«Ο Τελευταίος τρύγος»
«-Και ποιος είναι αυτός ο Λένις, πώς τον είπες…Πού γίνονται αυτά;»
«- Μα στη Ρωσία, δεν τ’ άκουσες;»
«- Πού να τ’ ακούσω; Πρώτη φορά ακούγω για μέρος που δεν έχει πια πλούσιους και φτωχούς. Ώστε γίνεται αυτό;»
Η Έφη Πλιάτσικα – Πανσελήνου γεννήθηκε στο Αυδήμι της Ανατολικής Θράκης το 1916.
«Ο Τελευταίος τρύγος» πρωτοκυκλοφόρησε το 1980 και αναφέρεται στα γεγονότα της προσφυγιάς της Ανατολικής Θράκης, η οποία παραδόθηκε στην Τουρκία δύο μήνες μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Σύμφωνα με τη Συνθήκη των Μουδανιών διατάχθηκαν οι πληθυσμοί της Ανατολικής Θράκης να εκκενώσουν την περιοχή και να αφήσουν τα χωριά τους μέχρι τον Έβρο.
Η Πανσελήνου με αυτό το μυθιστόρημα ολοκληρώνει την τριλογία της που είχε αρχίσει με τη δημοσίευση το 1958 του μυθιστορήματος «Δρόμοι της Αθήνας» και συνεχίστηκε αργότερα με την «Καταχτημένη χώρα». Τα ίδια πρόσωπα που ζούνε την προσφυγιά ως παιδιά, συμμετέχουν ως έφηβοι στην Αντίσταση και ζώντας ως ενήλικες τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο, παραδίδουν τη σκυτάλη των αγώνων της γενιάς τους στα παιδιά τους μέσα από το έπος του Πολυτεχνείου. Συγχρόνως παρακολουθούμε την νεώτερη ιστορία της Ελλάδας σε ένα χρονικό διάστημα εξήντα χρόνων.
Έφη Πανσελήνου, Ο Τελευταίος τρύγος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986, 3η έκδοση. Παραθέτουμε αποσπάσματα από το βιβλίο.
Τέλος του Σεπτέμβρη ο χαλασμός στη Μικρασία βογγούσε ακόμη. Οι φλόγες της Σμύρνης δεν είχανε σβήσει. Οχτώ μέρες καιγότανε η μεγάλη πολιτεία της Ιωνίας. Τριάντα αγγλικά πολεμικά βρισκόντανε στο μεγάλο λιμάνι. Κανένα δεν έβανε μέσα ούτε μισό Έλληνα. Σ’ όσους πλησιάζανε με βάρκες ή κολυμπώντας τούς ρίχνανε μπουκάλια, τους χτυπούσαν στα χέρια όταν γαντζώνουνταν, τους βλέπανε οι σύμμαχοι να πνίγουνται μπροστά στα μάτια τους. Κι είταν όλα παλικάρια, νέα παιδιά δεκαπέντε χρονών κι απάνω…Τα μάθανε στο χωριό και τρομάξανε.
Τα πλήθη σερνόντανε αιχμάλωτοι στο εσωτερικό της Μικρασίας, όσα δεν τα είχανε σφάξει οι Τσέτες και ο τακτικός τούρκικος στρατός. Και οι πρόσφυγες ξεχείλισαν τα κοντινά νησιά, τις γύρω ακτές της Δυτικής Θράκης. Οι χαμένοι, οι καμένοι, οι αιχμάλωτοι, πλήθη αμέτρητα.
Από το χωριό είχανε περάσει σποραδικά μερικοί κυνηγημένοι, κι ούτε ξέραν να πουν πώς βρέθηκαν εδώ. Όπως ένας έμπορος που ήρτε από τη Ραιδεστό με τα… πόδια και τα μάτια του είταν γεμάτα τρόμο. Κι είταν ξυπόλυτος, κουρελιασμένος, μα δε στάθηκε στο χωριό, δε ζήτησε να μείνει, ούτε ήξερε πού θα πήγαινε. Αλλοπαρμένος μιλούσε για Τσέτες για σφαγές. Κι έλεγε πως θάρτουν και στο χωριό οι Τσέτες. έφυγε σαν τρελλός στο τέλος. Κι άλλοι περάσαν. Μα κανένας δε θέλησε να μείνει στο χωριό.
– Αυτό θα πει πως τα ίδια θα πάθουμε κι εμείς σε λίγο, άρχισαν να λεν στα καφενεία οι άντρες. Και στις «γειτονιές» μπροστά στις πόρτες τους οι γυναίκες, τα βράδια.
Στο Σύλλογο, στη λέσχη του χωριού, πάψανε νάρχουνται και οι λίγες ακόμα εφημερίδες – άλλη κακοσημαδιά κι αυτή.
Ως τότε, άλλοτε έλπιζαν, άλλοτε απελπιζότανε.
Πώς να το δεχτείς εξάλλου τόσο μεγάλο κακό; Πώς να μην ελπίζεις πως κάτι θα γίνει για την Ανατολική Θράκη. Γιατί ντε και καλά πρέπει να τήνε πάρει ο Κεμάλ – κανένας στο χωριό δεν το είχε σε υπόληψη. Και να φύγουν οι πληθυσμοί που τήνε κατοικούνε αιώνες. Αυτό είναι πρωτάκουστο, αδύνατο να το δεχτείς, δεν μπορεί, κάτι θα γίνει…
– Οι πληροφορίες άλλωστε είναι πως πολύς ελληνικός στρατός βρίσκεται στη Θράκη, με το πυροβολικό του ανέπαφο, είπε κι ο γιατρός που μόλις είχε γυρίσει από το Μυριόφυτο – την έδρα του νομάρχη(…)
– Και τι μπορεί να κάνει αυτός ο πολύς στρατός, ρώτησε ο θειός ο Ζήσος, σκεπτικιστής πάντα και πολύ μετρημένος. Σαν τι;
– Αν διαταχθεί μπορεί να πολεμήσει και να κρατήσει τη Θράκη.
– Μα από ποιον να διαταχθεί; Αφού στην Αθήνα πάει η κυβέρνηση. Και τώρα κυβερνάει η Επανάσταση του Πλαστήρα;
– Μα ακριβώς από την Επανάσταση του Πλαστήρα την ίδια. Η επανάσταση δεν νικήθηκε… Νικήθηκε η Τουρκία των σουλτάνων και το καθεστώς των Αθηνών… Κι αυτό το έριξε ο Πλαστήρας, είπε ο γιατρός θυμωμένος.
– Λένε μάλιστα, πως ο Πλαστήρας έδωσε εντολή στην ελληνική αντιπροσωπεία στα Μουδανιά, που τούτες τις μέρες διαπραγματεύεται την ανακωχή, να μη συζητήσει καν την παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης στον Κεμάλ. Έτσι μου έλεγε ο νομάρχης χτες το μεσημέρι στο Μυριόφυτο, έκλεισε τη συζήτηση ο γιατρός μέσα στη λέσχη.
Τούτη η πληροφορία γέμισε ελπίδες το χωριό(…)
Οι ελπίδες τους παίρνανε τα πάνω με τέτιες συζητήσεις – για λίγες μέρες ακόμα: Ώσπου ήρτε η «Απόφασις της Διασυμμαχικής Επιτροπής του Παρισιού»: Μ’ αυτήν στις 1/14 του Οκτώβρη 1922 «η Επαναστατική Κυβέρνησις της Αθήνας αναγκάζεται να δεχθεί την μέχρι των συνόρων του Έβρου παραχώρησιν της Ανατολικής Θράκης εις την Τουρκίαν».
Τότε είταν που ο χωροφύλακας με την «επείγουσαν» διαταγή στα χέρια: «Να εκκενωθεί ολόκληρος η Ανατολική Θράκη μέχρι των συνόρων του Έβρου υπό των ελληνικών πληθυσμών», μπήκε στο μαγαζί του θείου του Ζήσου, σκουπίζοντας τον ιδρώτα του. Κι ο χωροφύλακας αυτός είχε γίνει πια Αυδημιώτης με το γάμο του με τη Θάλεια.
Και το πήρε στα χέρια το χαρτί ο θειός ο Ζήσος. Και το διάβαζε και χόρευαν τα γράμματα μπροστά στα μάτια του. Κι έσταζε ο ιδρώτας στα άσπρα πανιασμένα του μάγουλα. Και του λύγισαν τα γόνατα – τόνε βοήθησε να καθίσει στην καρέκλα ο χωροφύλακα:
– Αν υπάρχει Θεός! Πώς δηλαδή να «εκκενωθεί», πώς ν’ αδειάσει, να «σηκωθεί», όλο το χωριό…Πώς είναι δυνατόν;(…)
Το ξαναδιάβασε το χαρτί. Κι έπιασε το κεφάλι του με τα δυό του χέρια:
– Πώς δηλαδή να «εκκενωθεί», ν’ αδειάσει, «να σηκωθεί» τούτο το χωριό…Πώς να το πεις; Πού να το πεις; Πώς θα γίνει;
Απόμεινε να κυττάζει το χαρτί, άλλαζε χέρι σαν να καιγότανε.
Δε θυμάται πια ο θειός ο Ζήσος πώς το είπε και σε ποιον.
Μα σε λίγο όλο το χωριό αχολογούσε από τις καμπάνες. Χτυπούσαν στις τρεις εκκλησιές του – την Αγιά Σωτήρα, την Αγιά Τριάδα και τον Άη – Γιάννη – όπως όταν πιάνει φωτιά από τη μια. Κι όπως βαράει στις κηδείες από την άλλη. Πένθιμα, αργά.
Κι αχολογούσε το χωριό να βουλώνεις τα αυτιά, να τρελαίνεσαι, να σκιστεί η γης να σε καταπιεί. Να θρηνολογάνε άνθρωποι και ζώα, νερά και αγέρηδες, δέντρα και πουλιά. Στους δρόμους, στα σπίτια, στ’ αμπέλια, στα ρέματα και τα γύρω βουνά(…)
Και σκύβανε το κεφάλι. Κι ο καθένας λογάριαζε τα νοικοκεριά του, τα ρούχα του, τα έπιπλά του, τα υφαντά, τα χειμωνιάτικα και τα καλοκαιρινά, τις σοδειές, τα κρασιά και το λάδι, το λαρδί και τα παστά, τα ζώα του: Το μοσχάρι, τα κατσίκια, το μουλάρι. Και ρωτούσε: αν είναι δυνατόν;
Άσε τα προικιά των κοριτσιών, τα καρυδένια σεντούκια, τις σκαλισμένες κασέλες, τα μεταξωτά παπλώματα, τα χαλιά, τις πορσελάνες, τ’ ασημικά, τα κρύσταλλα που κουβαλούσαν χρόνια οι ταξιδεμένοι Αυδημιώτες από Πόλη, Βενετιά, Ρουμανία, Ρουσία, Βιέννη.
– Και τούτα τα βουτσιά – θεόρατες βαρέλες – γεμάτα από μούστο από τα σταφύλια που μόλις είχανε τρυγήσει, τι θα γινόντανε; Πού θα τ’ αφήνανε; Τους φαινότανε τόσο βαρύ να νεκρωθεί τόσο απότομα τούτο το χωριό που έβραζε από ζωή, όπως ο μούστος, που πολλές φορές σκέφτηκε ο θειός ο Ζήσος(…)
Ολόκληρο το Σεπτέμβρη στο χωριό γίνεται ο τρύγος. Το πιο σημαδιακό περιστατικό, που το περιμένανε όλο το χρόνο. Φέτος εξάλλου βιαζότανε πιο πολύ ο κόσμος να μαζέψει τα σταφύλια του. Να στήσει τα κρασιά του στα μεγάλα βουτσιά, όπου έβραζε ο μούστος ακόμα, τέλος του Σεπτέμβρη. Να βράσει τα πετιμέζια του, τα ρετσέλια. Να κάνει τα κυδωνόπαστα, να κόψει τις χυλοπίτες και τον τραχανά. Όλον τον καιρό οι φήμες παίρνανε και δίνανε για το «σηκωμό» – όμως κανένας δεν τάβαζε κάτω(…)
Φυσικά και στον τρύγο υπήρχανε μεροκαματιάρες – ο νταϊφάς όπως τόνε λέγανε. Γιατί τ’ αμπέλια είτανε πολλά και κρατούσε μήνα σχεδόν ο τρύγος(…)
Σήμερα ο νταϊφάς είχε ξεκινήσει πάλι αξημέρωτα – μόλις αρχίσαν να λαλούνε τα κοκόρια. Είταν κάπου είκοσι μέρες που είχε αρχίσει ο τρύγος και δεν είχε φτάσει ακόμα η διαταγή εκκένωσης(…)
Κι οι κοπέλες, καμιά δεκαπενταριά, που ακολουθούσανε πίσω από τα μουλάρια, με τα κοφίνια, σιγομουρμουρίζανε και σιγανοτραγουδούσανε μερικές. Λίγο ανόρεχτα είναι η αλήθεια. Γιατί κι οι πιο νέες ακόμα 15 – 18 χρονών, είτανε επηρεασμένες από το γενικό κλίμα και την απειλή της «προσφυγιάς». Δε συζητούσαν λοιπόν σήμερα ούτε για έρωτες, ούτε είχανε στο νου τους να κάνουνε φάρσες και πειράγματα.
– Τι θα βρούμε άραγε σαν θα πάμε στα ελληνικά ρώτησε με τη χοντρή της φωνή η Αγόρω – τήνε φωνάζαν έτσι με το παρατσούκλι της την Αργυρή. Είταν επικεφαλής του νταϊφά, αρχηγός των κοριτσιών να πούμε. Περπατούσε σαν άντρας λίγο, με τα γυμνά της τα ποδάρια. Και το μάτι της άστραφτε ξυπνάδα και κακία. Είτανε πάνω από τα τριάντα. Κι είχε τυφλή τη μάνα και κατάκοιτη. Και χήρα αδερφή με τα τρία μικρά. Δούλευε στα χτήματα κι έκαμνε καμιά φορά και καμιά μπουγάδα σε σπίτια, όπως είτανε χεροδύναμη.
– Μα και τι να βρούμε θα πεις, είπε πάλι μόνη της. Εμείς κι εκεί πάλι θα δουλεύουμε στα ξένα αμπέλια, αφού δικά μας ούτε έχουμε, ούτε θ’ αποχτήσουμε.
-Φάε τη γλώσσα σου, μαρή, που θα πάμε στα ελληνικά, είπε η θειά η Αλσάβα. Είχε περάσει τα πενήντα, μα πήγαινε στα χτήματα, αφού ο γιος της χρόνια ξενητεμένος την είχε ξεχάσει. «Μπορείς και νάχει πεθάνει», ποιος ξέρει, έλεγε πότε σαν τήνε ρωτούσε κανένας στο χωριό.
– Γιατί, θειά Αλσάβα, τα χωράφια σ’ θα χάσεις, χασκογέλασε η Αγόρω.
– Τα χάσω δεν τα χάσω τα χωράφια μ’ του χουριό μ’ πού θαν τ’ αφήσου; Εδώ’ ναι τα μνήματα της μάνας και του μπαμπά μου. Είτανε η μόνη γης που όριζε στο χωριό η θειά η Αλσάβα.
– Το καλό ’ναι, είπε τότες στη διπλανή της η Αγόρω – λίγο σιγανά μην την ακούσει «τ’ αφεντικό», η Τζβαχερένια – το καλό ’ναι που εκεί όλοι και πλούσιοι και φτωχοί θα δουλεύουμε το ίδιο . Κύτταξε κατά το μέρος τ’ αφεντικού.
Μα η Τζβαχερένια, που την ήξερε την Αγόρω και την αντιπάθειά της, για τους πλούσιους την αντίσκοψε σκληρά.
– Μη νοιάζεσαι δα, για τους πλούσιους, Αγόρω. Ίδιες δεν πρόκειται να γίνουμε ούτε κι εκεί. Εσύ εδώ έσκαβες για να ζήσεις. Εκεί θα πας σε κανένα εργοστάσιο. Εμείς εδώ, δε φορούσαμε καπέλο. Εκεί θα το φορέσουμε. «Το βουβάλι όσο κι αν ξεπέσει, βουβαλίλα θα μυρίζει».
Η Αγόρω μούλωξε για λίγο. Μα δε δούλευαν πια σήμερα τ’ άξια χέρια με τη γρογοράδα τους. Ήξερε, είχε αρκετό μυαλό να νιώθει πως η Τζβαχερένια είχε δίκιο. Κι αυτή τη φτώχεια της θα τήνε κουβαλούσε παντού(…)
Η αλήθεια είναι πως η Αγόρω είταν από τους λίγους «συνειδητοποιημένους» – ίσως η μοναδική, την εποχή εκείνη στο χωριό.
Ένα βράδυ είχαν έρθει κάτι φαντάροι, σκορπισμένοι από τη στρατιά, που προοριζότανε για τη Μικρασία κι αρνιόντανε να πάνε στο Μέτωπο, τον Ιούλιο του 1922. Η Αγόρω περνούσε το σούρουπο κρατώντας ένα κατσίκι που της τόχε σκάσει και σταμάτησε να ακούσει τις κουβέντες τους, να τους ιδεί, να μάθει. Είτανε από φυσικού της περίεργη, μα σαν ζεις και στο χωριό έχεις δίψα για τους ξένους, λαχταράς για το κάθε το καινούργιο. Σ’ ενδιαφέρει κι ο πιο μικρός θόρυβος και πετάγεσαι να ιδείς τι συμβαίνει.
Τούτο το ήμερο χωριό, χαμένο μέσα στα τρία βουνά του Ιερού Όρους, τούτο το καλοκαίρι το ταράξανε πολλών ειδών λαχτάρες. Κι η Αγόρω όπως ζούσε μόνη με την τυφλή κατάκοιτη μάνα, κοπέλα τριανταρισμένη πια, διψούσε και για φωνή ανθρώπινη ακόμα.
Είδε λοιπόν σε μια γωνιά μαζωμένα κείνα τα παλικάρια να σιγανομιλάνε. Τους χαιρέτησε, κοντοστάθηκε.
– Τι θαρρείτε έλεγε ένας ξεσκούφωτος – μαύρο κουρεμένο μαλλί, φλογερά μάτια, αξύριστος. Αυτοί οι «φιλοπάτριδες», αυτοί που δεν πολεμάνε μάς προδώσανε…μας πουλήσανε. Κι οι σύμμαχοι μαζί, απόκοντα. Δε θέλουν Ελλάδα των δύο Ηπέιρων και των τριών Θαλασσών…τους συμφέρει τώρα Τουρκιά δυναμωμένη να κρατιέται η ισορροπία…». Μωρέ καλά τους κάναν οι Μπολσεβίκοι…Καλά τους διώξανε όλους από τη χώρα τους και κουμαντάρουν τα δικά τους, μόνοι…
– Και τι θα βγει τώρα με τους Μπολσεβίκους σου, θα χορτάσουνε ψωμί; Ρώτησε ένας από τη συντροφιά, ξαπλωμένος εκεί δίπλα.
– Ναι, σίγουρα πιο πολύ από πρώτα. Ο Λένιν έδωσε αμέσως τα χωράφια στους αγρότες, τη γη στους δουλευτάδες της. Τώρα εκεί δουλεύουν όλοι το ίδιο, πλούσιοι και φτωχοί…
– Πώς δηλαδή, ρώτησε λαχανιασμένη η Αγόρω. Πώς δουλεύουν όλοι το ίδιο, δεν έχει πια πλούσιους και φτωχούς εκεί;
– Όχι, βέβαια.
– Και ποιος είναι αυτός ο Λένις, πώς τον είπες; ρώτησε η Αγόρω, κατάπληχτη από όσα άκουγε.
– Πού γίνονται αυτά; Ρώτησε ξανά, αφού έδωσε μια στα πισινά του κατσικιού που αγωνιζότανε να ξεφύγει από τα χέρια της.
– Μα στη Ρωσία, δεν τ’ ακουσες;
– Πού να τ’ ακούσω; Πρώτη φορά ακούγω για μέρος που δεν έχει πια πλούσιους και φτωχούς. Ώστε γίνεται αυτό;
– Ποιο καλέ, ρώτησε ο φαντάρος και γέλασε.
– Να, να μην έχει πλούσιους και φτωχούς ένας τόπος.
– Να που γίνεται, είπε με βεβαιότητα ο φαντάρος.
Τούτο τόδεσε σε ψιλό μαντήλι, που λένε, η Αγόρω. Γιατί ό,τι δεν ανεχότανε είτανε αυτή η Τζβαχερένια, που στολιζότανε κάθε μέρα κι όμως δε δούλευε. Ενώ τούτη που ξενοδούλευε, δεν είχε δεύτερο ρούχο να βάνει απάνω της.
Κι από τότε όλο ρωτούσε γι’ αυτή τη Ρωσία, να μάθει τι γίνεται. Μα ποιος να της πει; Εφημερίδες στο χωριό σπάνια ερχόντανε. Σάμπως ήξερε γράμματα να διαβάσει; Μα κι αν ήξεραν, πώς να ρωτήσει τους τσορμπατζήδες να πούμε, το θειό Ζήσο, το γιατρό, το θειό τον Όθωνα ή το δάσκαλο, που είταν οι μόνοι που διάβαζαν τα «φύλλα» – αν και όταν ερχόντανε στη Λέσχη.
Η Αγόρω ντρεπότανε κι όταν περνούσε όξω από τη Λέσχη, έχανε ακόμα και τα βήματά της. Μη βλέπεις την Τζβαχερένια, τολμούσε, κορίτσι είτανε, την έβλεπε από κοντά, της έκανε τον καμπόσο και δεν την χώνευε.