Τετ-α-τετ με τον Βασίλη Κυριάκου
Έχω φάει αρκετές φορές τα μούτρα μου, έχω κλάψει άλλες τόσες, αλλά είναι αυτό το σαράκι που μας τρώει ότι η μεγαλύτερη επαναστατική πράξη είναι τελικά το να λες την αλήθεια και να γράφεις την αλήθεια, όσο οδυνηρή και αντιεμπορική και αν είναι.
Σήμερα η Κατιούσα έχει τη χαρά να συνομιλεί με το Βασίλη Κυριάκου, τον άνθρωπο που ενσαρκώνει για δεύτερη χρονιά την ηρωική μορφή του Ernesto Che Guevara και που μας ταξιδεύει στα χνάρια του, στα εδάφη της Λατινικής Αμερικής.
Βασίλη σε καλωσορίζω στην Κατιούσα και ξεκινώντας θέλω να σε ρωτήσω το εξής. Αξίζει να υπάρχεις για ένα όνειρο και ας είναι η φωτιά του να σε κάψει;
Πολλές φορές αλήθεια αναρωτιέμαι αν όντως αξίζει, δεν το έχω πει εγώ αυτό που δεν είμαι άλλωστε και τίποτα το σπουδαίο, είχε πει όμως κάποτε ο Νίκος Μπελογιάννης, όταν βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση η ζωή του, κατά τη διάρκεια της δίκης του, ότι πολλές φορές είχε αναρωτηθεί, είχε σκεφτεί και εκείνος αν πρόκειται να συνθηκολογήσει, αλλά τελικά τον κέρδισε κάτι άλλο, τον κέρδισε η ιδεολογία του και αυτό που ήταν σαν άνθρωπος, οπότε προτίμησε να κάνει τη δύσκολη επιλογή. Και επειδή εν πολλοίς είμαστε οι επιλογές μας στη ζωή, αν αντιληφθούμε πως βρισκόμαστε μέσα σε έναν καπιταλιστικό κόσμο από τον οποίο επηρεαζόμαστε και εμείς, θα δούμε ότι κάποιες επιλογές μας μπορεί να είναι πολύ δύσκολες.
Εγώ έχω καεί αρκετές φορές μέσα από το όνειρο μου, μέσα από την προσπάθειά μου να ζήσω ως ηθοποιός και μάλιστα ως περιοδεύων ηθοποιός, με την παλιά έννοια του μπουλουκιού, από πόλη σε πόλη, από κωμόπολη σε κωμόπολη, από χωριό σε χωριό, από μια απομακρυσμένη ραχούλα κάπου στην Ικαριά, να γυρίζω μέσα σε ένα αυτοκίνητο οπουδήποτε, παίζοντας πάντα πολιτικά κείμενα, γιατί θεωρώ, από παιδί το ένιωθα αυτό, πως το θέατρο είναι το μεγαλύτερο διαπαιδαγωγικό μέσο που υπάρχει. Και με έχει στιγματίσει σαν άνθρωπο, έχει ορίσει τον χαρακτήρα μου. Ακριβώς όπως μαθαίνεις να αγαπάς, έτσι μαθαίνεις και τη στράτευση μέσα από μια ωραία ιστορία, η οποία είναι αληθινή και που σε διδάσκει τελικά πως ο κόσμος, όχι μόνο μπορεί αλλά και επιβάλλεται να αλλάξει, γιατί ο άλλος δρόμος που υπάρχει και οδηγούμαστε σε αυτόν και τον βλέπουμε γύρω μας σήμερα είναι αυτός της βαρβαρότητας.
Ποιος είναι ο Βασίλης Κυριάκου, μίλησε μας για σένα και πώς από την Κύπρο έφτασες να ζεις στην Αθήνα;
Έχω γεννηθεί και μεγαλώσει στην Κύπρο, με έχει στιγματίσει η Κύπρος, η οποία είναι ένα τεράστιο σχολείο. Διότι είναι ένα θέρετρο ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών για να μιλήσουμε λίγο ‘ξύλινα’ και ένα θέατρο στο οποίο έχουν παιχτεί πολλές τραγωδίες. Και μάλιστα πολλά μέλη της οικογένειάς μου τις έχουν ζήσει, είτε σαν ήρωες, είτε σαν αντιήρωες. Από το σχολείο μου στην Κύπρο εγώ έβλεπα το φάντασμα της πόλης της Αμμοχώστου, από το λύκειο Παραλιμνίου που ήμουν και αναρωτιόμουν πάντα το γιατί. Γιατί δεν μπορώ να επισκεφτώ την άλλη μισή μου πατρίδα, γιατί δεν μπορώ να συγχρωτιστώ με τους Τουρκοκύπριους, γιατί δεν μπορώ να γνωρίσω αυτούς τους ανθρώπους που ζούμε στην ίδια χώρα, γιατί η Αμμόχωστος είναι μια νεκρή πόλη, γιατί έχουν θαφτεί ζωντανοί Τουρκοκύπριοι στο Παραλίμνι που ζούσα και όλα αυτά τα γιατί. Για να μπορέσω να τα απαντήσω βρήκα διέξοδο μέσα από το θέατρο. Γιατί η αλήθεια είναι ότι υπήρχε θεατρική παιδεία στα σχολεία της Κύπρου και μέσα από αυτή εγώ έβρισκα διέξοδο.
Από τύχη και μόνο τελείωσα φιλολογία στα Γιάννενα και μετά συνέχισα στη Νομική Κομοτηνής, μια επιστήμη που δεν την αγαπώ τόσο, για να είμαι ειλικρινής και προσπάθησα να διεκδικήσω το όνειρό μου και να καώ μέσα από αυτό κάνοντας πολιτικό θέατρο σε όλη την Ελλάδα. Ήταν πολύ δύσκολο εγχείρημα, έχω φάει αρκετές φορές τα μούτρα μου, έχω απογοητευτεί πολλές φορές, έχω κλάψει άλλες τόσες, αλλά είναι αυτό το σαράκι που μας τρώει ότι η μεγαλύτερη επαναστατική πράξη είναι τελικά το να λες την αλήθεια και να γράφεις την αλήθεια, όσο οδυνηρό και αντιεμπορικό και αν είναι αυτό το γεγονός.
Υποδύεσαι τον Τσε Γκεβάρα, από τα νεανικά του χρόνια μέχρι το τέλος, τότε που τα βήματά του τον βγάζουν συνεχώς στο δρόμο της επανάστασης και μεταλαμπαδεύει αυτή τη φωτιά από πόλη σε πόλη, από χώρα σε χώρα. Μίλησε μας λίγο για το έργο.
Να σου πω καταρχήν ότι βήμα ή καλύτερα αφετηρία, για όποιο πολιτικό έργο και αν παίζω είναι η Κύπρος, η οποία όπως σου είπα είναι ένα τεράστιο σχολείο. Εκεί ο ιμπεριαλισμός έχει πάρει σάρκα και οστά, έχει μοιράσει την πατρίδα μου στα δύο, έχει προκαλέσει μια εισβολή, προσφυγιά και λοιπά. Εμείς στην Κύπρο είχαμε σημείο αναφοράς και είμαστε πολύ κοντά και συναισθηματικά δεμένοι με την Κούβα, γιατί και οι δύο χώρες ήταν στους αδέσμευτους και κυρίως γιατί ο ίδιος ο ήρωας, ο Τσε, από το βήμα του ΟΗΕ είχε μιλήσει για την Κύπρο και για το παιχνίδι που παίζει ο ιμπεριαλισμός μεταξύ άλλων και στο νησί μας.
Τώρα όσον αφορά τα νεανικά του χρόνια, παρατηρώντας πως ο ήρωας είναι δυστυχώς άγνωστος, ακόμα και σε συνομήλικους μου, ήθελα να πιάσω κυρίως τα πιο άγνωστα στοιχεία της ζωής του, τα οποία δεν ενέχουν τα ‘Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας’. Σε κάποια στιγμή λέει στο έργο ο ήρωας ‘υπάρχει μια ωραία ταινία που την έχουν φτιάξει οι γκρίνγκος (σ.σ.: περιφρονητικά οι Βορειοαμερικανοί) για μένα, στην οποία με παίζει ένας ομορφούλης Μεξικανός, πηγαίνετε να τη δείτε’ θέλοντας να πει ότι εγώ εδώ θα σας πω άγνωστες πτυχές της ζωής μου και κυρίως πώς εγώ σαν Τσε Γκεβάρα έχω συνειδητοποιηθεί. Ότι εγώ δε γεννήθηκα επαναστάτης, εγώ Γκάντι διάβαζα και την Ινδία θαύμαζα. Σαφώς διάβαζε πολιτικά βιβλία, ήταν ένας μαθουσάλας ο Ερνέστο Γκεβάρα, λόγω και του άσθματος. Ήταν ένας φοβερά βιβλιοφάγος τύπος. Ένας λόγος για τον οποίο είχε συνειδητοποιηθεί ήταν και το άσθμα, το οποίο τον ανάγκαζε πολλές φορές να μένει με τη μητέρα του κλεισμένος στο σπίτι και να διαβάζει πυρετωδώς, μανιωδώς. Σκέψου και στο αντάρτικο πάντα κουβαλούσε βιβλία μαζί του. Και μάλιστα μια φορά η CIA, τότε που τον πολεμούσαν στη Βολιβία, πήραν ένα σακίδιό του, το ανοίγουν και βλέπουν πως αυτός είχε βιβλία μέσα, δεν είχε πυρομαχικά…
Για εμάς τους Κύπριους και για μένα προσωπικά είναι μια εμβληματική φιγούρα ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα και κυρίως είναι μια ελπίδα ότι τελικά όλο αυτό το παιχνίδι παίζεται ακόμη και ότι το τέλος της ιστορίας δεν επήλθε, παρόλο που τα πράγματα δεν πάνε νομοτελειακά, αλλά όπως είπε και ο ίδιος ο Τσε, η επανάσταση δεν είναι ένα φρούτο το οποίο θα πέσει όταν είναι ώριμο, πρέπει να κουνήσουμε και το δέντρο για να το κάνουμε να πέσει, να προκαλέσουμε την αναγκαία συνθήκη της επανάστασης, για μια ζωή τελικά αξιοβίωτη. Γιατί το έργο αυτό δεν το κάνω σαν μνημόσυνο, αλλά το κάνω με ένα αισιόδοξο μήνυμα που λέει ότι ακόμα και αν μας πουν πως είμαστε ουτοπικοί, πρέπει να είμαστε αφενός ρεαλιστές, αλλά πρέπει παράλληλα να επιζητούμε αυτό που σήμερα φαντάζει ουτοπία και αδύνατο, δηλαδή μια άλλη εν τέλει κοινωνία, που δεν είναι άλλη από το πέρασμα στο Σοσιαλισμό και στον Κομμουνισμό σε όλη την οικουμένη.
Πόσο δύσκολο είναι να ενσαρκώνεις μία τόσο μεγάλη και ιδιαίτερη προσωπικότητα και πόσο διαφορετικό είναι το να παίζεις έναν ρόλο που δημιουργήθηκε στα πλαίσια ενός έργου και ένα υπαρκτό πρόσωπο που σημάδεψε την ιστορία;
Στις πρόβες μου ήταν ιδιαίτερα δύσκολο και μάλιστα ο σκηνοθέτης μου ο Γιάννης Σταματίου, ένας άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο, μου είχε επιστήσει την προσοχή, λέγοντάς μου ότι δεν είσαι ο ήρωας, ξεκόλλα, δυστυχώς ή ευτυχώς ο ήρωας πήρε το δρόμο του. Το ζήτημα είναι τι θέλεις να πεις μέσα από τον ήρωα που παίζεις και ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να αφήσεις την πολιτική παρακαταθήκη του ήρωα. Και επίσης μου είπε πως δε χρειάζονται οι υπέρτατοι ηρωισμοί για να δείξουμε ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος. Μέσα από την απλότητα των πραγμάτων, του παιξίματος, του κειμένου και μέσα από τον ίδιο τον αυτοσαρκασμό που είχε και σαν άνθρωπος ο Τσε, πρέπει να αναδείξουμε το χαρακτήρα του. Ποιος είναι ο στόχος; Να αναδειχτεί ο χαρακτήρας του ήρωα και το ότι επαναστάτης σαν τον Τσε Γκεβάρα και σαν το Μπελογιάννη μπορεί εν τέλει να είναι ο κάθε άνθρωπος, αρκεί να πάρει τη δύσκολη απόφαση. Αλλά όλα αυτά για να αναδειχθούν και να επικοινωνηθούν προς τα κάτω, προς τον κόσμο, πρέπει να γίνουν με μια απλότητα, οπότε στις αρχές και στις πρόβες μου ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Ευτυχώς ο Γιάννης, που έχει διδαχτεί στη Γαλλία έναν άλλο τρόπο, ο οποίος λέει ότι παίζουμε θέατρο ακριβώς όπως ζούμε, ώστε να παίζουμε φυσικά, μου έδωσε τα φώτα του και με έκανε να καταλάβω ότι δε χρειάζεται ούτε υπερβολή, ούτε άγχος, χρειάζεται μόνο ο στόχος που θες να πετύχεις και ο στόχος είναι να περαστούν στον κόσμο, στο κοινό, τα μηνύματα της επανάστασης που είναι αναγκαία και επίκαιρη στο σήμερα.
Συνηθίζεις να κάνεις πολιτικό θέατρο και μάλιστα στρατευμένο σε μια συγκεκριμένη κοσμοθεωρία. Πριν τον Τσε, ήσουν ο Μαρξ στο Σόχο. Μίλησέ μας λίγο για την πορεία σου ως τώρα στο θέατρο και τι προσδοκάς μέσα από αυτές τις πολιτικές παραστάσεις.
Από παιδί αυτό ήθελα να κάνω. Να παίζω πολιτικό θέατρο. Δηλαδή και ο Προμηθέας Δεσμώτης που έπαιζα τότε στη σχολική θεατρική ομάδα του λυκείου και διάφορα άλλα έργα που ακολούθησαν μετά, ως σήμερα, είχαν πάντα έναν πολιτικό τόνο. Θεωρώ ότι αυτό το οποίο με συγκίνησε ήταν η αρχαία ελληνική τραγωδία, που είναι ότι καλύτερο έχει προσφέρει ο ελληνικός πολιτισμός στην ανθρωπότητα και στην παγκόσμια κουλτούρα. Και εν τέλει ότι πρέπει να υπάρξει η κάθαρση στο κοινό από κάτω. Αυτό στοχεύουν και αυτό καταφέρνουν οι τραγωδίες, που τις θεωρώ από τα μεγαλύτερα πολιτικά κείμενα που υπάρχουν. Δηλαδή το να μιλάς για το κράτος και τη βία τότε, που δεν έχουν αλλάξει στην πραγματικότητα και πολλά πράγματα στο σήμερα.
Ούτε ο Προμηθέας Δεσμώτης έχει αλλάξει, παραμένει Δεσμώτης, το ζήτημα όμως είναι πως ο Προμηθέας θα γίνει κάποια στιγμή ‘Λυόμενος’ και ‘Ελευθερωτής’. Και μάλιστα να αναλάβει ο ίδιος αυτό το ρόλο και να απελευθερωθεί. Γιατί όπως λέει και ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα ‘δεν υπάρχουν απελευθερωτές, δεν είναι ο σωτήρας, δεν είναι ο Χριστός, είναι ο άνθρωπος μόνος του που απελευθερώνει τον εαυτό του’. Αυτό το μήνυμα θέλω εγώ να αναδείξω.
Η μεγαλύτερη πρόκληση ως ηθοποιός για μένα δεν ήταν ούτε ο ‘Αποχαιρετισμός’ του Γιάννη Ρίτσου, που μάλιστα ήταν σε μια ιδιαίτερη στιγμή, σε ένα μνημόσυνο στην Ικαρία που το είχα ανεβάσει αυτό, ούτε τόσο ο Μαρξ στο Σόχο. Ήταν ένα έργο του Νίκου Κούνδουρου με τίτλο ‘Η Απολογία του Θεόφιλου Τσάφου’ που έπαιζα έναν φασίστα δικηγόρο και δολοφόνο και ήθελα να δείξω μέσα από έναν αντιήρωα, μέσα από έναν κόντρα ρόλο τελικά τι είναι αυτοί οι άνθρωποι, τι είναι ο φασισμός, αν είναι απότοκο μιας σχιζοφρενούς ψυχιατρικής κατάστασης ή αν όντως είναι ένας πολιτικός τρόπος ζωής. Αυτός ο ρόλος ήταν το μεγαλύτερο μου στοίχημα τότε, σε αυτό το φοβερό κείμενο του Κούνδουρου.
Και βέβαια, αυτό που παίζω τώρα, τον Τσε, το οποίο είναι και παιδί δικό μου, γιατί το έχω γράψει εγώ το κείμενο, το χαίρομαι περισσότερο από κάθε άλλο, ακριβώς γιατί είναι δικό μου παιδί και γιατί έχω κάνει και μια βαθιά βιβλιογραφική έρευνα δύο ετών για τον Γκεβάρα. Και ο ήρωας μιλάει για τον εαυτό του μέσα από τα δικά του λόγια και χωρίς φίλτρα. Τώρα το να καταφέρω να επηρεάσω το κοινό από κάτω, εκεί είναι το δυσκολότερο κομμάτι, γιατί πρέπει να υπάρχει και το ανάλογο κοινό στην άλλη πλευρά, το οποίο στην εποχή μας, στην εποχή του έξυπνου κινητού που καταφέρνει και μας αποβλακώνει, δεν είναι τόσο εύκολο. Όσο εξυπνότερο είναι ένα κινητό τηλέφωνο, τόσο πιο χαζός καταντάει ο χρήστης του.
Παρόλα αυτά ο στόχος συνεχίζει να υπάρχει, είμαστε εδώ και μας ιντριγκάρει ακόμα και το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ζουν από το θέατρο, υποβαθμίζοντας το κατά την άποψή μου, όπως είναι ο Σεφερλής και ταυτόχρονα να μη μπορούν να ζήσουν άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι τελικά έχουν να δώσουν και κάποιο βαθύτερο μήνυμα στον κόσμο.
Πιστεύεις πως η εικόνα του Τσε σήμερα, στην εποχή του απολιτίκ και της αδιαφορίας συνεχίζει να συγκινεί και να εμπνέει ανθρώπους; Συνεχίζει να είναι μια φωτογραφία που κρεμάνε οι φοιτητές και οι νεολαίοι στην καρδιά τους;
Σε μεγάλο βαθμό ναι, όχι όμως τόσο πια στην Ελλάδα του σήμερα, αλλά περισσότερο σε χώρες που υπήρχε άμεση επαφή με την μπότα του ιμπεριαλισμού και μάλλον αυτό είναι τελικά σημαντικό. Όπως για παράδειγμα είναι η Κύπρος και όπως κυρίως είναι η Λατινική Αμερική. Αν για παράδειγμα δούμε τι συμβαίνει τώρα στην εξέγερση που έχει γίνει στη Χιλή, θα δούμε όντως εκεί φωτογραφίες του Τσε Γκεβάρα. Ή αν επισκεφτεί κανείς τη Βολιβία, την Κούβα ή τη Βενεζουέλα, θα δει ότι ακόμα υπάρχει εκεί η φιγούρα του και εμπνέει τον κόσμο. Πολλοί άνθρωποι που είναι γνωστοί από τη Λατινική Αμερική, όπως για παράδειγμα ο Ντιέγκο Μαραντόνα, με όλες τις δικές του αντιφάσεις και τις αυταπάτες του, τον έχουν σαν σημείο αναφοράς τον Τσε Γκεβάρα.
Από την άλλη πλευρά έχει καταφέρει κάτι ο καπιταλισμός και μάλλον αυτός είναι ο λόγος που μας κερδίζει σε αυτή τη μάχη, έχει καταφέρει αυτή τη φιγούρα η οποία είναι η πιο τυπωμένη φιγούρα στον κόσμο και έχουν βγάλει ατέλειωτα εκατομμύρια από το πρόσωπό του, έχει καταφέρει να απονεκρώσει το πολιτικό του στοιχείο, το πολιτικό του βάθος, την πολιτική του σκέψη και τοποθέτηση, τα βιβλία του, το όνειρο του κ.ο.κ. Και ο Τσε Γκεβάρα δεν ήταν ένας ρομαντικός Δον Κιχώτης, ήταν ένας ρεαλιστής που έβλεπε πως τα πράγματα πρέπει να πάνε διαφορετικά για να είναι αξιοβίωτα και για εκείνον και για την κοινωνική πλειοψηφία. Ο καπιταλισμός λοιπόν έχει καταφέρει να κάνει τον Τσε φλυτζάνι, μπλούζα, σώβρακο, τασάκι και ότι άλλο φανταστείς.
Και εν πολλοίς παρατηρώ με μεγάλη μου λύπη πως η νέα γενιά, ειδικά στην Ελλάδα δεν τον γνωρίζει τον Τσε και είναι ένα πραγματικό στοίχημα για μένα να καταφέρω να τον γνωρίσει αυτό τον άνθρωπο. Σκέψου πως ακόμα και άνθρωποι που τον φοράνε σαν μπλούζα, τους ρωτάς και δεν γνωρίζουν καν ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος, πόσο μάλλον ποια πολιτική παρακαταθήκη έχει αφήσει.
Οπότε το στοίχημα το μεγάλο είναι να έρθει η νεολαία να δει το έργο, να αφήσει το έξυπνο κινητό στην άκρη, να αφήσει τα Instagram και τα Facebook, έστω για μια ώρα και να έρθει να παρακολουθήσει θέατρο, κάτι τόσο ζωντανό, και να μάθει ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος και αν υπάρχει τελικά μέλλον και πως μπορεί να είναι αυτό το μέλλον. Γιατί όπως έλεγε και ο Μαγιακόφσκι το μέλλον δεν έρχεται από μόνο του έτσι νέτο σκέτο, πρέπει να πάρουμε μέτρα και εμείς. Οπότε όλο αυτό βγάζει και μια επαναστατική αισιοδοξία και γι’ αυτό τελειώνω το έργο με την Επανάσταση στην Κούβα, που φέτος συμπληρώνουμε 61 χρόνια από αυτήν.
Βασίλη, πριν κλείσουμε την κουβέντα μας θα ήθελα να μου πεις για τα μελλοντικά σου σχέδια, υπάρχει κάτι που ετοιμάζεις ή κάποια συνεργασία που συζητάς;
Το άμεσο σχέδιό μου είναι να πάει το έργο καλά, να συνεχίσει όσο μπορεί και δεύτερον έχω μια ματαιοδοξία ή φιλοδοξία, όπως θες πες το, να παίξω το έργο αυτό στην πατρίδα μου την Κύπρο και κατόπιν στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, που εκεί θα έχει ένα διαφορετικό και μεγαλύτερο νόημα. Αυτός είναι ο μεγαλύτερός μου στόχος, κάποια στιγμή να το παίξω στα ισπανικά, ή καλύτερα στα σούδο-αμερικάνο (λατινοαμερικάνικα) σε αυτές τις χώρες.
Ένας ακόμη μεγάλος μου στόχος για το άμεσο μέλλον, είναι το να αναδείξω τον ‘άγιό’ μου, τον ήρωά μου, το Ρήγα Αλέξη ή Ρε Αλέξη, έναν μεγάλο κοινωνικό επαναστάτη που έκανε μια αγροτική Κομμούνα στην Κύπρο το 1426 ενάντια στη φράγκικη φεουδαρχία. Η επανάστασή του κράτησε όσο μια εγκυμοσύνη, εννιά μήνες και κυοφόρησε κάποια άγνωστα γεγονότα για το μεσαίωνα, όπως είναι τα επαναστατικά συμβούλια, η αγροτική Κομμούνα, ο αγώνας για μία διαφορετική ζωή και λοιπά. Έχω γράψει ένα κείμενο για αυτόν και στόχος μου είναι να τον αναδείξω μέσα από ένα θεατρικό κείμενο. Νομίζω δεν υπάρχει μεγαλύτερο μάθημα ιστορίας, αν και είμαι αδιόριστος φιλόλογος, από μία θεατρική παράσταση. Διότι σε βάζει στη διαδικασία του να ψαχτείς και σου δίνει μια αισιοδοξία στο τέλος ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε και αλλιώς, δηλαδή υπάρχει αυτή η διαλεκτική. Υπάρχει και το περίφημο Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα, ελπίζω να μην καταλήξουμε στο δεύτερο σκέλος, της βαρβαρότητας, αλλά μόνο με βία που είναι εν τέλει η μαμή της ιστορίας όπως λέει και ο Τσε, μπορούμε να περάσουμε σε κάτι διαφορετικό.
Τελικά η ιστορία δεν έχει τελειώσει ακόμα, το παιχνίδι παίζεται, ο κόσμος ξεσηκώνεται έστω και με τις όποιες αντιφάσεις του και λόγω των ίδιων ακριβώς αντιφάσεων άλλες φορές δεν ξεσηκώνεται, υπάρχει αυτό το εσωτερικό δίπολο, αλλά αυτό το οποίο πρέπει να μείνει είναι η συνειδητοποίηση ότι πραγματικά χωρίς εμάς γρανάζι δε γυρνά και ότι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να γίνουμε ωμή βορά του ιμπεριαλισμού. Χρειάζεται να ξαναδούμε την ιστορία, ώστε να μπορέσουμε να μετατρέψουμε αυτό τον πόλεμο σε έναν κοινωνικό ταξικό πόλεμο και να μην υπάρξουν άλλοι νεκροί από τις οβίδες των ιμπεριαλιστών. Να μην καταλήξουμε ωμή σάρκα στα κανόνια τους.
Βασίλη σε ευχαριστώ πολύ για την όμορφη κουβέντα μας, να θυμίσουμε πως σε συναντάμε ως Che Guevara τις Κυριακές του Γενάρη στις 9.00 το βράδυ, στο Cabaret Voltaire που βρίσκεται στην οδό Μαραθώνος 30 στο Μεταξουργείο. Σου εύχομαι καλή και δημιουργική χρονιά, με υγεία και καλή δύναμη!