Πάνος Τζαβέλλας: «Δεν παραδόθηκα…»
«Τις καταδίκες σε θάνατο τις άρπαξα όταν πιάστηκα βαριά τραυματισμένος, αντάρτης του ΔΣΕ, τον Ιούλη του 1949….Αχνοφέγγει. Η εκτέλεση πρέπει να γίνει ακριβώς με την ανατολή του ήλιου. Αγωνία. Ακόμα λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα ίσως…Πώς να πεθάνεις στα 23 σου χρόνια, όταν είσαι γεμάτος ζωή και όνειρα;»
Σαν σήμερα, στις 27 του Γενάρη 2009, έφυγε από τη ζωή ο αγωνιστής τροβαδούρος Πάνος Τζαβέλλας. Ο ανταρτοεπονίτης μαχητής του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, που σημάδεψε τις ζωές μας με τη φωνή του και την γεμάτη πάθος ερμηνεία του στο αντάρτικο και στο αγωνιστικό-πολιτικό τραγούδι.
Δημιουργός πασίγνωστων και αγαπημένων τραγουδιών σε δικούς του στίχους όπως “Κυρ-Παντελής”, “Ξυπνήστε”, “Μάη μ’ Μάη μ‘”(Χαρούλα Αλεξίου) κλπ. αλλά και του κομμουνιστή προλετάριου ποιητή Φώτη Αγγουλέ (“Πορεία μέσα στη νύχτα”), ο Πάνος Τζαβέλλας υπηρέτησε την τέχνη του με σεβασμό, αγωνιστικό παλμό και αγάπη στις μπουάτ και στις συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, μα πάνω απ’ όλα στο θρυλικό στέκι του το «Αντάρτικο Λημέρι».
Ο Πάνος Τζαβέλλας γεννήθηκε το 1925 στην Κοζάνη. Ο πόλεμος του 1940 τον βρίσκει έφηβο, οργανώνεται στην ΕΠΟΝ, βγαίνει στο βουνό, εντάσσεται στον ΕΛΑΣ και αργότερα στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ). Στο βουνό τραυματίζεται βαριά και χάνει το δεξί του πόδι. Συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και καταδικάζεται τρεις φορές σε θάνατο.
Το 1958 αρρωσταίνει βαριά και το 1961 με τη βοήθεια του ΚΚΕ φεύγει στη Σοβιετική Ένωση για θεραπεία, όπου νοσηλεύεται τρία χρόνια και παράλληλα σπουδάζει μουσική.
Επιστρέφει το 1965 στην Ελλάδα και ξεκινά την πρώτη του καλλιτεχνική δουλειά σε μπουάτ της Πλάκας, όχι όμως για πολύ, μια και η δικτατορία του 1967 κλείνει τις μπουάτ και ο Τζαβέλλας βρίσκεται ξανά στη φυλακή, κατηγορούμενος για αγώνα και παράνομη δράση ενάντια στη Χούντα.
Το 1971 αποφυλακίζεται με το νόμο «Μη θεραπεύσιμης ασθένειας» και στήνει στην Πλάκα το Αντάρτικο Λημέρι.
Η πτώση της Χούντας το 1974 βρίσκει τον Πάνο Τζαβέλλα στη μπουάτ Λήδρα που, ελεύθερος πια, μαζί με τη σύντροφο στη ζωή και το τραγούδι Νατάσα Παπαδοπούλου και την ορχήστρα του, συνεχίζει να τραγουδά τα τραγούδια του.
Ο πρώτος του δίσκος είναι ζωντανή ηχογράφηση: «Τα Τραγούδια από το Αντάρτικο Λημέρι». Θα ηχογραφήσει ακόμα οχτώ δίσκους. Τα τραγούδια του θα ταξιδέψουν μέσα από συναυλίες, που δίνονται σε ανοικτά γήπεδα και πανεπιστήμια, σε όλη την Ελλάδα, αλλά και το εξωτερικό (Γερμανία, Σουηδία και αλλού). Θα τον παρουσιάσουν οι ξένες τηλεοράσεις, όπως η Βουλγαρική, Γερμανική, Σουηδική, αλλά και η ελληνική, ο Τύπος σε Ελλάδα και εξωτερικό θα αναφερθεί πολλές φορές στον αγωνιστή τραγουδοποιό Πάνο Τζαβέλλα και το πολύ γνωστό και αγαπημένο σε όλους μας τραγούδι, «Κυρ-Παντελής» θα φτάσει μέχρι την Κίνα, όπου θα μεταφραστεί.
Στη δεκαετία του ’80, ο Πάνος Τζαβέλλας βρίσκεται στα Εξάρχεια και στη συνέχεια σε διάφορες μουσικές σκηνές της Αθήνας και του Πειραιά. Έφυγε από τη ζωή στις 27 του Γενάρη 2009, μετά από σκληρή μάχη με τον καρκίνο.
Ακολουθούν αποσπάσματα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Πάνου Τζαβέλλα ANTAPTO-ROCK (εκδ. Ελεύθερος Διάλογος, 1992).
«Στις φυλακές έπεσα νωρίς, απ’ το 1945. Τις καταδίκες όμως σε θάνατο τις άρπαξα όταν πιάστηκα βαριά τραυματισμένος σαν αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, τον Ιούλη του 1949.
Προχωρούσαμε κατά μήκος του Αλιάκμονα, στα νότια της Κοζάνης και δυτικά των Σερβίων. Στόχος μας το αεροδρόμιο. Η νύχτα μάς είχε τυλίξει για καλά κι όλα ήταν ήσυχα. Κι άξαφνα:
— «Αλτ! Τις ει»;
— «Εσείς τι είστε».
— «Εθνικός στρατός».
— «Κωλόπαιδα της Φρειδερίκης»!
Πυρά καταιγιστικά κι από τις δυο πλευρές. Σύγκρουση ολιγόλεπτη και άγρια. Ξαφνικά χάνομαι… Όταν συνέρχομαι νομίζω πως βγαίνω από όνειρο. Νύχτα απαλή γεμάτη ψίθυρους και μάγια. Ψηλά, αμέτρητα αστέρια, χαμηλά ο Αλιάκμονας που κελαρίζει, τα αηδόνια ξετρελαμένα, όλα γύρω να μοσχοβολούν κι από καιρό σε καιρό το απαλό αεράκι να φέρνει στ’ αυτιά μου έναν ουράνιο ήχο από μυριάδες αλογοκούδουνα. Νιώθω υπέροχα, σ’ έναν κόσμο φανταστικό. Κάνω να σηκωθώ. Τίποτα. Κάτι με γαργαλάει στο δεξί μου πόδι. Απλώνω το χέρι μου και ψάχνοντας, πέφτω στην πληγή. Τα δάχτυλά μου γεμίζουν αίμα. Κάνω το πουκάμισό μου επιδέσμους και προσπαθώ να δέσω την πληγή. Αδύνατον. Το αίμα τρέχει ποτάμι. Η θέση μου είναι δεινή. Με πιάνει αγωνία. Αρχίζω να σέρνομαι πάνω στα βράχια που κόβουν σαν ξυράφια. Λιγοθυμώ, συνέρχομαι. Πάλι αυτή η αίσθηση του ονείρου και της μαγείας. Σέρνομαι πάλι και πάλι. Λιγοθυμώ, συνέρχομαι. Ακόμα μια ύστατη προσπάθεια. Σβήνω, χάνομαι… Ώστε αυτό είναι ο θάνατος. (Αργότερα «πέθανα» άλλες τρεις φορές).
Με το χάραμα με βρήκαν από τα ίχνη του αίματος μέσα σ’ ένα θάμνο, μισόγυμνο και καταματωμένο. Όταν άνοιξα τα μάτια μου δυο ήλιοι έλαμψαν: ο ένας που ανέβαινε ψηλά από τον Όλυμπο και ο άλλος που άστραψε από την κάνη του πιστολιού του ανθυπολοχαγού —πρώην χωροφύλακα στην Κοζάνη— που ήρθε και σφηνώθηκε δίπλα στ’ αυτί μου. Πρόλαβε ο λοχαγός και του κλώτσησε το χέρι.
«Ας τον σκοτώσουν οι στρατοδίκες», ούρλιαξε, «όχι εμείς». Όπως κι έγινε.
Με μετέφεραν στην έδρα της διοίκησης, έξω από τα Σέρβια. Με απόθεσαν σε μια μεγάλη σκηνή. Απέναντί μου ο διοικητής, ο γείτονας και φίλος Γιάννης Βαγιάτης.
— «Εγώ».
— «Δεν παραδόθηκα».
— «Θα γράψω ότι παραδόθηκες».
— «Θα ελαφρύνεις τη θέση σου».
— «Δεν θέλω να ελαφρύνω τη θέση μου».
— «Μην είσαι χαζός».
— «Δεν είμαι χαζός».
Ύστερα ήρθε κοντά μου, μου έσιαξε τις γάζες στο τραύμα μου, μου ’βρεξε με νερό το πρόσωπο και βγήκε από τη σκηνή για να μην τον ιδώ που δάκρυσε. Αργότερα ο ίδιος με μετέφερε στο στρατιωτικό νοσοκομείο Κοζάνης. Είναι μεγάλη δουλειά να κρατάς την ανθρωπιά σου σ’ έναν εμφύλιο σπαραγμό, όπου ο φανατισμός, το μίσος και τ’ άγρια πάθη θεριεύουν. Ας είναι αυτή η αναφορά, ένας φόρος τιμής σ’ όλους τους «εχθρούς», τους ιδεολογικούς και πολιτικούς μας αντιπάλους, που μέσα σ’ αυτή τη λαίλαπα κράτησαν την ανθρωπιά τους ακέραιη. Η κατάρα της Ελλάδας είναι οι ξένοι, που ευθύνονται για όλους τους εθνικούς διχασμούς.
Αν είχα παραδεχθεί πως παραδόθηκα, θα είχα απολυθεί ως «αυθορμήτως παρουσιασθείς» λίγο καιρό μετά, σύμφωνα με τα μέτρα «περί ειρηνεύσεως» της κυβέρνησης Πλαστήρα. Άλλα όμως είχα στο μυαλό μου κι άλλα μου ’γραφε η μοίρα μου.
Απ’ το στρατιωτικό νοσοκομείο με μετέφεραν στη σοφίτα ενός στρατώνα. Τέλεια απομόνωση. Τώρα μπορούσα να ουρλιάζω από τους πόνους και τα βασανιστήρια. Κανείς δεν μ’ άκουγε. Βρισκόμουν στα χέρια του Α2 του Γ΄ Σώματος Στρατού και της Ασφάλειας Κοζάνης. Στα χέρια σαδιστών βασανιστών κι αδίστακτων φονιάδων, με φασιστική ιδεολογία και προπαίδεια.
Μια μέρα βλέπω ασυνήθιστη συμπεριφορά. Σκουπίζουν και σφουγγαρίζουν το πάτωμα, μου βάζουν σεντόνια, ανοίγουν τα παράθυρα και ο γιατρός μου κάνει ένεση παυσίπονη. Έχω τα χάλια μου από τα βασανιστήρια (που δεν λέγονται) κι από την πληγή που έχει κακοφορμίσει. Σε λίγο μπαίνει ένας λοχαγός. Κρατά στο δεξί του χέρι ένα μαστίγιο. Οι πρώτες του λέξεις: «Ρε Τζαβέλλα, είσαι κι ομορφόπαιδο». Είναι ο βασιλικός επίτροπος. Γύρω του σχηματίζουν ημικύκλιο ο δεσπότης Κοζάνης Κωνσταντίνος, ο δήμαρχος Κοζάνης οδοντογιατρός Τέρπου, ο βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος Γιώργος Καρότσης κι ένας ακόμα που δεν τον θυμάμαι, ο διοικητής της Ασφάλειας Κοζάνης Κακαλιάς —φόβος και τρόμος της περιοχής— ο διοικητής του Α2 του Γ’ Σώματος Στρατού και δυο ανώτατοι αξιωματικοί του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ο ένας συνταγματάρχης κι ο άλλος ταξίαρχος, ειδικώς αφιχθέντες από την Αθήνα για την περίπτωση.
Μιλάει ο βασιλικός επίτροπος: «Τζαβέλλα, είσαι στα χέρια μας. Δεν μπορεί να σε γλιτώσει κανείς. Ούτε ο βασιλιάς. Απλά πράγματα: μας δίνεις τις αποθήκες που έχετε στα Χάσια για τον εφοδιασμό των δύο μεραρχιών σας του κλιμακίου της Νότιας Ελλάδας και εμείς σου χαρίζουμε τη ζωή». Γύρισε το κεφάλι του στην ομήγυρη. Όλοι συγκατένευσαν. Δεν απάντησα. Είπε μετά κι άλλα. Μίλησαν κι οι άλλοι. Βουβός εγώ, οπότε με πλησιάζει ο δεσπότης —παλιός ενωμοτάρχης— χαμογελώντας. «Έλα Μπανανή (αυτό ήταν το ψευδώνυμό μου) παιδί μου, άσ’ τους αυτούς. Πες τα σ’ εμένα να γλιτώσεις το κεφάλι σου. Είσαι τόσο νέος…». Και μου άπλωσε το χέρι του να του το φιλήσω. Ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτό το χέρι. Δάχτυλα ολόλευκα, μακριά και παχουλά, νύχια περιποιημένα, άρωμα φίνο. Χέρι κοκότας πολυτελείας. Βάζω σημάδι το μικρό του δαχτυλάκι και το δαγκώνω μ’ όση δύναμη μου απέμενε. Έβγαλε μια μακρόσυρτη κραυγή. Οι άλλοι όρμησαν καταπάνω μου «Βούλγαρε, αμετανόητε κομμουνιστή, θα πεθάνεις…».
— «Ο λαός…», τόλμησα να πω.
— «Χα, χα, θα πεθάνεις για το λαό σου», κι έφυγαν ουρλιάζοντας, ίδια λυσσασμένα σκυλιά.
Ύστερα από λίγο στέλνουν ένα ασθενοφόρο και με παίρνουν. Τρεις βασανιστές πίσω μαζί μου και δυο μπροστά. Κατηφορίζουμε κατά τα Σέρβια. Σ’ εκείνα τα χωράφια έπαιζα μικρός. Τώρα ξέπνοος μπροστά στον τάφο. Ο αρχιβασανιστής λοχίας κρατάει το πιστόλι του στο χέρι και από καιρό σε καιρό, του «πέφτει» δήθεν, αλλά… πάνω στο τραύμα μου! Πόνος αφόρητος. Λιγοθυμώ. Μου ρίχνουν νερό. Συνέρχομαι. Ύστερα παίρνουμε την ανηφόρα προς Σαραντάπορο. Ο δρόμος είναι γεμάτος λακκούβες. Καθώς τραντάζομαι, τα σπασμένα κόκαλα του ποδιού μου τρίβονται μεταξύ τους. Πόνος, πόνος, πόνος. Πάλι λιγοθυμιές και νερά και πάλι το παιχνίδι του λοχία με το πιστόλι. Έχω παραισθήσεις. Βλέπω ήλιους να λαμπυρίζουν και να χάνονται. Βλέπω πορτοκαλιές να γέρνουν απ’ το βάρος των καρπών. Απλώνω το χέρι μου να κόψω ένα πορτοκάλι να δροσίσω τα χείλια μου. Επιτέλους φτάνουμε. Με κατεβάζουν με το φορείο και μ’ ακουμπάνε στο πεζοδρόμιο.
Μπροστά μου μια πλατεία. Κόσμος πολύς κόβει βόλτες βουβός και τρομαγμένος. Τα μεγάφωνα στη διαπασών, «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», «των εχθρών τα φουσάτα πέρασαν» κι άλλα τέτοια κι από πάνω συνθήματα φασιστικά. Νομίζω πως όλα είναι της φαντασίας μου. Τα βλέπω ανάμεσα σε πορτοκαλιές και ήλιους που χάνονται και ξανάρχονται. Βάζουν τον κόσμο στην ουρά σε ημικύκλιο. Μένουν έτσι κάμποση ώρα.
Τέσσερις βασανιστές με παίρνουν με το φορείο και με ξαπλώνουν λίγο μπροστά από το ημικύκλιο. Γύρω στρατά, με τις κάνες προτεταμένες, σπρώχνουν τον κόσμο προς τα μένα. Αρχίζουν να με φτύνουν. Άλλος με μίσος, άλλος με πόνο, άλλος γελώντας κι άλλος κλαίγοντας, άλλος με συμπόνια και άλλος με φόβο. Ο καθένας καταπώς ένιωθε. Ξαφνικά μια γριά ξεφωνίζει: «Ο Χριστός! Είναι ο Χριστός!» Ο κόσμος λακίζει, γίνεται χλαλοή, οι φαντάροι πυροβολούν στον αέρα. Ξαναμαζεύουν τον κόσμο και το μαρτύριο ξαναρχίζει. Κλείνω τα μάτια και υπομένω. Πόσο κράτησε αυτή η «παρέλαση»;
Χάνομαι σε δικές μου φαντασιώσεις και παραισθήσεις. Με γέμισαν μύξες και σάλια. Με μεταφέρουν πάλι στο ασθενοφόρο. Ακούω τη φωνή του διοικητή του Α2. «Και τώρα πήγαινε να πεθάνεις για το λαό». Και πήγα.
Η δίκη άρχιζε με την κλασική ερώτηση του προέδρου – στρατοδικη:
«Κατηγορούμενε, αποκηρύσσεις το ΚΚΕ και τις παραφυάδες αυτού, ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΕΠΟΝ;»
«ΟΧΙ» ίσον θάνατος. «ΝΑΙ» σήμαινε αθώος. Ακροατήριο, αγορεύσεις δικηγόρων, απολογία κατηγορουμένων κ.λπ., ήσαν πολυτέλειες.
Μετρούσε το ΟΧΙ ή το ΝΑΙ. Με δίκασαν δυο φορές σε θάνατο παμψηφεί. Μετά από λίγες μέρες, με πήραν για εκτέλεση. Νύχτα ακόμα μ’ οδήγησαν στο «συνήθη τόπο των εκτελέσεων», δίπλα στους στρατώνες. Στρατά, κλαγγές όπλων, πηγαινέλα, διαταγές και οι μηχανές των αυτοκινήτων να μουγκρίζουν, με τους προβολείς στραμμένους καταπάνω μου να με τυφλώνουν. Στηρίζομαι σε μια μαγκούρα γιατί μου ’χουν κόψει ήδη το δεξί μου πόδι. Προσπαθώ να είμαι αξιοπρεπής. Το φόβο μου τον κρύβω βαθιά στα φυλλοκάρδια μου. Γι’ αυτούς ετοιμάζω ένα τραγούδι και την κραυγή μας τη στιγμή της ομοβροντίας: «Ζήτω το Κόμμα», «Ζήτω ο Λαός».
Είχε καθιερωθεί την ώρα της εκτέλεσης, οι σύντροφοι να χορεύουν τον αρχαίο συρτό τραγουδώντας «στη στεριά δεν ζει το ψάρι μήτε ανθός στην αμμουδιά και oι Έλληνες δεν ζούνε δίχως την ελευθεριά». Εγώ, όμως, μέσα μου τραγουδάω το «κάποια μάνα αναστενάζει». Αυτό αναβλύζει από την ψυχή μου.
Μυστήριο πράγμα ο άνθρωπος. Το μυαλό μου δουλεύει ρολόι. Όλη η ζωή μου περνά μπροστά μου μ’ αστραπιαία ταχύτητα. Θυμάμαι πολύ τα παιδικά μου χρόνια, τους συντρόφους μου, τη μάνα μου. Η σκέψη μου σκαλώνει σε μια αστεία ιστορία. Πρωτοχρονιά 1942. Κατοχή, πείνα, παγωνιά, σπασμένα τζάμια στα παράθυρα, το χιόνι να μπαίνει στο δωμάτιο. Ψωμί δεν υπάρχει. Έπρεπε, όμως, να κόψουμε… τη βασιλόπιτα. Έτσι, για το έθιμο. Η μάνα μου οικονόμησε λίγο αλεύρι. Έκανε τέσσερις μικρές τηγανίτες και τις τηγάνισε με… βαμβακόλαδο. Τις άπλωσε γύρω – γύρω σ’ ένα ταψί. Στην πιο μικρή έβαλε το νόμισμα. Στριφογύρισε τρεις φορές το ταψί. Και πριν προλάβει να σταματήσει, ορμάμε και τα τρία αδέρφια στη μεγαλύτερη τηγανίτα. Τράβα ο ένας, τράβα ο άλλος, στο τέλος πλακωθήκαμε. Η μάνα μου να κλαίει. Γυρίζει κατά τον ουρανό το πρόσωπό της, υψώνει τα χέρια της σε ικεσία και παρακαλεί: «Αχ, Αγιάννα μου κάνε το θαύμα σου». Τακ-τακ η πόρτα. Ήταν ο φίλος μου Μάρκος Κανδύλης —γιος βιομηχάνου— με μια καλαθάρα μ’ όλα τα καλούδια, κρεατόπιτες. μπουρεκάκια, βασιλόπιτες, κασέρια, ψωμιά. Άντε τώρα να πεις στη μάνα μου πως δεν υπάρχει Θεάς…
Η ώρα περνάει, κοντεύει να ξημερώσει. Ο βασιλικός επίτροπος αργεί. Όμως η εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει χωρίς να διαβάσει ο ίδιος την απόφαση του στρατοδικείου. Αχνοφέγγει. Η εκτέλεση πρέπει να γίνει ακριβώς με την ανατολή του ήλιου. Αγωνία. Ακόμα λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα ίσως, και πάντα η ελπίδα μες στην ψυχή. Πώς να πεθάνεις στα 23 σου χρόνια, όταν είσαι γεμάτος ζωή και όνειρα; Και νάτος ο ήλιος, ανεβαίνει γελαστός και περήφανος. Αυτός ο ίδιος ήλιος, που έπρεπε να είναι ο τελευταίος της ζωής μου. Η εκτέλεση αναβάλλεται. Ξανά στην απομόνωση. Τα μαλλιά μου άσπρισαν. Πέφτω στο τσαμασίρι εξουθενωμένος. Παίξαν με την αγωνία μου. Παιχνίδι σκληρό του θανάτου για να ’χεις εφιάλτες στην υπόλοιπη ζωή σου. Τρία χρόνια μετά, προσπάθησαν να με σκοτώσουν με δίκη-παρωδία στο τακτικό στρατοδικείο Χανίων. Δεν τα κατάφεραν…»