Knives out – Μαχαίρια έξω λοιπόν…
Τα “συντροφικά μαχαιρώματα” λαμβάνουν χώρα σε ένα αριστοκρατικό περιβάλλον που χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του, μαζί με τα προνόμιά του. Μια απολαυστική σάτιρα του αστικού κόσμου και μια καταιγιστική ταινία μυστηρίου, που δύσκολα θα απογοητεύσει τους φίλους του είδους.
Πριν ξεκινήσει η προβολή στην αίθουσα, εμφανίζεται ο σκηνοθέτης Ράιαν Τζόνσον στη μεγάλη οθόνη και ζητά από το κοινό να κρατήσει καλά το μυστικό και να μη μαρτυρήσει τη λύση του μυστηρίου σε όσους δεν το έχουν δει -η λεγόμενη σποϊλεριά- για να μη χάσουν το ενδιαφέρον τους.
Θα ήθελα να τον διαβεβαιώσω ότι και να ήθελα, δε θα μπορούσα να προδώσω και πολλά πράγματα από την πυκνή εξέλιξη με τις συνεχείς ανατροπές. Εντάξει, προφανώς μπορείς να πεις ότι το έκανε ο/η τάδε, αλλά αυτό δε λέει κάτι από μόνο του, το ζήτημα είναι να βρεις πώς και γιατί -περίπου όπως στα sudoku, όπου πρέπει να καταλάβεις γιατί μπαίνει κάπου ένας αριθμός κι όχι απλά να συμπληρώσεις το κουτάκι. Εξάλλου το έργο σου δίνει από την αρχή σχεδόν λυμένο το παζλ. Ή μήπως όχι;
Η ταινία συνίσταται ανεπιφύλακτα σε όσους είναι φίλοι του είδους και τους έχει λείψει η παλιά σχολή, που έδινε βάρος στην υπόθεση και την εξεύρεση του δολοφόνου. Χρειάζονται αρκετά φαιά κύτταρα -για να θυμηθούμε μια αγαπημένη φράση της Αγκάθα Κρίστι, που κατά μία έννοια είναι διαρκώς παρούσα στο έργο, σαν τιμώμενο πρόσωπο- ώστε να υποψιαστεί κανείς έστω και ένα μέρος της αλήθειας.
Συνάμα όμως, η ταινία είναι πολύ περισσότερα από αυτό. Ο τίτλος παραπέμπει στα συντροφικά μαχαιρώματα αλά ΠΑΣΟΚ, με τη δεσπόζουσα πατριαρχική παρουσία ενός 85χρονου συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων στην κεφαλή του “συνεδρίου”. Αυτή τη φορά όμως τα μαχαιρώματα λαμβάνουν χώρα σε καθαρά αριστοκρατικό περιβάλλον μιας εύπορης οικογένειας, που δίνει ωστόσο το στίγμα της, όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο να χάσει τα προνόμιά της και την αφ’ υψηλού αίσθηση που της χαρίζουν.
Βλέπουμε πολλούς δυνατούς, σχεδόν ταξικούς συμβολισμούς, με την υπηρέτρια που αναγουλιάζει κυριολεκτικά σε κάθε αθώο μικρό ψέμα και ίσως γενικά με την υποκρισία που καλύπτει τον κόσμο των αφεντικών της. Ενώ παράλληλα βρίσκουμε δεκάδες μικρές αφιερώσεις του σκηνοθέτη σε αγαπημένες επιρροές του και άλλα σημεία αναφοράς, όπως πχ με μια εμβληματική σκηνή από το Games of Thrones.
Δε χρειάζεται να δει κανείς την ταινία με μεγαλύτερες προσδοκίες από αυτές που θα μπορούσε να δικαιολογήσει, αλλά σε αρκετά σημεία η σκιαγράφηση του αστικού κόσμου και της σαπίλας του είναι σχεδόν απολαυστική: από τον μικρό καμένο εκκολαπτόμενο φασίστα, μέχρι την “προοδευτική” κόρη με τους μπάφους, η οποία περιφρονεί τους υπόλοιπους αλλά περίπου συνεργάζεται και στοιχίζεται μαζί τους για το προσωπικό της συμφέρον -είναι δύσκολο να είσαι προοδευτικός, όταν έχεις λεφτά, αλλά επίσης δύσκολο να διατηρήσεις τις προοδευτικές σου αρχές, όταν χάνεις το τείχος προστασίας που σου δίνουν. Και από τα διάφορα παράσιτα που ροκανίζουν χρήματα και καταφεύγουν σε διάφορες μικρές απάτες, μέχρι τους οπαδούς του Τραμπ, που μισούν τους μετανάστες και αγνοούν τη χώρα καταγωγής της Λατινο-αμερικάνας υπηρέτριάς τους.
Στην πραγματική ζωή, η υπηρέτρια είναι η Κουβανή ηθοποιός Άνα ντε Άρμας, που στέκεται αρκετά καλά δίπλα στον τζεϊμς-μποντικό Ντάνιελ Κρεγκ με την ιδιαίτερη προφορά και κάποια αναπόφευκτα κλισέ για τους πολυμήχανους, ιδιοφυείς ντετέκτιβ που βλέπουν όσα εμείς, οι κοινοί θνητοί (Κάπα-Θήτα, Κάπα-Θήτα…) δεν μπορούμε να δούμε και φτάνουν στη λύση από το πουθενά.
Όλοι οι ρόλοι όμως είναι μια πολύ καλή εκδοχή αυτού που θέλουν να δείξουν, με πολύ εύστοχες επιλογές ηθοποιών και αξιόλογες ερμηνείες. Ένα μείγμα, που σε συνδυασμό με τη σφιχτή ροή, τις αλλεπάλληλες ανατροπές και την καταιγιστική πλοκή, δύσκολα θα απογοητεύσει τον θεατή. Ο οποίος ακόμα πιο δύσκολα θα μπορούσε να προδώσει-σποϊλεριάσει όλες τις καθοριστικές λεπτομέρειες, ακόμα και αν ήθελε…