Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Το τραγούδι του Δνείπερου» της Μέλπως Αξιώτη
“Δόξα στις αντάρτισσες όχτες σου, στα ματωμένα σου νερά,/ στην αφρισμένη κοίτη σου, στην πύρινή σου θέληση,/ που βάστηξαν τον όλεθρο, που ξέσκισαν το σατανά,/ που βόηθησαν τον άνθρωπο/ να ξαγναντέψουν οι λαοί ξανά/ την Κόκκινη Σημαία…”
Η Μέλπω Αξιώτη γεννήθηκε στις 15 του Ιούλη 1905 και έφυγε από τη ζωή στις 22 του Μάη 1973. Κόρη του Μυκονιάτη μουσικοσυνθέτη και τεχνοκριτικού Γεωργίου Αξιώτη και μιας αριστοκράτισσας, πολύ μικρή «σημαδεύτηκε» από το χωρισμό των γονιών της.
Μεγάλωσε στη Μύκονο. Μετά το Σχολαρχείο, κλείστηκε στις «Ουρσουλίνες» της Τήνου. Το 1922 ήρθε στην Αθήνα και έζησε με τη μητέρα και την ετεροθαλή αδερφή της. Το 1925 παντρεύτηκε τον δάσκαλό της Βασίλη Μάρκαρη, με τον οποίο έζησε τέσσερα χρόνια στη Μύκονο. Μετά το χωρισμό της, έζησε για λίγο με τη μητέρα της. Για να επιβιώσει ασχολήθηκε με τη ραπτική.
Το 1936 εντάχθηκε – και έμεινε εφ’ όρου ζωής – στο ΚΚΕ. Στα Γράμματα εμφανίστηκε το 1933. Το 1938 κυκλοφόρησαν οι «Δύσκολες νύχτες». Στην Κατοχή εντάχθηκε στο ΕΑΜ, στην Εθνική Αλληλεγγύη και έγραφε για ΕΑΜικά έντυπα.
Διωκόμενη κατέφυγε (1947) στο Παρίσι, όπου συνέχισε τον αγώνα της. Με απαίτηση της ελληνικής κυβέρνησης, το 1950 απελάθηκε από τη Γαλλία και εγκαταστάθηκε στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία.
Το 1952 πήγε στη Βαρσοβία και εργάστηκε σε ελληνική εκπομπή του εκεί ραδιοφωνικού σταθμού. Το 1956 επέστρεψε στη ΓΛΔ, όπου ως το 1964 δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Humboldt Νέα Ελληνικά και Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
Το Δεκέμβρη του 1964 μπόρεσε να επισκεφθεί την Ελλάδα και το 1965 επαναπατρίσθηκε. Πάμφτωχη και βαριά άρρωστη, η Μέλπω Αξιώτη πεθαίνει… Στο αυτοβιογραφικό έργο της «Κάδμω» (1972) έγραφε: «Κι εγώ τώρα σε ποιον θ’ αφήσω την κληρονομιά μου;.. Όχι την υλική κληρονομιά – δεν έχω εγώ παρόμοια, κι έτσι δεν είμαι τώρα πια παρά ένα άγαλμα μαρμάρινο πάνω σ’ ένα μικρό σταυροδρόμι…».
Η μορφή, οι αγώνες και το έργο της Μέλπως Αξιώτη κατατάσσονται στην πρωτοπορία της κομμουνιστικής και της ΕΑΜικής διανόησης, του γυναικείου λαϊκού κινήματος, αλλά και του μοντερνισμού στα Ελληνικά Γράμματα. Το έργο της είναι σήμερα ένα από τα ελκυστικότερα αντικείμενα μελέτης και διδαχής σε αρκετά ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. (Βιογραφικά από τον Ριζοσπάστη).
Το ποίημα «Το τραγούδι του Δνείπερου» πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» (τεύχος 26-27, 9 Νοέμβρη 1945) και ανθολογήθηκε στον τόμο «Τραγούδια της Αντίστασης», με επιμέλεια της Φούλας Χατζηδάκη, που κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 1951 από το εκδοτικό «Νέα Ελλάδα». Περιλαμβάνεται στο βιβλίο της Μέλπως Αξιώτη «ΠΟΙΗΜΑΤΑ», Φιλολογική επιμέλεια: Μαίρη Μικέ, (εκδ. Κέδρος, 2001).
Αναφέρεται πιθανότατα στην σπουδαίας σημασίας μάχη του Δνείπερου μεταξύ του Κόκκινου Στρατού και των γερμανικών φασιστικών στρατευμάτων, που έληξε το χειμώνα του 1943. Συνέπεια της μάχης του Δνείπερου ήταν η ματαίωση των σχεδίων των Γερμανών για σταθεροποίηση του μετώπου στο Δνείπερο. Χάρη στη νικηφόρα έκβαση της μάχης αυτής για τον κόκκινο Στρατό, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την απελευθέρωση της Ουκρανίας, της δεξιάς όχθης και της Κριμαίας.
Το τραγούδι του Δνείπερου
Άκου Δνείπερ τι θα πούμε.
Σου σκάψανε τα σωθικά τα παλληκάρια των Σοβιέτ.
Τα ψάρια σου σαστίσανε
οι λεύκες σου σκορπίσανε
τα σπουργιτάκια απολιθώθηκαν
μέσα στις καλαμιές σου και κοιτάζανε
και τα μικρά τους μάτια απόρησαν
και τα νερά σου εκόχλασαν
κι αρπάξανε τους γερανιούς
κύματα αφρίζανε βουνά
αψηλά τείχη τα μαντρώσανε
χρόνια βάστηξε ο μόχτος τους
ώσπου οι καρδιές λαχτάρησαν
όλοι οι άνθρωποι ζευγαρώθηκαν μες στη χαρά της γέννησης
δούλεψαν χέρια και ψυχές
τα μάτια είδαν θάματα που δεν είχανε δει ποτές,
κι εγίνηκε το Ντνιεπροστρόι.
20 χρόνια έδωκες φως.
Ώσπου σε βρήκε ο πόλεμος.Τότε Δνείπερ ήρθε η ώρα.
Αίμα γίνανε οι αφροί σου.
Αίμα στάζανε οι όχτες σου
αίμα σούρωνε η κοίτη σου
πασαλείφτηκαν αίματα η γης, κι ο ουρανός σου.Μιαν ώρα δεν κοιμήθηκες.
Μιαν ώρα δεν απόκαμες να κουβαλείς ψοφίμια
ψόφια άλογα, ψόφια κορμιά,
χέρια, ποδάρια, κεφαλές, σπασμένα σίδερα, κανόνια,
σημαίες όλων των λογιών καρφώθηκαν στις όχτες σου,
μα εσύ θυμόσουν μόνο μια: την Κόκκινη Σημαία.Δόξα στις αντάρτισσες όχτες σου, στα ματωμένα σου νερά,
στην αφρισμένη κοίτη σου, στην πύρινή σου θέληση,
που βάστηξαν τον όλεθρο, που ξέσκισαν το σατανά,
που βόηθησαν τον άνθρωπο
να ξαγναντέψουν οι λαοί ξανά
την Κόκκινη Σημαία.Κι έτσι Δνείπερ ήρθε η ώρα.
Άνοιξε τα φτερά σου πνίξε.
Πνίξε τους τελευταίους πνίξε
τους τελευταίους του δαίμονα
τον τελευταίο τους τρελλό
τον τελευταίο φασουλή
την τελευταία παρδαλή οχιά
που είναι ντυμένη άνθρωπος.Δνείπερ, την ώρα τούτη που σου γράφομε
ένας ντουνιάς και κόσμος βαστά την ψυχή του
εσένα συλλογίζεται μες στα βαθιά του όνειρα,
Δνείπερ, κι αναρωτά:
―Θα τον περάσουνε οι σύντροφοι το Δνείπερο;
―Δε θα περάσουνε το Δνείπερο…
―Θα τον περάσομε το Δνείπερο!Και τον πέρασαν το Δείπνερο!
Απάνω σε βαρέλια
απάνω σε κανόνια, απάνω σε ξυλάρμενα,
ένας ένας, δυο δυο, χιλιάδες, πολλοί,
με την ψυχή στο στόμα
αγκαλιά τα ντουφέκια, αγκαλιά τα κανόνια
αγκαλιά τις ελπίδες τους μισώντας αγαπώντας
κουβαλούσαν την πίστη τους
πίσω πήγαιναν οι ελπίδες,
πιο πίσω ακόμα οι αγωνίες, ο θάνατος, οι αγέρηδες,
και προχωρούσαν, πολεμούσαν
κόβονταν πόδια, κεφαλές, και δεν εγύριζαν να δούνε γύρω τους
και πολεμούσαν, προχωρούσαν
κι ανεμίζανε τα μαλλιά τους
και εφούσκωναν τα στήθια τους
και είχαν φτερά και πέταγαν
και κόβονταν η ανάσα τους
και τραγουδούσαν και λαχτάριζαν
και πολεμούσαν, πολεμούσαν…Άκου Δνείπερ τώρα. Σου μιλούμε.
Σε χαιρετούνε οι φυλακές.
Σε χαιρετούνε οι νεκροί.
Σε χαιρετούνε οι ζωντανοί.
Σε χαιρετάει η εργατιά.
Σε χαιρετούνε τα παιδιά.
Σε χαιρετά όλη η ζωή,
σήμερα, αύριο, και στους αιώνες.
Δνείπερ, ποτάμι των Σοβιέτ,
εμείς οι άνθρωποι
σε χαιρετούμε.
Κι όσα δεν πρόλαβες
θα τα τελειώσομε,
μια νύχτα που θα λάμπει
ένας μεγάλος ήλιος.Μέλπω Αξιώτη
“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.