Κώστας Βουτσάς: Ραντεβού στον αέρα

Μας έκλεισε  ένα ραντεβού  στον αέρα σήμερα. Όποτε φτάσουμε πάνω θα μας κοιτάξει στα χέρια ”Σαλαμάκι δεν φέρατε;”  και αν είμαστε γυναίκες μπορεί να μας κλείσει το μάτι και να μας πει πονηρά ”Έχω και σύννεφο. Πάμε μια βόλτα ;”

Γεννημένος στον Βύρωνα στις 31 Δεκεμβρίου του 1931, υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες κωμικούς στην ιστορία του κινηματογράφου. Τον αποχαιρετούμε με ένα μικρό αφιέρωμα γεμάτο από τις καλύτερες κινηματογραφικές του στιγμές.

Ο Κώστας Βουτσάς δεν ήταν αυτό που λέμε κλασικό ομορφόπαιδο στο κινηματογράφο ωστόσο αυτό δεν τον πτόησε.Γοήτευε με τον τρόπο τους τις γυναίκες κρατώντας ψηλά τον μύθο πως ”Οι κωμικοί ηθοποιοί κατακτούν τις όμορφες” και στην περίπτωση του Κώστα Βουτσά αυτό ήταν αλήθεια.

Γεννημένος στην Αθήνα από πατέρα πρόσφυγα της Ανατολικής Θράκης και μητέρα Κεφαλονίτισσα. Πήρε το όνομα του αδικοχαμένου του αδερφού, ο οποίος έφυγε στα 6 του χρόνια από δάγκειο πυρετό. Όταν γεννήθηκε  τον βάπτισαν με το ίδιο όνομα ώστε να τους θυμίζει το πρώτο τους παιδί. Μέχρι τα τέσσερά του έμενε στην Αθήνα.Μέσα σε ένα μαγαζί με την υπόλοιπη οικογένειά του στην λαϊκή γειτονιά του Βύρωνα. Οι γονείς από ντροπή για την φτώχεια τους, είχαν καλύψει την βιτρίνα ώστε να μην τους βλέπουν οι περαστικοί. Αργότερα έφυγαν για την φτωχομάνα Θεσσαλονίκη ελπίζοντας σε ένα καλύτερο αύριο.

Θα γινόταν γνωστός με το όνομα Κώστας Σαββόπουλος, αν ο παππούς τους δεν ήταν βαρελάς στο επάγγελμα και δεν τους είχε κολλήσει σαν παρατσούκλι το ”Βουτσάς” από το παλιό όνομα των βαρελιών ”βουτσιά”. Ήταν περήφανος για τον παππού και τον εργάτη οδοποιό πατέρα του ως το τέλος της ζωής του. Ήταν τίμιοι άνθρωποι και δούλευαν με τα χέρια τους για να τους ζήσουν. Ο πατέρας του είχε κολλήσει την ιδεολογική ”ασθένεια” της εποχής. Ήταν κομμουνιστής και συχνά κατέληγε κυνηγημένος, διωγμένος και ξυλοκοπημένους από τους ”άριστους νοικοκυραίους ” χωροφύλακες.

Η οικογένεια ήταν τόσο φτωχή που στην Κατοχή, ο μικρός Κώστας έπρεπε να βγει και εκείνος στο μεροκάματο. Πούλαγε  αγγλικά τσιγάρα από τους Άγγλους φυλακισμένους, στους πλούσιους της πόλης ή έκανε τον τσιλιαδόρο στους παπατζήδες. Μετά την Κατοχή, ασχολήθηκε με τον αθλητισμό, με τον στίβο. Κάπως έτσι σε μια προπόνηση, εντελώς τυχαία, άκουσε την πρόβα ενός θεατρικού έργου και αποφάσισε να πικάρει τον ηθοποιό που έπαιζε τον μεθυσμένο ανεβαίνοντας να παίξει ο ίδιος τον ρόλο. Ούτε όμως τότε κόλλησε με το θέατρο.

Ήθελε να διακριθεί ως αθλητής. Ο κινηματογράφος και το θέατρο του φαινόντουσαν άλλοι κόσμοι από τον δικό του. Από εκείνον που είχε μεγαλώσει. Πρώτη φορά σε αίθουσα κινηματογράφου μπήκε σαν ΕΠΟΝΙΤΗΣ. Ανέβαινε στο πιο ψηλό εξώστη και πέταγε από ψηλά τις προκηρύξεις μόλις χαμήλωναν τα φώτα, φεύγοντας τρέχοντας να μην τον πιάσουν. Πού να ήξερε πως το κινηματογραφικό πανί θα τον λάτρευε τα επόμενα χρόνια!

Μπήκε στην Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου, για τι άλλο; Για τα κορίτσια φυσικά! Λατρεύτηκε από το πανί και από το σανίδι αλλά εκείνος λάτρευε περισσότερο τον θηλυκό ποδόγυρο. Το 1953 αποφοίτησε μετά από πολλές αποβολές και αταξίες. Άρχισε να γυρνά την ελληνική επαρχία, με τα λεγόμενα μπουλούκια, μέχρι που αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα. Την ίδια χρονιά κάνει την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση στο ”Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται”.

Μαύρη πέτρα πίσω του, ολόλευκα όνειρα μπροστά του

Λέγεται πως μπαίνοντας στο τρένο για την Αθήνα είχε πιάσει στα χέρια του μια μαύρη πέτρα από τα λάδια της μηχανής του τρένου και την πέταξε με φόρα πίσω του. Ήθελε όσο τίποτα άλλο να πετύχει σαν ηθοποιός και να μην ξαναγυρίσει πίσω φτωχός. Στην Αθήνα, για να δουλέψει πρέπει να λάβει την άδεια άσκησης επαγγέλματος του ηθοποιού. Περνά από την εξεταστική επιτροπή τρεις φορές μέχρι να τα καταφέρει.

Παίζει μικρούς κινηματογραφικούς ρόλους μέχρι και το 1963, όπου πρωταγωνιστεί στις ταινίες ”Ο φίλος μου ο Λευτεράκης” με τους Μάρω Κοντού, Ντίνο Ηλιόπουλο και Γιώργο Κωνσταντίνου και στην ταινία ”Κορίτσι για δυο” με την Ζωή Λάσκαρη και τον Αλέκο Αλεξανδράκη.

Την ίδια χρονιά κάνει και ένα πέρασμα από το πλευρό της Αλίκης Βουγιουκλάκη με την οποία δεν ξανασυναντιέται κινηματογραφικά, στην ταινία ”Η Ψεύτρα” με τον Αλέκο Αλεξανδράκη πάλι σε πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ακολουθούν πολλά μιούζικαλ του Δαλιανίδη, με πρώτο το ”Κάτι να καίει”, αφήνοντας εποχή μόνο με ένα ακαταλαβίστικο επιφώνημα όπως το ”Φστ Μπόινγκ”. Οι baby boomers της Ελλάδας, σε πόλεις και επαρχία, ενθουσιάζονται με τους ξενόφερτους ήχους των ροκ εντ ντρολ και τα μιούζικαλ του Δαλιανίδη γίνονται ανάρπαστα και ας θυμίζουν περισσότερο κάτι από Ινδία παρά από Αγγλία ή Αμερική.

Την ίδια χρονιά εμφανίζεται και σαν ο ατίθασος γιος της οικογένειας Οικονομίδη στην ταινία ”Η Χαρτοπαίχτρα” ως Λάκης Οικονομίδης, γιος της Ρένας Βλαχοπούλου και του Λάμπρου Κωνσταντάρα, που παραδίδει μαθήματα καλής συμπεριφοράς στον πατέρα της οικογένειας.

Με την Ρένα Βλαχοπούλου και την Μάρθα Καραγιάννη παίζουν μαζί το 1964 σε δυο ακόμα μιούζικαλ του Νταλ, όπως ήταν το ψευδώνυμο του Δαλιανίδη. Στο ”Ραντεβού στον αέρα” και στο ”Κορίτσια για φίλημα”.

Η ατάκα ”Έχω και κότερο πάμε μια βόλτα”την οποία εκστομίζει στην ταινία είναι μια από τις πιο συχνές ατάκες που όλοι μας λέμε όταν θυμόμαστε τον ελληνικό κινηματογράφο αλλά δεν είναι η μοναδική ατάκα με την οποία έγραψε ιστορία ο Κώστας Βουτσας.

Ποιος μπορεί να ξεχάσει ατάκες όπως ”Κατίνα σαλαμάκι” όταν παίζει στην ταινία ”Ο γόης”;

Ή όταν πιάνεται σχεδόν στα πράσα με την τραγουδίστρια Ελένη Ροδα από την γυναίκα του Ξένια Καλογεροπούλου στην ταινία ”Αγάπη μου παλιόγρια” και το περίφημο ”Κάτι ξέρει, κάτι ξέρει ;”

Ή όταν σαν δάσκαλος στην ταινία ”Ο δασκαλάκος ήταν λεβεντιά” το 1970 σε παιχνίδι γνώσεων καταφέρνει να ”τινάξει” τις τσέπες του Ελληνο-αμερικάνου που αποδεικνύεται στο τέλος πατέρας του; ”Φέρτα! Πάρτα”.

Αλλά ας μην προτρέχουμε στο μέλλον. Ας πάμε ξανά πίσω στην δεκαετία του ’60.

Οι ταινίες με τον Φαίδωνα Γεωργίτση

Έπαιξαν μαζί σε τρεις ταινίες αλλά τι ταινίες! Στην πρώτη το 1967, με το τίτλο ”Οι Θαλασσιές οι χάντρες” ο Κώστας Βουτσάς ενσαρκώνει τον κουτοπόνηρο Έλληνα ο οποίος πουλώντας τουρισμό προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τους ξένους που έρχονται στην Ελλάδα την εποχή της δικτατορίας. Ο Γεωργίτσης ως μπουζουξής Φώτης Τσίπουρας ερωτεύεται την αστικής καταγωγής Μαίρη Κανιάτογλου, δηλαδή την Ζωή Λάσκαρη, η οποία του ξυρίζει το μουστάκι, του κλέβει την καρδιά και βάζει το μπουζούκι στο σαλόνι. Ο Βουτσάς ως Κώστας Μασούρος καταλήγει με την αδερφή του Γεωργίτση στην ταινία Ελένη Τσίπουρα, την Μάρθα Καραγιάννη, η οποία τον ενθαρρύνει στην εκμάθηση μπουζουκιού.

Και μετά  έρχεται η ”Νύχτα γάμου” που την περνούν μαζί σε ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο αφού οι γυναίκες τους τους εγκαταλείπουν. Εκείνος ως Ιάκωβος Ιορδανίδης δίνει ρέστα με το κόλλημα που έχει με την μητέρα του και τα φουντούκια.. Και τον χαλβά μπρε..

Ακολουθεί το ”Μια κυρία στα μπουζούκια” με την Μαίρη Χρονοπούλου να αποπλανά αυτή την φορά τον Γεωργίτση και τον Βουτσά ως αδερφό της Λάσκαρη στην ταινία να θέλει να τον σπάσει μαζί με τα υπόλοιπα αδέρφια της Λάσκαρη στο ξύλο.. Γιατί η οικογένεια του Γιώργου Κονταξή δεν τα ανέχεται αυτά!

Την ίδια χρονιά γυρνά την σπαρταριστή κωμωδία ”Γαμπρός από το Λονδίνο” όπου ως Τζακ Τέιλορ προσπαθεί να καλμάρει τον αυστηρό πατέρα της Νόρας Βαλσάμη, Διονύση Παπαγιαννόπουλο.

Η δεκαετία του ’70: Οι ”πολίτικες” κωμωδίες του Κώστα Βουτσά

Αποτελεί έκπληξη το γεγονός πως μέσα στην δικτατορία ταινίες όπως ”Εγώ ρεζίλεψα τον Χιτλερ”, ”Ο δασκαλάκος ήταν λεβεντιά” και ”Ο αντιφασίστας” γυρίστηκαν τα τελευταία τρία χρόνια πριν την αποκατάσταση της δημοκρατίας αλλά έγινε. Όχι πως αυτές οι ταινίες αποτελούσαν κάποια μορφή αντίστασης, στην πραγματικότητα ήταν αστείες σεναριακά αλλά και μόνο που υπήρχαν σαν τίτλοι, ξαφνιάζει.

Η πιο πετυχημένη απεικόνιση συμπεριφοράς των πολιτών κατά την διάρκεια της δικτατορίας φαίνεται ωστόσο στην ταινία ”Ένα τανκς στο κρεβάτι μου” όπου σαν Κώστας Παπαδήμας ταπεινός ψιλικατζής προσπαθεί να επιβιώσει όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα και υποταγμένα  κατά την διάρκεια της Χούντας σαν ένας απλός μικρός κύρ-Παντελής.

Βιντεοκασέτα αγάπη μου!

Την δεκαετία του ’80 συνέχισε να γυρίζει στο κινηματογράφο ταινίες και να κόβει εισιτήρια εν αντιθέσει με τους περισσότερους Έλληνες ηθοποιούς της παλιάς σχολής που είτε χάνονται είτε τους καταπίνει εξ ολοκλήρου η βιντεοκασέτα.

Η Ελλάδα αλλάζει σελίδα μετά την μεταπολίτευση και λίγο πριν ο Ανδρέας γίνει πρωθυπουργός της χώρας ο Κώστας Βουτσάς γυρίζει δυο κινηματογραφικές ταινίες με πρωταγωνιστή τον Κώτσο, ο οποίος μπλέκει σε… πολιτικές περιπέτειες πότε στην ΕΟΚ, πότε στο ΝΑΤΟ και πότε με τους εξωγήινους.. Η γνωστή αισθητική του ’80…

Γυρίζει παράλληλα βιντεοκασέτες, παρότι οι ταινίες του εξακολουθούν να πηγαίνουν καλά εισπρακτικά, δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τη μόδα της εποχής. Οι περισσότερες κακές μεταφορές ξένων ταινιών όπως ”Ο ιππότης της λακούβας” όπου παρωδεί τον γνωστό ιππότη της ασφάλτου (που κρατηθείτε, τον παίζει ο Αλμπερτο Εσκενάζι ό,τι πιο κοντινό είχαμε σε Ντέιβιντ Χασελχοφ).

Και την βιντεοταινία ”Γλυκιά μου Κούτση απο το Χαλκούτσι” όπου αναγκάζεται να ντυθεί γυναίκα για να βρει δουλειά και πρόκειται για αναφορά στην αμερικανική ταινία ”Τούτσι” με πρωταγωνιστή τον Ντάστιν Χοφμαν.

 

Μέσα σε αυτή την θάλασσα πασοκικής αισθητικής καταφέρνει να παίρνει βαθιές αναπνοές παίζοντας για πρώτη φορά και δραματικούς ρόλους σε αξιόλογες ταινίες όπως το 1984 ”Ο έρωτας του Οδυσσέα” ή το 1990 ”Η κόκκινη μαργαρίτα” όπου βλέπουμε μια άλλη του πλευρά σαν ηθοποιού. Παραμελημένη, αδικημένη από την εύκολη ταμπέλα του κωμικού η δραματική του πλευρά ίσως μας έδειχνε ένα ακόμα μεγαλύτερο σε μέγεθος υποκριτικό ταλέντο.

Ο τηλεοπτικός και θεατρικός Κώστας Βουτσάς

Δουλεύει ακούραστα σε ό,τι του προσφέρεται χωρίς σνομπισμό. Κινηματογράφο, βιντεοκασέτα, τηλεόραση. Πρώτη τηλεοπτική εμφάνιση στο ”Βαριετέ” 1973 στην ΥΕΝΕΔ αφήνει όμως εποχή το 1985 στην ΕΡΤ με την σειρά ”Ο Ανδροκλής και τα λιοντάρια του”.

Ακολουθεί η ιδιωτική τηλεόραση, η οποία τον καλεί αλλά δεν καταφέρνει να αξιοποιήσει πότε το εύρος των δυνατοτήτων του. Στις σειρές που συμμετέχει δεν καταφέρνει να μείνει στην μνήμη μας για κάποιο σπουδαίο ρόλο και αδικείται μέσα από ρόλους μανιέρες.

Στο θέατρο εργάζεται λίγο από την αρχή της καριέρας του. Η πρώτη παράσταση που ανεβάζει επίσημα είναι το 1969 το ”Αγάπη μου παλιόγρια” και για τα επόμενα 20 χρόνια μένει εκτός. Παίζει πιο συχνά μετά το 2000 σε επιθεωρήσεις με ευφάνταστα ονόματα όπως ”Ευρώ… ομελέτα κι έρχεται ΝΑΤΟ” και ”Ο παπάς και το λιβάνι, το Σημίτη θα τρελάνει”.

Για ακόμα μια φορά καταφέρνει να ξεχωρίσει μέσα από ελάχιστους ρόλους που καταφέρνει να ενσαρκώσει πάνω στο σανίδι όπως στα έργα ”Μπαμπά μην ξαναπεθάνεις Παρασκευή” και ”Ο παππούς έχει πίεση” αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά πως ο ηθοποιός χρειάζεται κείμενο για να μπορεί να δώσει στο κοινό αυτό που πρέπει.

Έφυγε από την ζωή σε ηλικία 88 ετών έχοντας ζήσει επιτυχίες και αποτυχίες. Έχοντας αγαπήσει και αγαπηθεί πολύ από τις γυναίκες της ζωής του. Έχοντας δει τις κόρες του να μεγαλώνουν και να ακολουθούν τους δικούς τους δρόμους. Αποκτώντας προς το τέλος της ζωής του ένα μικρό γιο, τον Φοίβο τολμώντας να βουλώσει τα στόματα της κοινωνίας για το πώς, ποιος και πότε πρέπει να γίνεται κάποιος γονιός.

Μας έκλεισε  ένα ραντεβού  στον αέρα σήμερα. Όποτε φτάσουμε πάνω θα μας κοιτάξει στα χέρια ”Σαλαμάκι δεν φέρατε;”  και αν είμαστε γυναίκες μπορεί να μας κλείσει το μάτι και να μας πει πονηρά ”Έχω και σύννεφο. Πάμε μια βόλτα ;”

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: