Ανδρέας Κολλιαράκης – Οι εποχές της βίας
“Να μη λείπει κάθε μέρα το ψωμί. Να μη λείπει ένα χάδι τις νύχτες. Μα ίσως, τότε δεν θα είχα τι να σου γράψω. Με παραμύθια μάθαμε να διαβάζουμε. Με τραγούδια μάθαμε να περπατάμε.”
Ο Ανδρέας Κολλιαράκης, μεγάλωσε στη Βούλα και ζει στην Αθήνα. Απόφοιτος του 1ου Λυκείου Βούλας το 1999. Συμμετείχε ενεργά στις κινητοποιήσεις κατά των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων της τότε κυβέρνησης για την παιδεία. Ενταγμένος συνειδητά στο εργατικό κίνημα και την ταξική πάλη. Σπούδασε τεχνικός συντήρησης έργων ζωγραφικής και δημοσιογραφία. Έχει πλούσια επαγγελματική διαδρομή σε διάφορους τομείς. Υπηρέτησε τον χώρο του βιβλίου από διάφορες θέσεις. Τακτικός αρθρογράφος για πολλά χρόνια στο περιοδικό Βιβλιοφιλία και σε διάφορα άλλα έντυπα. Μέλος της Φιλαρμονικής Μπάντας του Δήμου Βούλας, παίζοντας τούμπα.
Συμμετείχε επαγγελματικά στο ανέβασμα μιας θεατρικής παράστασης ως φωνή. Υποψήφιος βουλευτής το 2012, υποψήφιος περιφερειακός σύμβουλος το 2014, με κινήσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Το 2019, υπήρξε υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με τη Λαϊκή Συσπείρωση Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης. Στηρίζει και συμπορεύεται με το ΚΚΕ. Έχει εκδόσει πέντε ποιητικές συλλογές. Συνεχίζει να αγωνίζεται και να δημιουργεί, με στόχο μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και χωρίς καταπίεση κάθε μορφής. “Οι εποχές της βίας” είναι η πέμπτη εκδοτική του προσπάθεια. Μια λιτή αυτοέκδοση, με μικρά προσωπικά κείμενα και εικόνες, με έντονο το κοινωνικό στοιχείο. Ακολουθούν αποσπάσματα:
iii
Και θα ‘ρθει η ώρα, να μου πεις πως έφταιξα. Να με κρίνεις. Θα σε κοιτάω, χωρίς να πω κάτι. Ή μάλλον θα πω. Αυτόν τον κόσμο, δεν τον διάλεξα. Αυτός ο κόσμος, δεν με διάλεξε. Κι έχω καιρό, χάσει την πίστη μου στον ουρανό. Εδώ στη Γη, είναι όλα. Εδώ ερχόμαστε και φεύγουμε. Ροές υπάρξεων βιαστικών. Η φθορά, συνοδεύει κάθε ανάσα μας. Και ξέρεις πόσο θέλω να ζήσω. ΝΑ ΖΗΣΩ! Να μη λείπει κάθε μέρα το ψωμί. Να μη λείπει ένα χάδι τις νύχτες. Μα ίσως, τότε δεν θα είχα τι να σου γράψω. Με παραμύθια μάθαμε να διαβάζουμε. Με τραγούδια μάθαμε να περπατάμε. Αυτή η αυλή, μένει γυμνή από χαμόγελα. Μια λέξη να κρατήσουμε από κάθε άνθρωπο, δεν φτάνουν τόμοι να καταγραφούν. Τα πουλιά, ξυπνάνε πάντα λίγο πριν ξημερώσει. Μα δεν πετούν τότε. Απλά, κουβεντιάζουν όσα ονειρεύτηκαν.
***
Σωθήκανε στις τσέπες μου σαν ψίχουλα παλιά/Κάτι στιχάκια βιαστικά και κάτι χαιρετούρες/Γυρίζω πάλι μόνος μου μα μ’έφαγαν οι σβούρες/Ξερός από ψιλά κι από αγκαλιά/Με κυνηγάνε βλέμματα που αρμόζουν σε σκιές/Κάθε γωνιά ως το σπίτι μου ένστολοι κι ασφαλίτες/Λυμένα τα αινίγματα μα ανύπαρκτοι οι λύτες/Τι μοιάζει πια καλό και υγιές/Προσωπικά κουράστηκα να μου μετράς πληγές/Η κοινωνία αφόδευσε σ’ όλη την ύπαρξη μου/Κι όσα για ‘μενα ήθελε κόβουν την όρεξη μου/Ποιες μένουνε λοιπόν επιλογές/Όσοι θέλαν ασφάλεια δεθήκαν με δεσμά/Θα ήμουν κάπως ευτυχής να σε έβλεπα για λίγο/Κουβέντες που δεν έγιναν στη σκέψη μου ανοίγω/Σκάβω όλα τα εντός μου με γκασμά/Σηκώθηκε ένας άνεμος σε ανάσες μου μικρές/Χορέψανε στα γένια μου ολόκληρα βιβλία/Μου λες να φύγουμε από εδώ πριν φύγει κι η Αγγλία/Μα οι εκδοχές μου κείτονται νεκρές/Κεντάς κάτασπρα σύννεφα για ένα γυμνό ουρανό/Κι όσο κοιμάσαι το γατί μπερδεύεται σε κύκλους/Τι να ‘ναι αυτό που τελικά μας κλέβει απ’ τους πιθήκους/Και ποιο όταν πεθαίνουμε αφήνουμε κενό/Σακάτεψα τα χείλη μου σε δανεικά φιλιά/Ακροβατούν στη γλώσσα μου κρυφές επιθυμίες/Κανείς δεν θέλει ειλικρινά να κάνει γνωριμίες/Αρκούνται σε ψηφιακά κελιά/Μα εγώ είδα τον ιδρώτα σου να στάζει και να κλαίς/Κι αργά κουτρουβαλιάστηκα σιμά στα πέλματα σου/Σκούπισα με το χέρι μου γυμνό τα αίματα σου/Και χάθηκα σε εικόνες σου θολές/Πολλά τα είπα μα εδώ για τώρα σταματώ/Η γη θα γίνει κόκκινη κι εμεις εξεγερμένοι/Μέσα στον κόσμο μα για εμάς ταυτόχρονα κρυμμένοι/Γαρύφαλλα κι αγκάθια όπου πατώ.