«Στάλινγκραντ, βάστα, κάστρο μας, ατράνταχτο κρατήσου…»
Ο τιτάνιος αγώνας του σοβιετικού λαού και του στρατού του στη μάχη του Στάλινγκραντ συνεγείρει τον Γιώργο Κοτζιούλα. Ο Στάλιν βρίσκεται στα στόματα και τις καρδιές του δοκιμασμένου λαού, στις πόλεις και τα χωριά, που ονειρεύεται να ζήσει αδελφωμένος μια ζωή λεύτερη και ειρηνική. Τον λαό αφουγκράζεται ο ποιητής…
Το ημερολόγιο έγραφε 2 του Φλεβάρη 1943 όταν έληξε η μάχη του Στάλινγκραντ, «η μεγαλύτερη στην ιστορία των πολέμων», όπως την χαρακτήρισε ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν, που το αποτέλεσμά της έκρινε την έκβαση του πολέμου. Η συντριβή των Γερμανοφασιστών στο Βόλγα, σε συνδυασμό με την αποφασιστικής σημασίας νίκη στο Κουρσκ και άλλες νικηφόρες μάχες στο Ανατολικό Μέτωπο, θα γείρουν την πλάστιγγα του πολέμου προς την πλευρά του Κόκκινου Στρατού και θα γυρίσουν ανάποδα την κλεψύδρα του χρόνου, μέχρι την τελειωτική συντριβή του φασισμού.
Μεγάλος ήταν ο αντίκτυπος της νίκης του Στάλινγκραντ στον υπόλοιπο κόσμο. Στην Ελλάδα αναζωπύρωσε τη φλόγα του ένοπλου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και φούσκωσε τα πανιά της ελπίδας και του ηθικού των αγωνιστών που δοκιμάζονταν στις φυλακές και τα ξερονήσια.
Ο τιτάνιος αγώνας του σοβιετικού λαού και του στρατού του στη μάχη του Στάλινγκραντ συνεγείρει τον Γιώργο Κοτζιούλα. Ο ΕΑΜίτης αντάρτης ποιητής, στις αρχές του 1943 βγαίνει στο βουνό και θα βρεθεί στο πλευρό του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη. Αναλαμβάνει υπεύθυνος του καλλιτεχνικού τμήματος της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, συγκροτεί θίασο και ανεβάζει θεατρικές παραστάσεις με δικά του έργα, για τους αντάρτες και τους κατοίκους των χωριών, ενώ παράλληλα το μολύβι του δεν σταματά να γράφει.
Στη διάρκεια της πολύμηνης μάχης του Στάλινγκραντ, ο Κοτζιούλας θα γράψει:
«Στάλιγκραντ, βάστα, κάστρο μας, ατράνταχτο κρατήσου,
να ιδούνε κι οι θεόστραβοι, να ιδούν τη δύναμή σου.
Σύμβολο υψώνεσαι για μας, θρησκείας πηγή θα γίνεις,
απ’ όπου ο ήλιος άλικος θα βγει της δικαιοσύνης.»
Ο ποιητής συμπυκνώνει στο τετράστιχό του τη σημασία που είχε η έκβαση της μάχης για κάθε προοδευτικό άνθρωπο στον πλανήτη και τη ζωοδότρα δύναμη που αντλεί ο αγωνιστής σε μια χώρα χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το Στάλινγκραντ, όπως η Ελλάδα, από την ηρωική αντίσταση του σοβιετικού λαού στην επέλαση της φασιστικής βαρβαρότητας.
Οι στίχοι είναι γραμμένοι την περίοδο της πολιορκίας του Στάλινγκραντ, όταν ακόμα, όπως φαίνεται, τίποτα δεν είχε κριθεί. Όταν οι ανυπόταχτες συνειδήσεις στις πόλεις και τα χωριά της Ελλάδας σκύβουν με αγωνία πάνω από τα λιγοστά ραδιόφωνα και οι αγωνιστές λαχταρούν να πιάσουν στα χέρια τους τα φρεσκοτυπωμένα φύλλα του αντιστασιακού τύπου, για να ενημερωθούν για την εξέλιξη της μάχης.
Ο Κοτζιούλας όχι μόνο πιστεύει βαθιά στη νίκη του σοβιετικού λαού, αλλά, βλέποντας στο μέλλον, πολύ εύστοχα προσδίδει στο Στάλινγκραντ το χαρακτηρισμό «σύμβολο», πριν ακόμα γραφτεί το τέλος στο πεδίο της μάχης. Η 2η μέρα του Φλεβάρη του 1943 ήρθε να επισφραγίσει το συμβολισμό. Το Στάλινγκραντ παραμένει αιώνιο σύμβολο του παλλαϊκού αγώνα ενάντια στο φασισμό, σύμβολο της υπεράσπισης της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας, σύμβολο της νίκης του σοσιαλισμού.
Κατά τη διάρκεια της αντεπίθεσης του Κόκκινου Στρατού ο Κοτζιούλας θα γράψει:
«Τέρας φριχτό του Φασισμού, πληγή της οικουμένης,
ως πότε στα χτυπήματα του Ρώσου θα υπομένεις;
Μπάρμπα Ιωσήφ, νέε Ηρακλή, καλά το χέρι οδήγα
το πολυκέφαλο στοιχειό να ζεματίσεις, γίγα.»
Και σε αυτό το τετράστιχο είναι εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής καταφέρνει να χωρέσει μέσα σε λίγες λέξεις τον τιτάνιο αντιφασιστικό αγώνα, με μπροστάρη και καθοδηγητή τη Σοβιετική Ένωση και τον Στάλιν. Αγώνας που χρειάστηκε ανείπωτος ηρωισμός και πόνος για να ριζώσει και να καρπίσει.
Ο Κοτζιούλας εκφράζει το θαυμασμό του για τον/στον Στάλιν, στον οποίο επενδύει κι ο ίδιος μαζί με την ανθρωπότητα κοινές ελπίδες για το ξεθεμέλιωμα του φασισμού. Μετά τη μάχη του Στάλινγκραντ θα περάσουν ακόμα δυο χρόνια και τρεις μήνες σκληρών μαχών και θα χυθούν ποτάμια αίματος ώσπου οι σοβιετικοί στρατιώτες να μπήξουν την κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο στην καρδιά του φασισμού μέσα στη «φωλιά» του, στο Ράιχσταγκ και να επισφραγιστεί έτσι η αθάνατη μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών.
Οι παραπάνω στίχοι δεν είναι οι μόνοι του ποιητή για τον Στάλιν. Στα Άπαντα του Κοτζιούλα διασώζεται το ποίημα «Έρχεται ο Ιωσήφ», που συγκαταλέγεται σ’ αυτά που γράφτηκαν την περίοδο 1943-46.
«Ποιος είν’ αυτός ο νέος, ο ανέλπιστος προφήτης
που τον ζητά ο λαός στον εικοστόν αιώνα
και τ’ όνομά του διαλαλεί κάθε κολώνα
μες στην πρωτεύουσα, παρ’ όλη τη σιωπή της;Τον συλλαβίζουν μυστικά χιλιάδες σκλάβοι
κάθε πρωί καθώς τραβούν για τη δουλειά τους.
Κι από τους σπουδαγμένους, κι απ’ τους αγραμμάτους
κανείς δεν έμεινε που να μην καταλάβει.Τον μελετούν παντού και δεν υπάρχει σπίτι
φτωχού, σε πόλη ή σε χωριό, να μην τον ξέρει·
τον λένε τα παιδιά, τον έμαθαν κι οι γέροι
πρωτάκουστη βουή στον έμψυχο πλανήτη.Θα πάψουμε στο εξής να τρώμε ένας τον άλλον,
θα κάτσουμε στην ίδια τάβλα αδερφικάτα
κι ούτε θα ξαναδείς αμέτρητα φουσάτα
να χύνουν το αίμα τους για χάρη των μεγάλων.Μονάχα ο άπιστος δεν καρτερεί το θάμα,
γιατί μες στις παλιές γραφές του δεν το βρίσκει
(κι άπιστοι γίνηκαν στις μέρες μας οι θρήσκοι).
– Μα εμείς οι άλλοι πορευόμαστε όλοι αντάμα.»
Ο Στάλιν βρίσκεται στα στόματα και τις καρδιές του δοκιμασμένου λαού, στις πόλεις και τα χωριά, που ονειρεύεται να ζήσει αδελφωμένος μια ζωή λεύτερη και ειρηνική. Τον λαό αφουγκράζεται ο ποιητής και αποτυπώνει στους στίχους του τις προσδοκίες των καταπιεσμένων, που βλέπουν τον Στάλιν και τη Σοβιετική Ένωση, ως καταλύτη στην πάλη για την απελευθέρωσή τους από τα δεσμά του εκμεταλλευτικού συστήματος που γεννάει φτώχεια, πόλεμο και δυστυχία, και την οικοδόμηση της νέας, σοσιαλιστικής κοινωνίας.
«Μονάχα ο άπιστος δεν καρτερεί το θάμα» γράφει ο Κοτζιούλας, αναφερόμενος στην επικράτηση της ειρήνης και του σοσιαλισμού, του κοινωνικού συστήματος που αναπτύσσεται και προοδεύει με την ειρήνη και είναι το μόνο που μπορεί να την εγγυηθεί. Ένα «θαύμα» που το κρατάει ζωντανό, η ίδια η ζωή – η ανάγκη και το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να ζήσει μια ζωή αντάξια των αντικειμενικών δυνατοτήτων της εποχής του – και το φέρνουν πιο κοντά αυτοί που πιστεύουν στη δύναμη του λαού και της πάλης του και δεν περιμένουν θαύματα.