Παραμερίζουμε για να περάσεις…
Για τον άνθρωπο που γέμισε τις λέξεις με νοήματα και τα νοήματα με στίχους, για τον Θάνο μας, ένα ακόμα μεγάλο χειροκρότημα, τόσο δυνατό που να καταφέρει να φτάσει μέχρι τα καλντερίμια της αθανασίας όπου πλέον κατοικοεδρεύει…
Λίγες είναι οι φορές που έχει κάποιος την ευκαιρία να συμμετάσχει σε κάτι που να τον υπερβαίνει, κάτι ξεχωριστό, σχεδόν εξωπραγματικό, όπου όλες του οι αισθήσεις να είναι κουρντισμένες στην εντέλεια, πλήρως εναρμονισμένες μεταξύ τους.
Μια τέτοια στιγμή αποτέλεσε η συναυλία για τον Θάνο Μικρούτσικο στο Μέγαρο Μουσικής, τον άνθρωπο που ξεπέρασε τα όριά του, χάραξε νέους δρόμους και δεν πτοήθηκε ούτε στιγμή από την οχλοβοή του ανούσιου και του παροδικού που κατέκλυζε – και συνεχίζει να κατακλύζει – την κοινωνία μας. Δεν πτοήθηκε, όχι επειδή αντιμετώπισε όλη αυτή την κατάσταση αφ’ υψηλού, αλλά επειδή αφουγκράστηκε τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες των λαϊκών ανθρώπων κατεβαίνοντας δίπλα τους, αισθανόμενος την ανάσα τους πάνω στο πρόσωπό του. «Το δύσκολο είναι να μείνεις εδώ και να προσπαθείς συνέχεια να δημιουργείς και να συμμετέχεις με τους όρους σου», είχε πει σε συνέντευξή του και μας το υπενθυμίζει με φωνή τρεμάμενη από τις σκέψεις και τα συναισθήματα που αναδίδονται από μέσα του ο Οδυσσέας Ιωάννου στη συναυλία.
Μια συναυλία που ψάχνοντας λέξεις για να μπορέσει να τη χαρακτηρίσει κανείς, η πρώτη που του έρχεται στο μυαλό είναι η λέξη ιστορική. Δύσκολη λέξη, ζόρικη, που δεν μπορεί να ειπωθεί αβίαστα για το καθετί, παρά μόνο για εκείνα τα πράγματα που μένουν ανεξίτηλα στην ψυχή σου ακόμα κι όταν απελπίζεσαι, φοβάσαι ή αισθάνεσαι μόνος. Ή, καλύτερα, τότε είναι που ξεπηδούν για να αποτελέσουν τον σηματωρό του καινούργιου σου ταξιδιού σε νέες περιπέτειες, νέες κατοικίες γνώσεων και εμπειριών.
Ο Θάνος είναι ο άνθρωπος που «δεν κράτησε για τον εαυτό του τίποτα έξω από την ηδονή της προσφοράς», που θα έλεγε και ο Αργύρης Χιόνης. Ένα μέρος μόνο από αυτή την προσφορά ξεδιπλώθηκε στη μεγάλη συναυλία που έγινε στις 20 Ιανουαρίου προς την τιμήν του. «Ανεμολόγιο», «Δίκοπη ζωή», «Μικρόκοσμος», «Καραντί» «Φλεβάρης 1848», «Άννα μην κλαις», «Μπαλάντα του ξεσηκωμού», «Έφηβα γεράκια» και πολλές άλλες αγαπημένες επιτυχίες, πήραν ξανά σάρκα και οστά, υπενθυμίζοντας σε όλους μας πως είναι πολλά εκείνα που κουβαλούν κάτι από τον Θάνο, τόσο πολλά που δεν γίνεται να «στεγνώσουν» τόσο εύκολα.
Η συναυλία διήρκησε τρεις ώρες, τρεις ώρες γεμάτες παλμό, συγκινήσεις, πάθος και ένταση, με τον κόσμο προσηλωμένο στη σκηνή σαν υπνωτισμένος, μαγεμένος από τους πρωταγωνιστές της βραδιάς.
Από τη συγκινημένη Ρίτα Αντωνοπούλου, τον γεμάτο συναίσθημα Χρήστο Θηβαίο, τον εκδηλωτικό Κώστα Θωμαΐδη, τον δοτικό Γιάννη Κότσιρα και τον φλογισμένο Γιώργο Μεράντζα μέχρι τον αυθεντικό Μανώλη Μητσιά, τον ανεπιτήδευτο Γιώργο Νταλάρα, τον ξεσηκωτικό Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τον πληθωρικό Μίλτο Πασχαλίδη και τη χειμαρρώδη Μαριάννα Πολυχρονίδη.
Μαζί με τον ακούραστο Θύμιο Παπαδόπουλο, που ήταν επιφορτισμένος με την καλλιτεχνική επιμέλεια της βραδιάς, και τους υπόλοιπους μουσικούς (Γιώργος Κατσίκας, Μίμης Ντούτσουλης, Θοδωρής Οικονόμου, Γιάννης Παπαζαχαριάκης, Χρήστος Περτσινίδης, Βαγγέλης Μάχαιρας, Δημήτρης Αγαθός, Τζίμης Σταρίδας), θα κλέψουν την παράσταση, μέχρι που θα εμφανιστεί ο Θάνος στη γιγαντοοθόνη και θα καθίσει στο πιάνο του για να παίξει για τελευταία φορά το τραγούδι που τον σημάδεψε, τους «7 νάνους». Τότε θα παραμερίσουν και θα τον αφήσουν να κάνει αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα απ’ όλους: να «ζωγραφίζει σκηνές από την αυριανή ευτυχία του κόσμου».
Μόλις ο Θάνος τελειώσει, μετά την υπόκλιση και το παρατεταμένο χειροκρότημα, θα επανέλθουν αλλά δεν θα είναι πλέον οι ίδιοι με πριν. Οι εναλλαγές στη φωνή τους, οι διακυμάνσεις στο ρυθμό και την ένταση, θα είναι μπολιασμένες με εκείνη τη στόφα που αποκτούν οι καλλιτέχνες όταν χάνουν ένα σπουδαίο κομμάτι του παρελθόντος τους.
Μέσα σε ατμόσφαιρα κατάνυξης, μαυροφορεμένοι, ανάμεσα σε φωνές που πάλλονται, σε βλέμματα βουρκωμένα, σε χέρια και σώματα που αφήνονται ολοσχερώς σε αυτή τη λυτρωτική έκσταση, οι καλλιτέχνες θα το πάνε μέχρι τέλους, πραγματοποιώντας την τελευταία υπόκλιση με αυτό το λιτό, έντιμο και ειλικρινές κατευόδιο, με αυτή την ιδιότυπη «λιτανεία», που δεν είχε τη μορφή μιας άνευρης περιφοράς, απογυμνωμένης από τα στοιχεία εκείνα που ένωναν τον Θάνο με τον κόσμο ούτε φυσικά τη μορφή υποχρέωσης που έπρεπε να περατωθεί. Ήταν μια υψηλής αισθητικής και σημειολογίας μυσταγωγία που οι νεότεροι σίγουρα δεν θα έχουν ζήσει εφάμιλλη, ενώ οι μεγαλύτεροι θα ψάχνουν για καιρό να θυμηθούν πότε ήταν η τελευταία φορά που ενεπλάκησαν σε κάτι παρόμοιο.
Για τον άνθρωπο που γέμισε τις λέξεις με νοήματα και τα νοήματα με στίχους, για τον Θάνο μας, ένα ακόμα μεγάλο χειροκρότημα, τόσο δυνατό που να καταφέρει να φτάσει μέχρι τα καλντερίμια της αθανασίας όπου πλέον κατοικοεδρεύει…
*Ο τίτλος αποτελεί στίχο που έγραψε ο Κωστής Παλαμάς απευθυνόμενος προς τον Γιάννη Ρίτσο, αφότου ο δεύτερος έγραψε το μεγαλειώδες ποίημα «Το τραγούδι της αδελφής μου».