Ελένη Ζαφειρίου – Οι ηθοποιοί των μπουλουκιών ήταν υπέροχοι άνθρωποι
Στις 2 του Σεπτέμβρη 2004 έφυγε από τη ζωή η μεγάλη μας ηθοποιός Ελένη Ζαφειρίου, πιο γνωστή στους περισσότερους από τη συμμετοχή της σε δεκάδες ασπρόμαυρες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπου υποδυόταν συνήθως τη μάνα.
Στις 2 του Σεπτέμβρη 2004 έφυγε από τη ζωή η μεγάλη μας ηθοποιός Ελένη Ζαφειρίου, πιο γνωστή στους περισσότερους από τη συμμετοχή της σε δεκάδες ασπρόμαυρες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπου υποδυόταν συνήθως τη μάνα.
Η Ελένη Ζαφειρίου γεννήθηκε το 1916 στη Λάρισα και μεγάλωσε υιοθετημένη από οικογένεια ηθοποιών. Η θετή μάνα της και ο γιος της ήταν ηθοποιοί και όργωναν την Ελλάδα δίνοντας παραστάσεις με τον θίασο που είχαν συστήσει. Η μικρή Ελένη αναγκαστικά ακολουθούσε την οικογένεια. Όταν ήταν πολύ μικρή η μάνα της την κλείδωνε στα ξενοδοχεία που διέμεναν, όταν είχε παράσταση και όταν μεγάλωσε λίγο την έπαιρνε μαζί της στο θέατρο. Εκεί, όποτε απαιτούνταν από το έργο, η μικρή Ελένη Ζαφειρίου έπαιζε στο θίασο ρόλους παιδιών, όπως συνέβαινε με τα περισσότερα παιδιά ηθοποιών εκείνα τα χρόνια.
Στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο «Τι να σου πρωτοθυμηθώ βρε μάνα» η Ελένη Ζαφειρίου εκφράζεται με ευγνωμοσύνη και αγάπη για τη θετή μάνα της, που δεν ήθελε η κόρη της να ακολουθήσει τα χνάρια της και να γίνει κι αυτή ηθοποιός, αλλά την προόριζε για σπουδές. Περιγράφει τη ζωή της, μια ζωή δύσκολη και γεμάτη στερήσεις στα πρώτα της βήματα, όπως η ζωή των «μπουλουκτσήδων» της εποχής, των ηθοποιών δηλαδή που δεν είχαν σταθερή βάση, αλλά κατά ομάδες (μπουλούκια) περιόδευαν ανά την Ελλάδα για να βγάλουν τον επιούσιο υπηρετώντας την τέχνη τους.
Αν και η μάνα της την προόριζε για «άλλα πράγματα», η Ελένη Ζαφειρίου από μικρή κατάλαβε ότι θέλει να γίνει ηθοποιός. Όμως ένα περιστατικό ήταν αυτό που βάρυνε καθοριστικά στην απόφασή της, τόσο που καμιά αντίσταση δεν θα μπορούσε να κάμψει τη θέλησή της. Το παρακάτω απόσπασμα που αναφέρεται στο συγκεκριμένο περιστατικό είναι από το βιβλίο της Ελένης Ζαφειρίου «Τι να σου πρωτοθυμηθώ βρε μάνα» (εκδ. Πανός, Αθήνα 1991).
«Θα έχω να το λέω ότι οι ηθοποιοί των μπουλουκιών ήταν υπέροχοι άνθρωποι. Ήταν αγνοί, τρυφεροί, καλόκαρδοι, δεν τσιγκουνεύονταν να εκφράσουν τα ευγενικά αισθήματά τους ακόμα και με προσωπική θυσία, οικονομική και καλλιτεχνική. Αυτός είναι ο λόγος που όταν μπήκα στον κύκλο των μεγάλων καλλιτεχνών ξεχώρισα ελάχιστους με αυτά τα χαρίσματα, και τους λάτρεψα.
Ίσως να μη γνώριζα ποτέ τους μεγάλους καλλιτέχνες αν η μάνα μου δεν είχε μέσα της εκτός από τα τρυφερά αισθήματα, και κριτήρια καλλιτεχνικά. Μια μέρα μου λέει «αύριο ή μεθαύριο να πάμε να δεις ένα έργο που το ξέρεις κι έχεις παίξει». Πάντα μου άρεσαν οι εκπλήξεις γι’ αυτό δεν τη ρώτησα να μου πει καμιά λεπτομέρεια. Δεν άργησε όμως να έρθει η πολυπόθητη αυτή μέρα. Αφού ντυθήκαμε «ευπρεπώς» (έτσι το έλεγε η μάνα μου, της άρεσε η καθαρεύουσα) πήραμε την ανηφόρα της οδού Λένορμαν, φτάσαμε στο Μεταξουργείο, και από εκεί μπήκαμε στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου και σε λίγο φτάσαμε στο «Εθνικό Θέατρο». Στην πόρτα της έφεραν λίγες δυσκολίες γιατί είχαν μόνο μία θέση, γι’ αυτήν. Τους εξήγησε ότι θα καθήσει στην άκρη και ’γω θ’ ακουμπήσω στο χερούλι του καθίσματός της, χωρίς να ενοχλώ τους θεατές. Δεν επέμεναν περισσότερο, μπήκαμε στην πλατεία.
Θεέ μου, τι έκπληξη ήταν αυτή μόλις αντίκρισα το σκηνικό!!!
Η αυλαία ήταν ανοιχτή, δε χρειαζόταν ν’ ανοίξει για ν’ αρχίσει η παράσταση. Εγώ δε μπορούσα να φανταστώ το έργο που θα έβλεπα, γι’ αυτό αγωνιούσα ν’ αρχίσει. Επιτέλους άρχισαν και με τα πρώτα λόγια κατάλαβα ότι έπαιζαν τον «Οιδίποδα Τύρανο», έβλεπα τη μεγαλόπρεπη παράσταση του Φώτη Πολίτη χωρίς να ξέρω ότι Οιδίποδα έπαιζε ο Μεγάλος Βεάκης, Ιοκάστη η ανεπανάληπτη Παξινού, τους υπόλοιπους ρόλους ο Μινωτής, ο Ροζάν, ο Γιώργος Γληνός, ο Παρασκευάς, ο Κωστόπουλος, κι όλη η καλλιτεχνική αφρόκρεμα εκείνης της εποχής. Παρακολουθώντας αυτή την παράσταση, νοερώς αποφάσισα να ακολουθήσω το επάγγελμα του ηθοποιού, αλλά σ’ αυτό το χώρο. Στο φινάλε τους αποθέωσαν. Εγώ δεν είχα συνέλθει. Βρισκόμουν μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Όταν βγήκαμε απ’ το θέατρο και πήραμε τον κατήφορο για το σπίτι μας η μάνα μου με ρωτούσε πως μου φάνηκε η παράσταση. Εγώ, άκόμα δεν είχα συνέλθει από την κατάπληξη που μου είχε κάνει, και της απαντούσα μονολεκτικά… «Καλά», «ωραία»,… Ο νους μου ήταν πώς θα μπορέσω να βρω τρόπο να μπω σ’ αυτό το χώρο. Ήξερα ότι η μάνα μου εκτός που δεν ανήκε σ’ αυτό το καλλιτεχνικό περιβάλλον, αλλά και αν ακόμα τους γνώριζε, θ’ αντιδρούσε. Δεν θα με βοηθούσε, γιατί μόνο για ηθοποιό δεν με προόριζε.»