Το διήγημα της Πέμπτης: «Οι άλλοι άγιοι» του Αλέξη Σεβαστάκη

Δεν αποζήταγε πια σημεία και τέρατα αγίων. Τι να ’βρίσκε στα χαρτιά; Εδώ ήτανε, σε τούτο τον κόσμο τα μεγάλα σημεία.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Οι άλλοι άγιοι» του Αλέξη Σεβαστάκη

«H Μέση Ανατολή, η εξέγερση των στρατιωτών, η φυλακή, εξορία, η καταδίκη μου, η εσχάτη προδοσία, το στρατόπεδο του Κεμπέιτ στο Σουδάν, με όλον αυτό τον κόσμο γεμάτο τραγούδι, όνειρα, ενθουσιασμό, σχέδια. Όλα αυτά τα όνειρα πώς να μη σε σφραγίσουν; Πώς να μην κλείσουν τη ζωή σου μέσα σε αυτά τα πλαίσια;» έλεγε ο συγγραφέας, ιστορικός, νομικός, αγωνιστής Αλέξης Σεβαστάκης.

Ο Αλέξης Σεβαστάκης γεννήθηκε το 1925 στα Σακουλέικα Σάμου και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1959 αναγορεύτηκε διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από μαθητής Γυμνασίου παίρνει μέρος στην Εθνική Αντίσταση, αντάρτης στα βουνά της Σάμου. Το 1943 έφυγε στη Μέση Ανατολή και κλείνεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης τη Ράφα και του Σουδάν.

Με την απελευθέρωση γυρίζει στη Σάμο, και διευθύνει την εφημερίδα “Ελεύθερη Σάμος”. Το 1954 υπηρετεί το υπόλοιπο της θητείας του ως κρατούμενος στη Μακρόνησο.

Ο Α. Σεβαστάκης ανέπτυξε δραστηριότητες και στο νησί του και από το 1958 εκλέγεται δημοτικός σύμβουλος, ενώ την περίοδο 1964 – ’67 αντιδήμαρχος Καρλοβασίου. Πολιτεύτηκε με την ΕΔΑ (1961, 1963, 1964). Η απριλιανή χούντα τον εξόρισε στη Γυάρο και στη Λέρο.

Το 1967 γράφει το μυθιστόρημα “Σφαγείο” και το 1970 συνθέτει το χρονικό “Καπετάν Μπουκουβάλας. Το αντάρτικο ιππικό της Θεσσαλίας”, το οποίο εκδόθηκε το 1978.

Το 1970 γράφει και τα μονόπρακτα “Πολιορκία Α” και “Πολιορκία Β”, τα οποία θα ανεβάσει το “Θέατρο Τέχνης” σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν (1978).

Το θεατρικό του έργο “Κατάθεση” ανέβηκε το 1981 στο “Θέατρο του Πειραιά”, ενώ το “Ταξίδι Εργασίας” το 1982 στο “Δωδεκανησιακό Θέατρο”.

Η συγγραφική δουλειά του δεν υπέστειλε τη νομική, ενώ έγραψε δοκίμια και μελέτες. Το 1985 εκλέγεται πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Σάμου. Εκτός από θέατρο και λογοτεχνία έγραψε βιβλία και για τη Σάμο: “Σαμιακή Πολιτεία – Λυκούργος Λογοθέτης”, “Δίκαιο και Δικαστική Εξουσία στη Σάμο 1550 – 1912” κ. ά.

Υπήρξε βουλευτής (1990 – 1993) και μέλος της ΚΕ του ΣΥΝασπισμού.

Έφυγε από τη ζωή στις 30 του Ιούνη 1999. (Πληροφορίες από τον Ριζοσπάστη).

Το διήγημα “Οι άλλοι άγιοι” περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων του Αλέξη Σεβαστάκη “Αρχή σοφίας…” (εκδ. Θεμέλιο, 1979).

Η εικόνα, από το εξώφυλλο του βιβλίου, που φιλοτέχνησε ο Παναγιώτης Γράβαλλος.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Οι άλλοι άγιοι» του Αλέξη Σεβαστάκη

Ο Αλέξης Σεβαστάκης

Οι άλλοι άγιοι
του Αλέξη Σεβαστάκη

Γύριζε απ’ τα χωράφια βράδι-νύχτα, πάχνιζε τη γριά μας φοράδα, έπειτα ανέβαινε τα σκαλοπάτια, κουρασμένα.

Εκείνος μούγκριζε από τους πόνους, οι πληγές του είχαν πιά σαπίσει. Τον έπλενε με νερό της βρύσης και τον άλειβε λάδι. Τότε μέρωνε το λιγνό του πρόσωπο. Δεν της μιλούσε, μονάχα έπλεκε τα χέρια στο στήθος κι ήθελε να του δυναμώσει το φως.

Εμείς περιμέναμε νυσταγμένοι, ο μικρός κουτούλαγε κι έκλαιγε. Μας μοίραζε το ψωμί σιωπηλά, ο παππούς πάντα άπλωνε τη φούχτα κάτω απ’ τα γένια του μην πέσουν τα ψίχουλα κι αμαρτήσει.

Από δίπλα, εκείνος αναστέναζε άγρια, τον σούβλιζαν οι πόνοι, κάθε τόσο φώναζε — Γεωργίαααα! Νερόοοοο!

Η μάνα έμενε στο κρεβάτι του ως αργά, κάθουνταν άκρη-άκρη και του ’βρεχε τις πληγές, αμίλητη.

Ακούγαμε τον πατέρα που θύμωνε, άρχιζε πάλι να βλαστημάει και να καταριέται την Αλβανία, τους στρατηγούς, τους προδότες, τα νοσοκομεία.

—Γεωργία! Έτσι, μας πέταξαν!

Έκανε με το μπράτσο πώς τους πέταξαν. Ανασηκώνονταν ερεθισμένος, ο ίδρωτας πετάγονταν σαν σπειριά. —Έτσι! Πάτε από δω!

Έλεγε που είχε γεμίσει η Αθήνα τραυματίες· άλλος διακόνευε, άλλος έτσι, άλλος έφευγε και χάνονταν.

Πώς κατάφερε κι ήρθε!

Παραπάταγε, τα μπαστούνια βρόνταγαν στις πέτρες, στάθηκε στην αυλή, έκλαιγε, έκλαιγε. Η μάνα τον πήρε από το χέρι. Τον κράταγε πάνω της, ούτε άχνα. Ο κόσμος ένιωθε, κανένας δεν σάλευε. Μονάχα ο παππούς έκαμε το σταυρό του.

—Μέγας είσαι Κύριε… είπε.

Τώρα, μάνα μας είναι ο παππούς. Εκείνη απ’ το πρώτο χάραμα σέρνει τη φοράδα και φεύγει στα χωράφια. Σκάβει, σπέρνει, θερίζει. Το βράδι γυρίζει αμίλητη. Ο παππούς κάνει την αναφορά του· φάγαμε δε φάγαμε, παίξαμε δεν παίξαμε, ποιος έσπασε κεφάλι, ποιος έδεσε ντενεκέ στα σκυλιά, όμως εκείνη μάς κοιτάζει και μοιράζει το ψωμί, ίσια σ’ όλους μας, δίκαιους κι αμαρτωλούς.

—Αύριο τα λέμε!

Μάς φοβερίζει ο παππούς πεισμωμένος. Εμείς δεν τον πιστεύουμε. Μονάχα που ο πατέρας φωνάζει και κλαίει, εκείνη πηγαινοέρχεται κουρασμένη, τα χέρια της τρέμουν πιά. Μένει στην κάμαρα του πατέρα ως τα μεσάνυχτα κι ακόμα.

Η θεία μας η χήρα κατάφερε τον Ιταλό γιατρό και της έδωσε αλοιφές. Δηλαδή, όχι το γιατρό μα έναν νοσοκόμο. Αυτός πήγαινε τα βράδια στης θείας και τον έλουζε και του ’πλεκε κάλτσες με κατσικόμαλλο.

Η μάνα κοίταζε μια τη θεία μια τις αλοιφές. Κι ύστερα τον παππού. Ο παππούς έσκυβε στη φωτιά, ούτε γύριζε μάτι. Τις άλλες μέρες ο πατέρας ησύχασε, έπεφτε σε βύθος, άφηνε τις βρασμένες πατάτες, ούτε ήθελε φως.

Όταν πέθανε, το λιγνό του πρόσωπο έφεγγε μέσα στα μαύρα-γκρίζα γένια. Στο νεκροταφείο η μάνα μας τράβαγε τα μαλλιά της.

Έπειτα στο σπίτι μας —σιωπή και κλάμα…

Την Άνοιξη ακολουθούσαμε και μεις στα χωράφια· ήτανε σκάλισμα και βοτάνισμα, ως τη νύχτα ζυμώναμε το χώμα, η μάνα μας είχε σωθεί, έπλεε μέσα στο μακρύ μαύρο φουστάνι.

Εκεί που δούλευε άρχιζε το μοιρολόι, στιχάκια-στιχάκια. Πνιγόμασταν. Έρχονταν μπροστά μας ο πατέρας, εικόνες – εικόνες, πότε με τα χοντρά μπαστούνια πότε γερός και χαμογελούσε.

Τότε, ο μεγάλος αδερφός ούρλιαζε.

—Μάνααααα!

Ήθελε να χυμήξει να την πιάσει απ’ το λαιμό. Μας έπιανε φόβος. Το βράδι ο δρόμος ήταν ατέλειωτος. Στο χωριό οι άνθρωποι ησύχαζαν, κλεισμένοι από νωρίς. Πάνω στο δάσος τού λόφου έφεγγαν τα μικρά φώτα του στρατιωτικού καταυλισμού, ακούγονταν η χαρούμενη φυσαρμόνικα, πάντα έπαιζαν γρήγορα τραγουδάκια.

Ο παππούς γέμιζε λάδι το μεγάλο λυχνάρι, μας χάιδευε τα μαλλιά, με τρόπο.

—Παλικαράκια μου, παλικαράκια…

Μας τάιζε πατάτες και αγριόχορτα.

Θα ’ταν πια φθινόπωρο που πήρανε το δάσκαλο στο στρατοδικείο. Από κει χάθηκε. Τούτο τον καιρό έφυγε στα βουνά ο Γιώργης του θείου Κυριάκου, ακούγαμε που χάλασε τ’ όνομά του κι έγινε καπετάν Γιώργακας!

Ο παππούς θύμωνε που στάθηκε μαλακός ο θείος και δεν τον λιάνισε στο ξύλο. Χτύπαγε τις γροθιές στο τραπέζι και φούσκωναν οι σακούλες των ματιών του. Κι όταν ήρθε ο θείος να μάς δει, ο παππούς χρεμέτιζε, δεν τον χωρούσαν τα ρούχα του.

—Τι ’ν’ αυτά Κυριακούλη; Εχ, εχ… Μωρέ, δεν αποκρίνεσαι;

Ο θείος έσκυβε. Από κάμποσο είπε·

—Ποιος τον έκανε ζάφτι, πατέρα;

Η μάνα έσφιγγε το μαύρο μαντήλι και σώπαινε. Ήμασταν σίγουροι πως συμφωνούσε με τον παππού και μάς έπιανε λύπη.

Τις νύχτες σκεφτόμασταν τον Γιώργη, κατέβαινε απ’ τα βουνά, ψηλός, πλατύς, άγριος, καπετάν Γιώργακας. Και με ντουφέκι! Εκειδά, πάνω στις ντουφεκιές, μας έπαιρνε ο βαρύς ύπνος.

Όμως γρήγορα μάς ήρθαν άλλα βάσανα! Η θεία η χήρα ήθελε να παντρευτεί το νοσοκόμο. Αυτή την φορά, ο παππούς λίγο έλειψε να πεθάνει. Την έκλεισε στην κάμαρα του πατέρα μας, ακούγαμε το ραβδί, εκείνη ξεφώνιζε και χύμαγε να τον φάει. Η μάνα μας τράβηξε τον παππού, το κορμί του έτρεμε. Έκλαιγε. Τον κάθισε στη γωνιά, πάλι έκανε να σηκωθεί, πάλευε. Τα μουστάκια του έσταζαν, φώναζε·

—Αλλόφυλη! Αμαρτωλή! Φράγκισα! Δεν είσαι κόρη μου! Πώς θα παντρευτείς, αμαρτωλή;

Η θεία είχε φύγει από την πίσω πόρτα, το αίμα της πιτσίλιζε την αυλή, ως κάτω στο δρόμο.

Τις επόμενες μέρες ο παππούς έμενε συλλογισμένος, κάθε τρία λεπτά ρούφαγε πρέζα ταμπάκο κι αναστέναζε. Έλεγε τής μάνας μας·

—Εχ, πού ’ναι τος ο καπετάν Γιώργακας να της πάρει το κεφάλι της λεβαντίνας!

Η μάνα τού ’φερνε πιο κοντά το κανάτι με το κρασί. Έπινε, ησύχαζε, γέμιζε αγάπη για τη μάνα μας. Την κρατούσε απ’ τα χέρια και τα ’σφιγγε μ’ όλη τη δύναμη που του ’μενε.

—Εσύ, Γεωργία, είσαι παιδί μου… Αδικημένη και βασανισμένη…

Θέλαμε να πέσουμε πάνω του, να τον αγκαλιάσουμε και να τον φιλούμε.

Ο μεγάλος μας αδερφός τού διάβαζε ιστορίες για σημεία και τέρατα αγίων. Γαλήνευε, δεν χόρταινε.

—Μέγας είσαι Κύριε…έλεγε σιγανά, κι εκεί που πήγαινε να τον πάρει ο ύπνος, ρώταγε·

—Έμαθες, Γεωργία, πού βόσκει ο χαΐνης;

Εμείς πεταγόμασταν ενθουσιασμένοι.

—Ποιος παππού; Ο καπετάν Γιώργακας;

—Εμ ποιος;

—Στα βουνά, στα βουνά… απόσωνε η μάνα μας και φύσαγε βιαστικά το λυχνάρι να γίνει σκοτάδι.

Μη κι έχουν τελειωμό οι βασανισμοί του ανθρώπου; Τον ίδιο καιρό, περασμένες του Σταυρού, μας πήραν στάρια και καρπούς. Όλα.

Έζωσαν διπλά-τριπλά το χωριό και γέμισαν οι δρόμοι στρατό κι αυτοκίνητα. Ο κομαντάντης κάθονταν στην πλατεία· από κει έστελνε αποσπάσματα στα σπίτια με τη σειρά, έμπαιναν κι έψαχναν, έξω στις αυλές γίνονταν σωροί το στάρι και τ’ άλλα. Μήτε παπάς μήτε πρόεδρος σκάρισε. Από μέσα έσκουζαν οι γυναίκες. Τα φόρτωσαν κι έφυγαν. Ο στρατός τράβηξε απ’ τα καμποχώρια, τραγουδώντας· βιντσερέμο-βιντσερέμο. Στο δάσος του λόφου πλήθυναν τα φώτα, τα γέλια, οι φωνές.

Η μάνα μας, μόλις έγινε ησυχία, σηκώθηκε, έσφιξε το μαύρο μαντήλι, σκούπισε τα μάτια και μάς πήρε στην πίσω αυλή. Ο παππούς ήταν γερμένος στο φράχτη, κίτρινος. Χτύπησε τη μάνα μας στην πλάτη και τής χαμογέλασε·

—Βάστα…

Αυτό μονάχα.

Κι από πολλή ώρα·

—Βάστα… Και σείς…

Ο μεγάλος αδερφός του ’φερε κρασί και ταμπάκο. Έφερε σκαμνί της μάνας. Εκείνη δάγκανε το μαντήλι κι έκλαιγε. Σαν να τη σκίζανε. Αίμα. Όπως τότε, στο νεκροταφείο. Μπορεί να συλλογίζονταν το χειμώνα που έρχονταν χωρίς ψωμί, εμάς, το γέρο. Μπορεί, μαζί με τα τωρινά να της περνούσαν απ’ το μυαλό όλα τα βάσανα —γέννες, θάνατοι, φτώχια. Κι εκείνον, που πέθανε απ’ τις πληγές του πολέμου.

Ο παππούς έφυγε σέρνοντας τα πόδια. Τις νύχτες, ώρες, καθάριζε το παλιό πιστόλι, του πατέρα. Κι έπινε. Τα μάτια του σπίθιζαν.

—Απ’ τον παππού σου, χαΐνη… Άκου… Καπετάν Γιώργακας… Αμ τι; έλεγε κι έπινε.

Η μάνα κρατούσε το πρόσωπό της. Ήτανε δυό πετσασμένες, σκούρες, όλο νεύρα φούχτες. Το πρόσωπό της άσπρο-κίτρινο, έφεγγε μέσα στο μαύρο κεφαλομάντηλο. Κοίταζε τον παππού, είχε πίκρα και φόβο. Ο λύχνος τσίριζε να σβήσει.

Τι σκιές! Κρύο…

Ύστερα απ’ τον Οχτώβρη, οι βροχές έπνιξαν τον τόπο. Ο μικρός μας αρρώστησε. Μήτε φάρμακο. Χωρίς ψωμί. Εκείνη γύριζε ολημερίς κι έσκαβε στις λάσπες για ρίζες και τέτοια. Μας έφερνε προκηρύξεις, μαζευόμασταν γύρω απ’ τη φωτιά, γινόταν ησυχία, τις διάβαζε ο μεγάλος μας, τις διάβαζε φωναχτά λέξη-λέξη, ο παππούς έσκυβε και τέντωνε τ’ αφτί, η μάνα στέκονταν από πάνω. Όταν εμείς πηγαίναμε για ύπνο, ο παππούς κάθιζε αντίκρυ του τον μεγάλο μας αδερφό, τον έβανε πάλι και πάλι να του διαβάζει τα χαρτιά, έπινε, ρώταγε, το ’να, τ’ άλλο.

Αυτά τα φύλλα δεν ήταν σαν τα γράμματα της εκκλησίας.

—Εχ, άλλο, άλλο!

Κι αναστέναζε.

—Τι λες, Γεωργία; Ε;

Εκείνη του ’λεγε για οργάνωση, μυστικά.

—Όχι, όχι. Άλλο είναι, Γεωργία…

Τράβαγε τα γένια του, με πείσμα.

Από μέρες, φώναζε πως το βρήκε. Έκανε σαν μωρό.

—Ξέρεις; Ξέρεις τι είναι; Άκου. Να δώσουμε ό,τι έχομε! Πώς θα γίνει; Το κατάλαβες; Ελευθερία και δίκιο! Πώς;

Η μάνα χαμογελούσε, ούτε του ’λεγε πως από μέρες είχε στείλει στο βουνό κουβέρτες και ρούχα, ακόμα κι απ’ τ’ άσπρα της.

Η μάνα ποτέ δεν έλεγε στον παππού πως στο χωριό υπήρχε επιμελητεία, πως ο θείος Κυριάκος είχε πεθάνει κρεμασμένος ανάποδα, πως από το ματσούκι είχαν χωθεί στο κρέας του λουρίδες πουκάμισο.

Ήξερε πως ο γέρος δεν θα τ’ άντεχε και θα ’σπάζε η καρδιά του. Κι ήθελε πολύ να τον έχει· ήθελε και για τον εαυτό της και για μας.

—Αυτό είναι! Μάλιστα, να δώσουμε, πατέρα…

Και τον αγκάλιαζε. Εκείνος ζούσε το θρίαμβό του, άστραφτε.

Δεν αποζήταγε πια σημεία και τέρατα αγίων. Τι να ’βρίσκε στα χαρτιά; Εδώ ήτανε, σε τούτο τον κόσμο τα μεγάλα σημεία.

Σαν εκείνα των Φώτων!

Την παραμονή, νύχτα-νύχτα, έτσι ξαφνικά άρχισε ντουφεκίδι στον καταυλισμό του λόφου. Ο παππούς μάς σώριασε στο ντάμι, ένα με την κοπριά, το στενό παράθυρο το ’κοβαν αστραψιές, το σπιτάκι μας σειόταν απ’ τις ρίζες. Εμείς κλαίγαμε και χώναμε το κεφάλι βαθιά στις καβαλίνες. Η μάνα μας αγρίευε, όλο άνοιγε χαράκι την πόρτα κι αφουγκράζονταν κατά το δρόμο. Εάν ν’ ακούγονταν τρεχάλες, πνιχτές, βιαστικές φωνές.

Στο λόφο τα πολυβόλα γάζωναν, έσκαγαν σαν δαιμόνοι οι χειροβομβίδες, στις πλαγιές του λόφου άναβαν κι έσβηναν άσπρα, κόκκινα, κίτρινα φώτα.

Ο παππούς προσκύναγε τον Αι-Γιώργη· πότε προσεύχονταν και πότε βλαστήμαγε. Κάθονταν δίπλα στο παχνί της φοράδας και μας κράταγε απ’ τις πλάτες.

—Αχ, καπετάν Γιώργακα!

Κι, έσφιγγε τίς γροθιές του φονεριστικά.

Την άλλη μέρα δεν λειτούργησε ο παπάς. Μάς μάζεψαν στο χωράφι του σχολείου, ήμασταν σύψυχο το χωριό- εμάς τα παιδιά μας στρίμωξαν στις κάμαρες του σχολείου.

Ακούγαμε φωνές, κλάματα, βλαστήμιες, ντουφεκιές.

Ως το μεσημέρι που έπιασε δυνατή, δαρτή βροχή.

Μάθαμε ύστερα πως η μάνα μας στέκονταν σφιγμένη στο μαύρο φουστάνι της, μονάχα τα μάτια της φαίνονταν από το κεφαλοδέσιμο. Πως δάγκανε τα χείλη της καθώς περπατούσε μεσ’ στις λάσπες προς τον αυλόγυρο της εκκλησιάς.

Μάθαμε πως γύρισε κι είδε τους άλλους, τους κοίταξε όλους αργά-σιγά, τους χαμογέλασε κι έκαμε να τους χαιρετίσει με τα χέρια, μα ήταν δεμένα σφιχτά και σείστηκε λίγο το κορμί της.

Και φώναξε-— Τα παιδιά μου!

Και δεν πήρε απόκριση.

Ύστερα την κλότσησαν ως τον τοίχο της εκκλησίας…

Τώρα ο παππούς μας συχωρέθηκε, τον έφαγαν οι καημοί και το δίκιο. Μείναμε τα παιδιά, ο μεγάλος μας αδερφός είναι ο στύλος μας.

Μας παίρνει των Φώτων, κάθε χρόνο, και πάμε λουλούδια σε κείνον τον τοίχο της εκκλησιάς.

Πάντα το μεσημέρι.

Και πάντα βρίσκουμε να ’ναι κι άλλα λουλούδια.

Περνάνε απ’ το πρωί οι άνθρωποι και προσκυνάνε τη μάνα μας.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: