Η υπέρβαση της αστικής δημοκρατίας και ο φασισμός που υφέρπει…
Ο Γεράσιμος Κουζέλης ιχνηλατεί μέσα στο βιβλίο τους αρνητικούς συσχετισμούς, έτσι όπως είναι διαμορφωμένοι σήμερα. Παρότι κάποιες φορές μοιάζει να περιστρέφεται με τρόπο υπερβολικό γύρω από τις αντιφάσεις της σημερινής αστικής δημοκρατίας, καταφέρνει τελικά να αποφύγει την παγίδα μιας ετερόδοξης παρουσίασης των αδιεξόδων της, προσεγγίζοντας με νηφαλιότητα, ειλικρίνεια και εντιμότητα τις προϋποθέσεις υπέρβασής της.
Το βιβλίο «Φασισμός και δημοκρατία» (εκδόσεις Νήσος) του καθηγητή Επιστημολογίας και Κοινωνιολογίας της Γνώσης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γεράσιμου Κουζέλη, επιχειρεί να χαρτογραφήσει τη σχέση του φασισμού και της δημοκρατίας, με τις παγίδες, τις προεκτάσεις και τις διαρκείς ταλαντεύσεις που υπάρχουν μεταξύ τους.
Αποτελεί μια συλλογή κειμένων γραμμένων από τα τέλη του 2011 έως το τέλος του 2013, που διαβάζοντάς τα κανείς σήμερα, μπορεί να συνειδητοποιήσει πως έχει πλέον εδραιωθεί ένας κοινωνικός χώρος καταστρατήγησης δικαιωμάτων και άρσης κοινών αποδεκτών πρακτικών. «Διανύουμε μια περίοδο που και τα δικαιώματα στο επίπεδο των συνταγματικών κατοχυρώσεων διατρέχουν κίνδυνο αδρανοποίησης και έμπρακτης άρσης τους», γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας.
Ο συγγραφέας αναδεικνύει πτυχές της κοινωνικής οπισθοδρόμησης που έχει συντελεστεί όλα αυτά τα χρόνια, ενώ παράλληλα δεν διστάζει να πάρει ξεκάθαρη θέση υπέρ των δικαιωμάτων έναντι των ευκαιριών. «Η νεοφιλελεύθερη κυρίαρχη πολιτική μοιράζει τόσο συστηματικά […] κυρίως πλασματικές ευκαιρίες που απομακρύνει τον δημόσιο διάλογο από τα δικαιώματα, την αναγνώριση και την εφαρμογή τους».
Ταυτόχρονα, χρησιμοποιώντας θεωρητικά εργαλεία που εκτείνονται από τον Ρουσσώ μέχρι τον Χάμπερμας και τον Μπάουμαν, επιχειρεί να εμφιλοχωρήσει σε όλα εκείνα τα σημεία που ανέθρεψαν τον φασισμό, αναδεικνύοντας τα έμφυτα χαρακτηριστικά της αστικής κοινωνίας που διευκολύνουν την ύπαρξη και τη διαιώνισή του, ανάλογα με τον οικονομικό κύκλο και τις εκάστοτε δυσκολίες που αντιμετωπίζει για να συνεχίσει να υφίσταται.
Θυμίζοντας στον αναγνώστη τη γνωστή ρήση του Χορκχάιμερ πως «όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό, θα πρέπει να σωπαίνει και για τον φασισμό», φαλκιδεύει μια σειρά θέσεων της φιλελεύθερης ιδεολογίας που ανακυκλώνουν τη φασιστική ρητορική, εξωραΐζοντάς την για να μη γίνεται αντιληπτή ως τέτοια. «Ο φασισμός της Χ.Α. προετοιμάστηκε από τα αστικά κόμματα ως κυριολεκτική εμπροσθοφυλακή της επίθεσης που δεχόμαστε· τον έθρεψαν για να τραφούν από αυτόν», αναφέρει ο συγγραφέας προκειμένου να καταστήσει σαφές, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, πως όταν τα αστικά κόμματα καταφέρονται ενάντια του φασισμού, όταν εξανίστανται για ρατσιστικά φαινόμενα που λαμβάνουν χώρα γύρω μας, στην πραγματικότητα προσποιούνται ή εθελοτυφλούν, αφού δεν θα μπορούσαν ποτέ να καταστούν όχημα οριστικής εξάλειψής τους.
«Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουμε τη συμμορία ως συμμορία κι αυτό σημαίνει απαιτώντας με κάθε μέσο την εξάρθρωσή της, τη σύλληψη και την τιμωρία εγκληματιών», έγραφε από τότε ο καθηγητής, καλώντας την πολιτεία να δράσει άμεσα και αποτελεσματικά απέναντι στην εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής. Φυσικά, αυτό δεν έγινε ποτέ, αφού ακόμα και σήμερα που η Χρυσή Αυγή είναι εκτός Βουλής, γίνεται προσπάθεια – με την πρόσφατη εισαγγελική πρόταση για απαλλαγή της ηγεσίας και των στελεχών της από την κατηγορία της «διεύθυνσης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση» – να αθωωθεί και να επανέλθει στο πολιτικό προσκήνιο αναβαπτισμένη.
Για τη δημοκρατία και την υπεράσπισή της, ο συγγραφέας αναφέρει αφενός πως πρέπει να «υπερασπιζόμαστε τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, χωρίς εκπτώσεις και πέραν της κυρίαρχης ιδεολογίας περί ρεαλιστικών διεκδικήσεων», αφετέρου πως «υπερασπιζόμαστε (σ.σ. τη δημοκρατία) και ως πρόπλασμα μιας άλλης δυνατής κοινωνίας, ως όρο διεύρυνσης και υπέρβασής της, όταν οι συνθήκες και ο συσχετισμός δυνάμεων θα το επιτρέπουν».
Ο Γεράσιμος Κουζέλης ιχνηλατεί μέσα στο βιβλίο τους αρνητικούς συσχετισμούς, έτσι όπως είναι διαμορφωμένοι σήμερα. Παρότι κάποιες φορές μοιάζει να περιστρέφεται με τρόπο υπερβολικό γύρω από τις αντιφάσεις της σημερινής αστικής δημοκρατίας, καταφέρνει τελικά να αποφύγει την παγίδα μιας ετερόδοξης παρουσίασης των αδιεξόδων της, προσεγγίζοντας με νηφαλιότητα, ειλικρίνεια και εντιμότητα τις προϋποθέσεις υπέρβασής της.