σας θυμίσω το Ρωμαίο εκείνο στρατηγό που δε δίστασε να θανατώσει το ίδιο το παιδί του επειδή τόλμησε ν’ απειθαρχήσει εν ώρα μάχης. Η ρωμαϊκή δημοκρατία ήξερε τι εστί πειθαρχία. Γι’ αυτό άλλωστε κι ο αρχαίος εκείνος μαχαλάς των Λατίνων έγινε μετά Ρώμη…
Ο Ζινόβιεφ κάτι συνέχισε να λέει, ανάφερε τσιτάτα από τον Μαρξ, τον Ένγκελς, τον Προυντόν, μα ο Λένιν είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον για συζήτηση.
Βράδιασε στο μεταξύ, ένα βράδυ σταχτί, συννεφιασμένο. Η βροχή άρχιζε και σταμάταγε, από τη λίμνη ανέβαινε ψύχρα. Η σιωπή γινόταν καταθλιπτική. Ο Ζινόβιεφ άκουγε το χτύπο της βροχής κι όλος ετούτος ο ανταριασμένος χώρος του φαινόταν σαν ένα μεγάλο ρολόι που μέτραγε το χρόνο της βαριάς σιωπής. Κοίταγε χαμηλά στο χώμα και περίμενε. Ο Λένιν τράβηξε πέρα στο χωράφι, ξαναγύρισε, στάθηκε λίγο κοντά στο καλύβι και πάλι τράβηξε στο δάσος – από το νου του Ζινόβιεφ πέρασε η σκέψη πως ο σύντροφός του έφευγε για να μην ξαναγυρίσει ποτέ πια. Σήκωσε το κεφάλι και τον είδε στην άκρη του δάσους στη συνηθισμένη στάση – τα πόδια στυλωμένα στο χώμα σαν να’ χε ριζώσει στη γη, το κεφάλι λίγο γερτό στο πλάι, οι αντίχειρες περασμένοι στις μανικότρυπες του γελεκιού. Σαν ν’ αφουγκραζόταν το θρόισμα των φύλλων ή το ρυθμό της βροχής. Σε λίγο φάνηκε να ξανάρχεται, έτοιμος θαρρείς να σωριάσει πάνω στο κεφάλι του Ζινόβιεφ τόνους καινούργια επιχειρήματα. Μα δεν είπε τίποτα, γύρισε πάλι προς το δάσος κι έτσι κάμποση ώρα πηγαινοερχόταν, αργά στην αρχή, πιο γρήγορα μετά – από το καλύβι στο δάσος κι από το δάσος στο καλύβι. Ο Ζινόβιεφ περίμενε περίμενε, τέλος μπήκε στο καλύβι.
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση.