Θόδωρος Αγγελόπουλος: «Βλέπω μια Ελλάδα σχεδόν θλιβερή…»
«Μου είναι αδύνατο να δω την Ελλάδα όπως τη βλέπουν άλλοι: μια Ελλάδα του ήλιου…του μπάνιου, φωτεινή…Εγώ βλέπω μια Ελλάδα, και την έβλεπα πάντα, περ’ από την ανθρώπινη πίεση που γίνεται πάνω στην εξέλιξη των γεγονότων, μια Ελλάδα σχεδόν θλιβερή».
Στις 24 του Γενάρη 2012, έφυγε αναπάντεχα από τη ζωή ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, αγαπημένος σκηνοθέτης και ποιητής των εικόνων, που το έργο του σημάδεψε βαθιά μια ολόκληρη εποχή του ελληνικού αλλά και του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Μεγάλες στιγμές της σύγχρονης Ιστορίας μας έγιναν εικόνες στις ταινίες του, ιδωμένες από τη μεριά του ονείρου. Όπως έλεγε ο ίδιος: «Δεν είμαι πεσιμιστής, δε μου αρέσει η λέξη απογοήτευση. Η Ιστορία προχωρά υπόγεια. Πιστεύω, και το θέλω για τα παιδιά μου, ότι κάτω βαθιά υπάρχει κάτι που θα βγει. Θα φανεί. Αν στη μια μεριά της ζυγαριάς της Ιστορίας είναι η απογοήτευση, εγώ θέλω να ρίχνω το βάρος στην άλλη μεριά, τη μεριά του ονείρου»…
Μάρτης 1984. Το «Ταξίδι στα Κύθηρα» έχει ολοκληρωθεί. Το ταξίδι της… ταινίας άρχισε να προετοιμάζεται δυόμισι χρόνια πριν, όταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είχε την αρχική ιδέα κι άρχισε να γράφει το σενάριο. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον Ιταλό σεναριογράφο Τονίνο Γκουέρα και τον συγγραφέα Θανάση Βαλτινό και το ξαναδούλεψε. Το γύρισμα της ταινίας άρχισε στις 6 του Δεκέμβρη 1982, σταμάτησε την άνοιξη του 1983 και συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε αρχές του 1984, στην Αθήνα, τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, τη Φλώρινα, τη Βέροια, τον Άγιο Αθανάσιο Πέλλας και τους Πόρους Πιερίας.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι αποτέλεσμα μιας πολύ ενδιαφέρουσας συνομιλίας που είχε συντάκτης του περιοδικού «Πολιτιστική» με τον σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο, εκείνη τη χρονική στιγμή, λίγο μετά την ολοκλήρωση της ταινίας. Το περιοδικό παρουσίαζε πρώτο τότε τις βασικές γραμμές του σεναρίου, τα ονόματα των συντελεστών, λεπτομερειακά επιμέρους στοιχεία και τις αισθητικές απόψεις που διαπερνούν την ταινία, καθώς και ανέκδοτες φωτογραφίες από τα γυρίσματα.
Όταν βλέπεις έτοιμη την ταινία, διαπιστώνεις μια σειρά αρετές, όπως την άριστη συνοχή της σκηνοθετικής δουλειάς, τη λειτουργία των φυσικών συνθηκών, σε θεματικό και δραματουργικό επίπεδο, τις αξονικές χρωματικές εναλλαγές, την εκπλήρωση του σκηνοθετικού σχεδίου μέχρι τέλους —παράλληλα με τη διαρκή και συνεπή πραγμάτωση των αισθητικών απόψεων του σκηνοθέτη— τη λαϊκότητα των θεματικών κατευθύνσεων και των αισθητικών στοιχείων, την πλήρη ένταξη και λειτουργία ηθοποιών και επαγγελματιών κι ερασιτεχνών κομπάρσων στην ταινία σύμφωνα με τις αυξημένες σκηνοθετικές απαιτήσεις κ.ά. Για να υλοποιηθούν όλ’ αυτά, χρειάστηκε με υπομονή και επιμονή να λυθούν διάφορα ουσιαστικά προβλήματα.
Οι δυσκολίες που αντιμετώπισε ο Αγγελόπουλος μέχρι την ολοκλήρωση της ταινίας —που η διάρκεια της είναι μικρότερη από 2,5 ώρες— ήταν και υποκειμενικές και αντικειμενικές. Η εξεύρεση των οικονομικών πόρων και η διοργάνωση του ανθρώπινου υλικού ήταν το πρώτο πρόβλημα. Επίσης, το γεγονός ότι προηγούμενα είχε κάνει την ταινία «Αθήνα» για την ιταλική τηλεόραση και είχε αφιερώσει σ’ αυτήν ένα μέρος του χρόνου του, μαζί με το ότι στην πορεία του γυρίσματος του «Ταξιδιού στα Κύθηρα», το σενάριο άλλαξε προς μια άλλη κατεύθυνση κι αυτό κόστισε και οικονομικά, αποτέλεσαν τις προσωπικές του δυσκολίες.
Παράλληλα οι ανάγκες της ταινίας απαιτούσαν συννεφιές, καταρρακτώδη βροχή, χιόνι. Κι όταν περιμένεις να σ’ ευνοήσει ο καιρός, να… συμφωνήσει με τις επιθυμίες σου, ασφαλώς σου παρουσιάζονται προβλήματα χρόνου και προβλήματα ηθοποιών. Έτσι και ο Τζούλιο Μπρόντζι και ο Μάνος Κατράκης και άλλοι ηθοποιοί είχαν κάποιες δυσκολίες που επέδρασαν στην επιμήκυνση των γυρισμάτων. Ιδιαίτερα προβλήματα παρουσιάστηκαν με την ασθένεια του Μάνου Κατράκη στις δυσμενείς συνθήκες και το υψόμετρο. Κι αυτά τα προβλήματα όμως ξεπεράστηκαν με τη συμβολή όλων.
Αλλά ποια είναι τα κύρια θεματικά στοιχεία του έργου; Ένας πολιτικός εξόριστος επιστρέφει γέροντας στον τόπο του και προσπαθεί να βρει τα σημάδια του προηγούμενου περάσματός του. «Φυσικά», λέει ο Θ. Αγγελόπουλος, «έρχεται αντιμέτωπος με μια σύγχρονη πραγματικότητα, τελείως διαφορετική απ’ ό,τι ήξερε. Όλη η ιστορία του γέρου έχει έναν άξονα πολύ σημαντικό: τη σχεδόν οδυσσεϊκή επιστροφή και το ξανασμίξιμο με τη γυναίκα του, καθώς και την πορεία αυτών των δύο ανθρώπων, που είναι σχεδόν μια ερωτική ιστορία δύο γέρων. Μια ιστορία σε πρώτο επίπεδο από τους δύο γέρους αλλά ειδωμένη από τα μάτια του γιου. Κύρια θεματική είναι η παλιά και ταυτόχρονα σύγχρονη έννοια της επιστροφής, του νόστου και η βασική προβληματική περιστρέφεται γύρω από τον έρωτα, το θάνατο και τη δημιουργία». Η ιστορία είναι σύγχρονη αλλά εμπεριέχει συνεχώς το παρελθόν: «είναι μια ιστορία του τώρα με σημάδια έντονα και σοβαρά από το χθες».
Η ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ταξίδι στα Κύθηρα» έχει τα βασικά χαρακτηριστικά και τις βασικές ιδιομορφίες της στυλιστικής του, αλλά είναι αρκετά διαφορετική από τους «Κυνηγούς» και τον «Μεγαλέξαντρο»: «Είναι πολύ πιο απλή σε ρυθμούς, νοήματα και κινηματογραφική γραφή, αρκετά πιο εύκολη για τον μέσο θεατή».
Μια άλλη διαφορά – αλλαγή, συγκριτικά με τις προηγούμενες ταινίες του, είναι στη χρήση της μουσικής και τις μουσικές επιλογές: «Ενώ οι ήχοι της ταινίας είναι σχεδόν νορμάλ, η παρέμβαση της μουσικής αυτή τη φορά είναι πολύ πιο σημαντική» απ’ ό,τι στις άλλες του ταινίες. «Όχι της μουσικής που βγαίνει από το περιβάλλον, δεν είναι ζωντανή μουσική που βγαίνει από μια σκηνή όπου παίζουν κάποιοι άνθρωποι», όπως για παράδειγμα ο ακορντεονίστας στο «Θίασο». Πρόκειται για τη μουσική επένδυση της ταινίας, που ο ρόλος της είναι πολύ πιο ενεργός στο «Ταξίδι στα Κύθηρα».
Ποιά χρώματα επικρατούν στο έργο;
«Η ταινία είναι δουλεμένη σε δύο διαφορετικούς τόνους, σε ψυχρά και σε ζεστά χρώματα, ανάλογα με το πού κινείται η ιστορία, προς ποιον από τους δυο άξονες της. Το ίδιο ισχύει και για το ντεκόρ. Υπάρχει μια διαφορά στη χρήση του ντεκόρ της Αθήνας απ’ τη μια, και των άλλων περιοχών απ’ την άλλη, καθώς και ανάμεσα στο ντεκόρ της μιας ιστορίας και της άλλης». Υπολείμματα ενός κάποιου παρελθόντος, νεοκλασικά, παλιά σπίτια, χωριό, σε αντιπαραλληλία με μια Αθήνα μοντέρνα, με τη χρωματική και την αρχιτεκτονική της μορφή.
Οι αισθητικές απόψεις του Αγγελόπουλου για τη λειτουργία των καιρικών συνθηκών στο χώρο, βρίσκουν τη συνέχειά τους σ’ αυτή την ταινία, όπου κυριαρχεί η συννεφιά, το χιόνι κι η βροχή και μάλιστα «μια καταρρακτώδης βροχή που λειτουργεί δραματουργικά και καλύπτει μια μεγάλη περιοχή της ταινίας».
Ο ίδιος ο Αγγελόπουλος λέει επίσης: «Προβλήματα με τις καιρικές συνθήκες είχα πάντα. Κι αυτό γιατί δουλεύω πάνω σε θέματα που χρειάζονται το χειμώνα ή τουλάχιστον μια χειμερινή Ελλάδα. Μου είναι αδύνατο να δω την Ελλάδα όπως τη βλέπουν άλλοι: μια Ελλάδα του ήλιου κλπ. Από την άλλη μεριά, θεματικά και δραματουργικά, έχω μια κλίση προς τη μεριά ενός χώρου στον οποίο οι καιρικές συνθήκες λειτουργούν. Δεν παίζουν μόνο οι άνθρωποι, παίζει κι ο χώρος. Κι αυτή είναι η διαφορά που έχω με το σύνολο σχεδόν της ελληνικής παραγωγής. Σε μένα οι καιρικές συνθήκες λειτουργούν δραματουργικά. Σε άλλους είναι απλώς ένας άλφα χώρος ο οποίος δεν επηρεάζει τα πρόσωπα. Για μένα τα επηρεάζει. Επηρεάζει τα πρόσωπα και το πλησίασμά τους… Κάπως έτσι ξεκινάει η άποψη αυτή. Και βέβαια από την ενστικτώδη και πάρα πολύ οργισμένη αντίδρασή μου απέναντι στον τρόπο με τον οποίο βλέπουν οι περισσότεροι την Ελλάδα, κυρίως οι ξένοι, μια Ελλάδα του ήλιου, του μπάνιου, φωτεινή. Εγώ βλέπω μια Ελλάδα, και την έβλεπα πάντα, περ’ από την ανθρώπινη πίεση που γίνεται πάνω στην εξέλιξη των γεγονότων, μια Ελλάδα σχεδόν θλιβερή».
Πάντως, όπως γράφει κι ένας κριτικός του Θ. Αγγελόπουλου, είναι σίγουρο πως «και η πιο λεπτομερής περιγραφή μιας ταινίας δεν μπορεί να μεταδώσει ούτε το ένα χιλιοστό της δύναμης και της γοητείας της»…