Κώστας Πετρόπουλος: «Εγώ έμεινα όρθιος…»
“Το είχε πει κάποτε ο Θάνος Μικρούτσικος, με τον οποίο ήμασταν φίλοι. Είχαμε κοινή καταγωγή από την Πάτρα, μας συνέδεαν κι άλλα πολλά. Του άρεσε αυτός ο στίχος του Καββαδία, γιατί αναδεικνύει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας αθλητής, ένας άνθρωπος γενικότερα. Πώς να κουμαντάρεις το πιο δύσκολο ζώο του πλανήτη; Αν πέσεις, πάει σε έφαγε.”
Μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Κώστα Πετρόπουλου στον δημοσιογράφο Γιάννη Φιλέρη. Ο «Νουρέγιεφ» του ελληνικού μπάσκετ μιλάει για την πορεία του ως παίκτης και ως προπονητής, για συμπαίκτες και αντιπάλους, για τις εποχές και το μπάσκετ που αλλάζουν, για τους σοβαρούς τραυματισμούς, για τη μάχη ζωής που κέρδισε έξω από τα γήπεδα και άλλα.
Θυμίζουμε ότι πριν λίγες μέρες η Πάτρα απέδωσε τιμές τον «Νουρέγιεφ» του ελληνικού μπάσκετ σε μια εκδήλωση όπου κεντρικός ομιλητής ήταν ο Δήμαρχος Πατρέων, Κώστας Πελετίδης, και παραβρέθηκαν πολλοί παλιοί γνώριμοι του Κώστα Πετρόπουλου από τα γήπεδα και πλήθος κόσμου.
Η συνέντευξη του Κώστα Πετρόπουλου στον Γιάννη Φιλέρη αναδημοσιεύεται από την ιστοσελίδα contra.gr και η φωτογραφία είναι του Μενέλαου Μιχαλάτου.
Το Σάββατο που μας πέρασε, το ελληνικό μπάσκετ τίμησε με τον καλύτερο τρόπο έναν εξέχοντα Πατρινό. Το γήπεδο στο οποίο μεγαλούργησε, το θρυλικό ‘Κουκούλι’, θα λέγεται πλέον ‘Κώστας Πετρόπουλος’. Δε νομίζουμε ότι θα μπορούσε να υπάρξει πιο εύστοχη επιλογή από το Παμπελοποννησιακό Αθλητικό Κέντρο. Ο ‘Νουρέγεφ’, όπως τον ονόμασε σε μια ιστορική έμπνευσή του ο αείμνηστος συνάδελφος Γιάννης Αντωνόπουλος, πρόσφερε σε αυτόν τον χώρο ορισμένες από τις πιο απολαυστικές παραστάσεις του. Ένας άλλος μεγάλος Πατρινός, ο Θάνος Μικρούτσικος, που έφυγε από τη ζωή πρόσφατα, είχε πει κάποτε ότι ο Πετρόπουλος “χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία”. Ο στίχος ανήκει, βέβαια, στη ‘Γυναίκα’ του Νίκου Καββαδία, που τραγούδησε μαεστρικά ο Γιάννης Κούτρας στον ‘Σταυρό του Νότου’.
Το να ισορροπήσεις στο φτερό του σκληροτράχηλου καρχαρία, του ζώου που έρχεται κατευθείαν από το ιστορικό παρελθόν μας, αποτελεί ένα παράτολμο εγχείρημα, δείχνει πείσμα, παλικαριά, αποφασιστικότητα και τέχνη. Όλα αυτά χαρακτήριζαν τον Πετρόπουλο, που ακόμη και τώρα, στα 64 του (τα έκλεισε πριν από έναν μήνα), όταν βγει για βόλτα στην Πάτρα, θα τον χαιρετήσει η… μισή πόλη! Πώς να τον ξεχάσει, άλλωστε; Μπορεί να έχουν περάσει 33 χρόνια από τότε που σταμάτησε το μπάσκετ, όμως όσοι τον είδαν να παίζει, δεν πρόκειται ποτέ να τον βγάλουν από τη μνήμη τους.
Αν οι νεότεροι ρωτάτε “πόσο καλός μπασκετμπολίστας ήταν ο Πετρόπουλος”, πριν από μερικά χρόνια ανέβηκε ένα μικρό βίντεο-αφιέρωμα στο YouTube, που έχει μερικά αποσπάσματα από παιχνίδια του ‘Νουρέγεφ’. Δείτε τα. Είναι ιδανική κι η επιλογή του τραγουδιού των Dire Straits, ‘Sultans of Swing’:
Δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός με έναν άνθρωπο ήρωα των παιδικών χρόνων μου. Τον έβλεπα να παίζει και να κάνει… παπάδες με την μπάλα. Νιώθω πολύ τυχερός που αργότερα τον γνώρισα από κοντά, ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο, σε αξέχαστες διακοπές στην Ικαρία. Η ευγενική μορφή του, το χαμόγελό του, αλλά και ο ακέραιος χαρακτήρας του δεν είναι δυνατόν να μη σε τραβήξουν κοντά του. Όπως είπε στον χαιρετισμό του το Σάββατο, ο Δήμαρχος της Πάτρας, Κώστας Πελετίδης “ο Κώστας Πετρόπουλος είναι ψηλός και γίνεται ψηλότερος, γιατί δεν περπάτησε και δεν περπατά σκυφτός. Κινδυνεύει βέβαια να κάψει το μέτωπό του ο ήλιος, αλλά κερδίζει τη σφραγίδα της τιμής. Προχωρά αγέρωχος”.
Και δεν είναι τυχαίο ότι η γιορτή για την ονοματοδοσία του γηπέδου έφερε 4 γενιές μπασκετμπολιστών στο ‘Κουκούλι’. Όλοι ήθελαν να τιμήσουν το πιο θρυλικό… μουστάκι της Πάτρας κι ένα από τα κορυφαία της ελληνικής καλαθοσφαίρισης. Εντάξει, όχι όλοι. Πλην Λακαιδεμονίων…
Έχεις ένα τρόπο να ενώνεις τους ανθρώπους…
“Χα, χα. Ναι, αν φανταστείς ότι ο πρόεδρος του ΠΕΑΚ, Νίκος Παπαδημάτος, πρόσκειται στη ΝΔ, ενώ ο Δήμαρχος της Πάτρας, όπως είναι γνωστό, προέρχεται από το ΚΚΕ”.
Πιο πολύ, βέβαια, είδαμε στο γήπεδο φιγούρες που έγραψαν μαζί σου την ιστορία του μπάσκετ στην Ελλάδα…
“Ναι, αυτό είναι ιδιαίτερα τιμητικό για μένα. Δείχνει ίσως την εκτίμηση στο πρόσωπό μου κι ένιωσα ιδιαίτερα συγκινημένος, σε όλη τη διάρκεια της γιορτής. Θα ήθελα να τους ευχαριστήσω ξανά και να πω ότι τους αγαπώ όλους, Να απευθύνω επίσης ένα ξεχωριστό ευχαριστώ στον Γιάννη Ιωαννίδη, η παρουσία του οποίου μου έδωσε ακόμη μεγαλύτερη χαρά”.
Και πώς νιώθει ένας πρώην αθλητής, που σε αυτό το γήπεδο έχει δώσει ορισμένα από τα μεγαλύτερα ματς της ζωής του, να βλέπει να παίρνει το όνομά του;
“Σίγουρα, είμαι συγκινημένος. Όμως, έπειτα από τόσα χρόνια -και δεν θέλω να ακουστεί αυτό εγωιστικό- έτσι… έπρεπε να γίνει”.
Δε νομίζω, όμως, ότι όταν ξεκινούσες μικρό παιδάκι να παίζεις μπάσκετ, φανταζόσουν κάποια στιγμή πως ένα γήπεδο θα λεγόταν ‘Κώστας Πετρόπουλος’…
“Όχι, σε καμιά περίπτωση. Άλλωστε, ξεκίνησα να παίζω στα ανοιχτά γήπεδα του Απόλλωνα σε τσιμέντα, με ξύλινες μπασκέτες, με αέρηδες και με βροχή. Ειδικά ο αέρας ήταν σχεδόν ανυπέρβλητο εμπόδιο. Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο προτιμούσα να πηγαίνω κοντά στο καλάθι. Έγινα μπασιματάκιας, γιατί όταν δοκιμάζαμε να σουτάρουμε από μακριά, ο αέρας έπαιρνε την μπάλα και την πήγαινε όπου ήθελε. Όταν κατασκευάστηκε αυτό το γήπεδο, που είχε πλαστικό και σύγχρονα καλάθια για την εποχή, μας φάνηκε ότι είχαμε πάει στον παράδεισο”.
Άρα, όλα αυτά τα μαγικά με την μπάλα που έκανες δοκιμάζοντας ένα μπάσιμο, προήλθαν εξ ανάγκης;
“Κοίτα, όταν ήμουν παιδάκι, μου άρεσε το ποδόσφαιρο. Θα μπορούσα να είχα ασχοληθεί επαγγελματικά με το σπορ, αν ο αδερφός μου, ο Τάκης Πετρόπουλος, δεν μου έλεγε μια μέρα ‘υπάρχει ένα άθλημα που λέγεται μπάσκετ, έχει ένα καλάθι κλπ, κλπ’. Δεν ήξερα τίποτε, δεν είχα δει ποτέ μου. Κι όμως, το ερωτεύτηκα με την πρώτη. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τα σπορ, μας έφτιαξε μια αυτοσχέδια μπασκέτα στην αυλή του σπιτιού μας και αρχίσαμε να παίζουμε. Ο Τάκης ήταν 3 χρόνια μεγαλύτερος από μένα, πιο ψηλός, πιο δυνατός. Για να τον κερδίσω, έπρεπε να σκαρφίζομαι τρόπους να κρατάω την μπάλα, να στέκομαι στον αέρα, να τρυπώνω κάτω από τα χέρια του. Είχα και έμφυτα αθλητικά προσόντα, βέβαια. Κάπως έτσι ξεκίνησα να παίζω”.
Πρώτα τα μονά με τον αδερφό σου και μετά σε ομάδα;
“Ναι. Πήραμε και 4-5 φίλους και φτιάξαμε μια ομάδα που την λέγαμε Αμύντα. Ήταν καλή! Μας είδαν από τον Απόλλωνα και μάς φώναξαν στα γηπεδάκια του συλλόγου. Θυμάμαι ακόμη την μέρα που πήγαμε. Παίξαμε και μετά μας κέρασαν πορτοκαλάδα και κοκ! Τρομερή πολυτέλεια για την εποχή. ‘Α, εδώ είναι ωραία’, είπα στον αδερφό μου. Υπογράψαμε δελτία στον Απόλλωνα και κάπως έτσι άρχισε η καριέρα μου”.
Πότε συνειδητοποίησες ότι θα κάνεις σπουδαία πράγματα στο μπάσκετ;
“Από πιτσιρικάς. Στα 13 μου ήμουν στην πρώτη ομάδα. Παίζαμε στο Παμπεριφερειακό Πρωτάθλημα. Ο νικητής έπαιρνε το ‘εισιτήριο’ για τη Β’ Εθνική. Ήμασταν πίσω 8 πόντους. Προπονητής, ο μακαρίτης Γιώργος Αμερικάνος. Κάποια στιγμή του λέει ένας συμπαίκτης, δεν θυμάμαι ποιος, ‘βάλε τον μικρό’. Το έκανε, έβαλα 9 συνεχόμενους πόντους και κερδίσαμε, ανεβαίνοντας κατηγορία!”
Η αλήθεια είναι ότι από τα χέρια σου είδαμε πράγματα και θαύματα. Ντρίμπλες πίσω από την πλάτη, αλλαγές κατεύθυνσης. Το περίφημο Eurostep το έκανες… 50 χρόνια, πριν από τον Γιάννη Αντετοκούνμπο…
“Μου έβγαιναν όλα αυθόρμητα, πάνω στη στιγμή, πάνω στη φάση. Ήταν αυτοσχεδιασμοί, για να αποφύγω έναν, δυο αντιπάλους. Έπρεπε να βάλω το καλάθι. Κι όταν με μάρκαραν όλοι, κάπως έπρεπε να ξεφύγω. Έτσι μου έβγαιναν οι κινήσεις. Είχα και καλό άλμα, μου άρεσε να τρέχω στον αιφνιδιασμό και να καρφώνω”.
Δεν είχες αντιγράψει κάποιον δηλαδή;
“Όχι ακριβώς. Αν και δεν υπήρχαν παραστάσεις, ούτε βίντεο να μελετήσουμε, κάθε Σάββατο στην αθλητική εκπομπή της ΥΕΝΕΔ ‘Αθλητικό Απόγευμα’, έπαιζαν φιλμάκια από αγώνες του ΝΒΑ. Είχα δει μερικές φάσεις του Τζούλιους Έρβινγκ, του θρυλικού Ντόκτορ Τζέι, που ήταν το ίνδαλμά μου. Μερικές από τις κινήσεις του προσπάθησα να τις αντιγράψω”.
Έπαιξες με όλους τους μεγάλους της εποχής. Ποιοι σε δυσκόλευαν περισσότερο;
“Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις μονομαχίες με τον Γκάλη και τον Γιαννάκη. Οι αγώνες με τον Άρη, αλλά και τον Ιωνικό, όταν έπαιζε εκεί ο Παναγιώτης, ήταν μαγικοί. Πολλές φορές νόμιζα ότι παίζαμε… μονό. Κάποτε με κατηγόρησαν ότι δεν έδινα πολλές πάσες. Θα πω ό,τι και το Σάββατο. Όταν την έδινα, μου την επέστρεφαν πίσω. Χα, χα”.
Σίγουρα ήταν δύσκολο να παίξω εναντίον του Φασούλα. Είχε τεράστια χέρια, σε σταματούσε όποτε ήθελε. Ο πιο δύσκολος αντίπαλος, όμως, αποδείχθηκε ο Φάνης! Του το ‘χω πει και του ίδιου, το δήλωσα και τότε, ήταν η αιτία να σταματήσω το μπάσκετ. Παίζαμε Πανιώνιος-Απόλλωνας, με έβαλε ο ‘μπέμπης’ στα… μπούτια του και δεν με άφησε να πάρω ανάσα. Είχα βάλει μόλις 2 πόντους. Στο πούλμαν της επιστροφής λέω στους συμπαίκτες μου ‘τελείωσε το μπάσκετ για μένα, δεν μπορώ να παίξω άλλο’. Είχα καταλάβει ότι δεν ήμουν σε θέση να παίξω όπως μπορούσα. Ήδη, άλλωστε, είχα αποφασίσει να ασχοληθώ με την προπονητική, που μου άρεσε πάρα πολύ. Να σκεφτείς, όταν είχε αναλάβει ο Ρίτσαρντ Ντουκσάιρ την Εθνική Ελλάδας, κάθε φορά που γυρνούσα σπίτι, κρατούσα σημειώσεις τι ακριβώς είχαμε κάνει στην προπόνηση. Ήταν πρωτοπόρος ο ‘Ντουκ’, μας μάθαινε πράγματα που δεν φανταζόμασταν ότι υπήρχαν στο μπάσκετ. Ξέρεις, τον λέγαμε σχεδόν περιπαιχτικά… ζωγράφο, επειδή ήταν ο πρώτος προπονητής που έφερε πινακάκι στην Ελλάδα και έδειχνε τι έπρεπε να κάνουμε μέσα στο γήπεδο”.
Του έχεις μεγάλη εκτίμηση του ‘Ντουκ’;
“Ναι, γιατί με καθιέρωσε και στην Εθνική ομάδα. Πρώτα στην Εφήβων και μετά στην Ανδρών, όπου πρωτόπαιξα σε ηλικία 19 ετών, σε αγώνες για το Διηπειρωτικό Κύπελλο. Είχαμε ταξιδέψει στον Καναδά, τις ΗΠΑ και το Μεξικό, αν θυμάμαι καλά (σ.σ ο πρώτος αγώνας του ήταν στις 22/7/1975, εναντίον του Καναδά, όταν και σημείωσε 3 πόντους στην ήττα με 72-74). Σίγουρα είναι αξέχαστοι οι Μεσογειακοί Αγώνες και το χρυσό μετάλλιο, που κερδίσαμε στο Σπλιτ το 1979. Ήταν ένα ορόσημο για το μπάσκετ. Την ίδια χρονιά είχαμε νικήσει τη Γιουγκοσλαβία και στο Βαλκανικό Πρωτάθλημα, στον αξέχαστο τελικό της Αθήνας. Παίζαμε στο Παναθηναϊκό Στάδιο, μπροστά σε 50.000 κόσμο. Τρομερή ατμόσφαιρα. Μετά το ματς, σχεδόν σήκωσαν το πούλμαν στα χέρια!”
Η Ελλάδα σε… ρυθμούς ’87, οκτώ χρόνια νωρίτερα;
“Εντάξει δεν συγκρίνονται οι επιτυχίες. Εμείς απλά φυτέψαμε τον σπόρο! Μετά ήρθε ο θερισμός, από τη μεγάλη ομάδα του 1987”.
Ήταν μια άλλη εποχή, ένα διαφορετικό μπάσκετ. Κάθε ματς και κάτι ξεχωριστό. Ο Πετρόπουλος, ηγέτης του Απόλλωνα, να μονομαχεί με τους άλλους αστέρες της δεκαετίας του ’80. Στο ‘Κουκούλι’ γινόταν της κακομοίρας, κάθε φορά που οι Πατρινοί έπαιζαν εντός έδρας. Στην ιστορία μένει ο αγώνας με τον Άρη (10/11/1984) με τους ‘κιτρινόμαυρους’ να νικούν στην παράταση 90-87. Ένα δραματικό ματς, στο οποίο δόθηκε ένα αμφισβητούμενο σφύριγμα κατά του Απόλλωνα, ο Πέτρος Σταμάτης (με το σκορ ισόπαλο 78-78) έχασε 3 βολές κι ο Βασίλης Λιανός πέτυχε ένα απίθανο καλάθι το οποίο θεωρήθηκε εκπρόθεσμο!
O ‘Νουρέγεφ’ χόρευε ασταμάτητα. Ο Απόλλωνας έφτιαξε γύρω απ’ αυτόν σπουδαίες ομάδες. Έφτασε μέχρι και στην έξοδό του στην Ευρώπη. Για έναν επαρχιακό σύλλογο, το κατόρθωμα ήταν ιστορικό. Τριάντα πέντε χρόνια μετά, θυμάται: “Γινόταν πανζουρλισμός στο γήπεδο. Ο κόσμος δεν είχε πού να καθίσει, γέμιζε τις εξέδρες. Παίζαμε και τους νιώθαμε δίπλα μας. Καμιά φορά, για να κάνουμε την επαναφορά, οι φίλαθλοι έπρεπε να σηκωθούν και να κάνουν λίγο πίσω. Οι διαιτητές συνήθως έκαναν τα στραβά μάτια. Ωραία χρόνια”.
Πόσο άλλαξε το μπάσκετ από τότε;
“Μην το συζητάς, πάρα πολύ. Βλέπουμε ένα… άλλο άθλημα. Πιο γρήγορο, πιο δυνατό, με παίκτες-αθλητές. Εμείς δεν είχαμε τέτοια. Να πω την αλήθεια, δεν θυμάμαι αν στον Απόλλωνα είχαμε αίθουσα με βάρη. Όλα ήρθαν μετά και φτάσαμε πλέον στην εποχή της βιομηχανοποίησης, των παικτών που έχουν μούσκουλα, πηδάνε ψηλά και λοιπά”.
Αν έπαιζες τώρα, θα ήσουν έτσι… χτισμένος;
“Μπα, δε νομίζω. Η φαντασία θα υπερτερούσε της δύναμης. Μου άρεσαν πάντα οι λεπτεπίλεπτοι παίκτες. Σίγουρα θα ήμουν πιο γυμνασμένος, αλλά όχι και λιγότερο τεχνίτης. Αλλά τώρα, όλα έχουν αλλάξει. Ακόμη και τα παπούτσια είναι διαφορετικά, δεν έχουν σχέση με αυτά που παίζαμε εμείς. Η προπόνηση είναι διαφορετική, ακόμη κι η διατροφή του αθλητή είναι σχεδόν επιστημονική. Όχι ότι δεν γυμναζόμασταν. Θυμάμαι τον εαυτό μου να τρέχει στα… χωράφια της Πάτρας. Πρόσεχα κι εγώ, με εξαίρεση τη διετία που βρέθηκα στην Αθήνα, για να φοιτήσω στη Γυμναστική Ακαδημία. Τότε, με παρέσυρε λίγο η… νυχτερινή ζωή της πόλης, άρχισα και το τσιγάρο. Σε γενικές γραμμές, όμως, ήμουν ένας καλός αθλητής”.
Και αρκετά άτυχος, όμως. ..
“Ναι. Έκανα 7 εγχειρήσεις, οι 4 στα γόνατα και οι 3 στην ποδοκνημική. Σε εποχές, μάλιστα, που η ιατρική δεν ήταν τόσο εξελιγμένη, οι τρόποι αποθεραπείας, επίσης. Το 7 είναι σημαδιακό στη ζωή μου. Γεννήθηκα 7 Ιανουαρίου, έκανα 7 εγχειρήσεις και βέβαια φόρεσα το 7 σε όλη την καριέρα μου με τον Απόλλωνα”.
Μέσα από τέτοιες δοκιμασίες γίνεσαι πιο δυνατός. Σε βοήθησε αυτή η εμπειρία για να νικήσεις ένα ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα υγείας, που προέκυψε πριν από λίγα χρόνια;
“Σίγουρα, αν και αυτό το τελευταίο ήταν πολύ πιο σοβαρό και οι εγχειρήσεις στα γόνατα και στους αστραγάλους πολύ… λάιτ. Εντοπίστηκε πρόβλημα στο κεφάλι μου, αλλά το αντιμετώπισα όπως έπρεπε. Πήγα στη Γερμανία, εγχειρίστηκα από κορυφαίους γιατρούς και τώρα, 5 χρόνια μετά, είναι σα να μην έχω κάνει ποτέ τέτοια επέμβαση”.
Με τον Απόλλωνα τι συνέβη; Κρίμα να μην είναι παρών ο σύλλογος στη μεγάλη εκδήλωση για σένα στο ‘Κουκούλι’…
“Ήταν ένα λάθος. Μια παρεξήγηση. Δεν ξέρω. Είδα πάντως ότι στη δική τους εκδήλωση δεν είχε πάει πολύς κόσμος. Δεν έχω κάτι με τον Απόλλωνα. Και πριν από δυο χρόνια, είχα αναλάβει τις ακαδημίες. Τη Δευτέρα πήγα, την Τετάρτη ήθελα να φύγω. Υπήρχε μεγάλη απαξίωση και μια ιδιαιτέρως μίζερη κατάσταση”.
Το εγχείρημα του Προμηθέα πώς το κρίνεις;
“Είναι ένα κλαμπ με υποδομές. Έχει 3 ιδιόκτητα γήπεδα, έναν επιχειρηματία όπως ο Βαγγέλης Λιόλιος που προσφέρει οικονομική ευρωστία. Πάνω απ’ όλα, όμως, εμπιστεύεται τον ίδιο προπονητή για κάποια χρόνια, σε μια εποχή που ο εκάστοτε κόουτς είναι το εύκολο θύμα. Γενικά, είναι ένα πρότυπο για το μπάσκετ, σε μια εποχή πολύ δύσκολη και περίεργη”.
Τώρα, μίλησε κι ο… προπονητής μέσα σου. Ήταν η δεύτερη ιδιότητα σου στο μπάσκετ…
“Μου άρεσε το επάγγελμα. Πέρασα καλά και στους πάγκους. Ωραία χρόνια στο Περιστέρι, με τη μεγάλη ομάδα τότε. Άγγελος Κορωνιός, Νίκος Τσαγκόπουλος, Νίκος Κασουρίδης και λοιποί. Και στον Σπόρτιγκ, καλά ήταν! Όπως, βέβαια, και στο Μαρούσι με τον Άρη Βωβό να φτιάχνει μια μεγάλη ομάδα. Τον Ανδρέα Παπαντωνίου μάνατζερ και όλους τους αθλητές. Σπουδαία ομάδα, στ’ αλήθεια”.
Δεν σου λείπει;
“Όχι, δεν θα έλεγα ότι θέλω να κοουτσάρω ξανά σε αυτό το επίπεδο, αν και ποτέ μη λες ποτέ. Το μικρόβιο δεν φεύγει εύκολα. Ωστόσο, δύσκολα θα ξανακαθόμουν σε πάγκο. Ο προπονητής είναι… μοναχικός τύπος. Άντε να είναι στο πλευρό του ένας συνεργάτης. Η διοίκηση την ίδια ώρα αποτελείται από 12-15 άτομα, οι παίκτες είναι 18, άρα οι ευθύνες μπορούν να επιμεριστούν. Ο προπονητής… πληρώνει μόνος του το τίμημα”.
Με τι ασχολείσαι, λοιπόν, τώρα;
“Εντάξει, το μπάσκετ δεν φεύγει ποτέ από τη ζωή μου. Είμαι στον Έσπερο Πατρών, έχω αναλάβει τις ακαδημίες, κάνουμε καλή δουλειά: 400 παιδιά αθλούνται σε μας. Πηγαίνω σε αγώνες, βλέπω ματς, να ανακαλύψω ταλέντα, να δω έναν παίκτη που μου είπαν. Στον Έσπερο έχουμε και το προνόμιο να παίζουμε σε δημοτικό γήπεδο. Ο αδερφός μου είναι αντιδήμαρχος πολιτισμού και αθλητισμού, συμβούλεψε τον σύλλογο να ρίξει τη συνδρομή από τα 20 στα 10 ευρώ. Υπήρξε μεγάλη ανταπόκριση”.
Θα ξαναδούμε Πετρόπουλους στο μπάσκετ;
“Κάποια στιγμή, ναι θα τους ξαναδούμε. Είναι άλλη η εποχή, βέβαια. Εμείς δεν είχαμε τίποτε άλλο εκτός από την μπάλα. Τώρα, ένα παιδί μπορεί να κάνει τα πάντα”.
Τι σου πρόσφερε αυτό το άθλημα;
“Σχεδόν τα πάντα. Πέρασα ολόκληρη τη ζωή μου στα γήπεδα, ακόμη εκεί βρίσκομαι. Φυσικά, πάνω απ’ όλα είναι η οικογένειά μου. Είμαι τυχερός γιατί γνώρισα μια υπέροχη γυναίκα. Με τη Λίνα είμαστε παντρεμένοι 32 χρόνια, είμαστε μαζί ακόμη πιο πολλά. Της οφείλω πάρα πολλά, καθώς μόνη της μεγάλωσε 3 υπέροχα παιδιά, που σπούδασαν κι έγιναν σπουδαίοι άνθρωποι. Ήταν το πιο ωραίο μπάσιμο της ζωής μου”.
Χόρεψες τελικά στο φτερό του καρχαρία;
“Το είχε πει κάποτε ο Θάνος Μικρούτσικος, με τον οποίο ήμασταν φίλοι. Είχαμε κοινή καταγωγή από την Πάτρα, μας συνέδεαν κι άλλα πολλά. Του άρεσε αυτός ο στίχος του Καββαδία, γιατί αναδεικνύει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας αθλητής, ένας άνθρωπος γενικότερα. Πώς να κουμαντάρεις το πιο δύσκολο ζώο του πλανήτη; Αν πέσεις, πάει σε έφαγε. Εγώ έμεινα όρθιος. Αυτό φαντάζομαι εννοούσε ο μεγάλος συνθέτης, που πίσω του άφησε δυσαναπλήρωτο κενό”.