Μια γυναίκα και το οργανωμένο έγκλημα
Γερμανία, Ιταλική μαφία και η ελευθερία του τύπου
Μια Γερμανίδα δημοσιογράφος έχει αλλάξει μέσο δημοσίευσης των ερευνών της. Η Πέτρα Ρέσκι, γνωστή στη Γερμανία για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες δημοσιογραφικής έρευνας σε θέματα μαφίας, δημοσιεύει πια μυθιστορήματα με θέμα – τι άλλο, την μαφία. Η συγγραφέας Ντόνα Λεόν, διάσημη για τα αστυνομικά της μυθιστορήματα περί μαφίας είναι προσωπική της φίλη. Η Λεόν, που αναφέρει την Ρέσκι ως πηγή γνώσεών της, προέτρεψε την δημοσιογράφο να ασχοληθεί και αυτή περισσότερο με μυθιστορήματα παρά με την μάχιμη δημοσιογραφία. Τα γεγονότα γύρω από την δημοσιογράφο είναι ένα από τα κεντρικά θέματα αυτό το Σαββατοκύριακο της Γερμανικής εφημερίδας Neues Deutschland, του πρώην οργάνου του κόμματος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Αλλά γιατί ασχολείται μια Γερμανική κομμουνιστική/αριστερή εφημερίδα με τα μυθιστορήματα και τον βίο μιας αστής δημοσιογράφου, δίνοντάς της βήμα σε μια αποκλειστική συνέντευξη;
Η ίδια η Ρέσκι δημοσίευσε το 2008 βιβλίο με τίτλο «Περί νονών, πιτσαρίας και ψευτοπαπάδων» βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, ονόματα και στοιχεία. Το βιβλίο έγινε ανάρπαστο διότι ένα χρόνο πριν, τον δεκαπενταύγουστο του 2007, στην Γερμανική πόλη Duisburg, ο πόλεμος δυο εχθρικών οικογενειών της Ιταλικής μαφίας είχε ως αποτέλεσμα το μακελειό έξι ατόμων έξω από μια Ιταλική ταβέρνα. Ταβέρνες, πιτσαρίες και μερικές φορές και τα ράσα αποδείχτηκαν αποτελεσματική κάλυψη για τους μαφιόζους που κατά την Γερμανική αστυνομία έχουν φτιάξει πολλές έδρες, ειδικά στο κρατίδιο της Βορείου Ρηνανίας Βεστφαλίας αλλά και στα νέα κρατίδια της τέως Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Η Ρέσκι, η οποία κατά τα λεγόμενά της είχε ξεκινήσει τις έρευνες για την μαφία με μια σχετική αφέλεια, μετά από την παρακολούθηση του κινηματογραφικού έργου «Ο Νονός», έγινε αργότερα κάτοικος Βενετίας. Μιλάει άπταιστα Ιταλικά και έζησε από κοντά την δράση της μαφίας, είχε έρθει σε επαφή με δράστες, θύματα και συγγενείς. Την υποτιμούσαν όπως λέει η ίδια αφού κράτησε στις επαφές την κάλυψη της, τώρα πια, προσποιημένης αφέλειάς της.
Οι έρευνές της έφτασαν στον πρώην Ιταλό πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλούσκονι. Έχει δημοσιεύσει στοιχεία για συμβόλαια θανάτου εκ Γερμανίας που στόχευαν σε Ιταλούς εισαγγελείς. Δημοσίευσε ονόματα μελών της μαφίας, μαζί με την δράση τους – ξέπλυμα χρημάτων – και συνάντησε την «τυφλή» πλευρά της Γερμανικής δικαιοσύνης.
Τι και αν είχε στην κατοχή της ακόμη και ντοκουμέντα της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Αστυνομίας, τι και αν είχε δικαστικές αποφάσεις από Ιταλία, που στήριζαν την ορθότητα των δημοσιεύσεών της; Η Γερμανική δικαιοσύνη αποφάνθηκε ότι παραβιάζονται προσωπικά δεδομένα – των μαφιόζων.
Έτσι η Ρέσκι αναγκάστηκε να μαυρίσει στα βιβλία της τις επίμαχες αναφορές. Δέχτηκε επισκέψεις από αγνώστους στην κατοικία της, που δεν ήταν γνωστή παρά μόνο σε λίγους και έζησε στις βιβλιοπαρουσιάσεις της απροκάλυπτες απειλές μαφιόζων.
Η Ρέσκι παρ’ όλα αυτά συνέχιζε να γράφει ως ελεύθερη δημοσιογράφος τα άρθρα της, μέχρι που πέρσι γνώρισε και το «άλλο» πρόσωπο προοδευτικών εκδοτών. Είχε δημοσιεύσει τον Απρίλη του 2016 αποκαλυπτικό άρθρο στην εβδομαδιαία εφημερίδα Der Freitag.
Στο άρθρο όπου η Ρέσκι ανέδειξε την διαπλοκή τοπικών αρχών στα ανατολικά ομόσπονδα κρατίδια της Γερμανίας με το οργανωμένο έγκλημα, υπήρχε μια αναφορά σε ένα ντοκιμαντέρ του κρατικού καναλιού MDR. Οι τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι είχαν παρουσιάσει έναν ταβερνιάρη ως μέλος της ‘Ndrangheta. Το όνομα του επιχειρηματία δεν έπαιξε σε πρώτο πλάνο στην τηλεόραση, τον είχαν ονομάσει με το ψευδώνυμο Μισέλ.
Ο «Μισέλ» όμως πιστεύοντας ότι αναγνωρίζεται έστειλε μια αγωγή την οποία έχασε ο τηλεοπτικός σταθμός σε πρώτο βαθμό. Η Ρέσκι ανέφερε αυτό το γεγονός, την δίκη, στο επίμαχο άρθρο της χωρίς ωστόσο να υιοθετήσει την κατηγορία που εκφώνησαν οι τηλεοπτικοί της συνάδελφοι. Η Ρεσκι επικαλείται το δικαίωμά της για δικαστικό ρεπορτάζ, μιας που η σχετική δίκη ήταν δημόσια αλλά και το ίδιο το όνομα του ταβερνιάρη φιγουράρει ανενόχλητα δημοσιευμένο σε πληθώρα άλλων μέσων που αναφέρθηκαν στην έκβαση της δίκης του «Μισέλ».
Ο ταβερνιάρης όμως έκανε δεύτερη αγωγή και, χωρίς καν να έρθει σε επαφή η συντακτική ομάδα του Der Freitag με την δημοσιογράφο, κατέβηκε το άρθρο από τον διαδικτυακό τόπο και ο εκδότης του περιοδικού Jakob Augstein «έδωσε» κυριολεκτικά την Ρέσκι. Την κατηγόρησε για κακή δημοσιογραφία και αρνήθηκε οποιαδήποτε υποστήριξη «δεν είμαι ασφάλεια δικαστικών εξόδων για κακή δημοσιογραφική έρευνα». Ο Augstein, οπαδός της σοσιαλδημοκρατίας και νομικά γιός του ιδρυτή του Der Spiegel Rudolf Augstein (βιολογικά είναι γιος του συγγραφέα Martin Walser), υπέγραψε και σχετική εξώδικη βεβαίωση κατά της δημοσιογράφου. Δεν σταμάτησε εκεί, αλλά συνέχισε να λοιδορεί δημόσια την δημοσιογράφο. Μολονότι ο ίδιος πριν από το επίμαχο δημοσίευμα διαφήμιζε την συνεργασία του με την αναγνωρισμένη ειδική επί θεμάτων μαφίας Ρέσκι, πια αρέσκεται να τονίζει, «αφού είναι πιο γνωστή για μυθιστορήματα από ότι για δημοσιογραφία». Ανέφερε επίσης το όνομα της δημοσιογράφου με τον χαρακτηρισμό Fake News.
Στην Γερμανία δεν συνηθίζεται τέτοια συμπεριφορά εκδοτών κατά συνεργατών. Πόσο μάλλον όταν το επίμαχο, πριν από την αγωγή πολυδιαφημισμένο άρθρο, στοίχισε ίσα με δυο τρία εκατοστάρικα Ευρώ. Έχουν πέσει πολύ οι αμοιβές για τα «μπλοκάκια».
Πολλά μέσα, συνδικάτα και συνάδελφοι άσκησαν κριτική για την «πισώπλατη μαχαιριά» του εκδότη. Ωστόσο η Ρέσκι έχασε την αστική δίκη και πια δεν έχει δικαίωμα αναφοράς του ονόματος του Μισέλ. Μέχρι εδώ οι νικητές της διαμάχης για την ελευθερία του τύπου είναι η Μαφία και οι εκδότες. Η δημοσιογράφος, κυνηγός της μαφίας επιμένει ότι η αγωγή είναι απλά ένα νέο χτύπημα της μαφίας στο άτομό της. Τώρα περιμένει η ίδια την έκβαση μιας δικής της αγωγής – κατά του εκδότη.