«Η διαφθορά είναι τόσο γενική κι έχει τόσο βαθιές ρίζες…» – Ο Διονύσιος Σολωμός ενάντια στο ξενόδουλο αρχοντολόι της εποχής και την ξενοκρατία
«Είναι 21 χρόνια σαν σήμερα, που η Ελλάδα έσπασε τις αλυσίδες. Η ημέρα αυτή του Ευαγγελισμού είναι ημέρα χαράς και δακρύων. Χαιρόμαστε για το μέλλον, κλαίμε για τη σημερινή υποδούλωση. Τι να πω για το παρόν; Η διαφθορά είναι τόσο γενική κι έχει τόσο βαθιές ρίζες, ώστε προξενεί κατάπληξη. Όταν οι αίτιοι αυτής της κατάστασης χτυπηθούν εντελώς, τότε θα είναι μια ηθική αναγέννηση…»
Από τους σημαντικότερους ποιητές μας, ο Διονύσιος Σολωμός, γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 8 του Απρίλη 1798 και έφυγε από τη ζωή στις 9 του Φλεβάρη 1857 στην Κέρκυρα.
Η πρώτη επαφή με τον Διονύσιο Σολωμό είναι το πρωτάκουσμα του εθνικού ύμνου, δηλαδή των μελοποιημένων δυο πρώτων στροφών του ποιήματός του «Ύμνος εις την ελευθερίαν» που συνοδεύουν την έπαρση και την υποστολή της σημαίας.
Για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, άρα για την επίσημη πολιτεία και τις κυβερνήσεις που εναλλάχθηκαν από το 1865 που καθιερώθηκε ο εθνικός ύμνος, ο Σολωμός είναι απλά ο «εθνικός ποιητής». Αυτό διδάχτηκαν και διδάσκονται γενιές και γενιές Ελλήνων στα σχολικά θρανία. Έγκειται στον πατριωτισμό και την συνείδηση του κάθε εκπαιδευτικού, ατομικά, αν το θελήσει, να σκύψει στο έργο του Σολωμού, να το ανιχνεύσει και να το γνωρίσει και στη συνέχεια να το φέρει κοντά στους μαθητές του για να μάθουν με τη σειρά τους αυτά που δεν γράφουν τα σχολικά βιβλία.
Όπως έγραψε ο Κώστας Βάρναλης ο Σολωμός «δεν ήταν ένας αφηρημένος ωραιολόγος του γραφείου, παρά ένας μεγάλος οδηγός του έθνους στη Μεγάλη Πράξη που είναι ο αγώνας για την ελευθερία».
«Ο Σολωμός τραγουδώντας τη λευτεριά, διδάσκει πως οι αλυσίδες της σκλαβιάς συντρίβονται μόνο με τον αγώνα που εμπνέουν τα μεγάλα ιδανικά. Ζωή χωρίς ιδανικά, χωρίς πάθος για τη λευτεριά, χωρίς πίστη στον άνθρωπο, είναι ζωή άδεια», σημειώνει ο Τάκης Αδάμος.
Το αίσθημα της αγάπης προς την πατρίδα και την ελευθερία δεν είναι τόσο βαθύ και συγκλονιστικό μόνο στον «Ύμνο εις την ελευθερίαν», αλλά σε ολόκληρο το έργο του Σολωμού, οι φιλελεύθερες ιδέες του οποίου, ο σεβασμός στον άνθρωπο και η αγάπη για την αλήθεια και το καλό ήταν γνωρίσματα που τον χαρακτήριζαν από τη νεανική του ηλικία.
Ο Διονύσιος Σολωμός στράτευσε την τέχνη του στην υπηρεσία της Επανάστασης. Ο ίδιος διέθεσε μέρος της περιουσίας του για τις ανάγκες του αγώνα, υπήρξε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και κράτησε ανοιχτό το σπίτι του στους κυνηγημένους από τους Τούρκους και τους κοτζαμπάσηδες συνεργάτες τους, αγωνιστές που κατέφυγαν στη Ζάκυνθο.
Για τη ριζική αντίθεση του Διον. Σολωμού προς τις αντιδραστικές κοινωνικές δυνάμεις της εποχής του και τους «προστάτες» ξένους – δυνάστες του λαού μας, γράφει ο λογοτέχνης – κριτικός Τάκης Αδάμος στο βιβλίο του «Η λογοτεχνική μας κληρονομιά» (εκδ. Καστανιώτη, 1980):
“Από το οξύτατο μάτι και την πολιτική σκέψη του Σολωμού δεν μπορούσε να ξεφύγει ο άσπονδος εχθρός της εθνικής λευτεριάς και ανεξαρτησίας μας: Ο «ξένος». Η ξενοκρατία είναι η κατάρα που σέρνει τον τόπο μας στα δεσμά μιας «μοίρας» βαριάς, ακόμα από τα χρόνια του Ξεσηκωμού του Εικοσιένα. Και είναι το ίδιο ολέθρια και τυραννική, είτε παρουσιάζεται με τη μορφή του καταχτητή, είτε με τη μορφή του «σύμμαχου» και του ακάλεστου «προστάτη». Στον «Ύμνο» ξεσκεπάζει την υποκριτική «προστασία » της επίσημης Αγγλίας στα Εφτάνησα:
«Εφωνάξανε ως τ’ Αστέρια
του Ιονίου και τα νησιά
και εσηκώσανε τα χέρια
για να δείξουνε χαρά,
μ’ όλον πούναι Αλυσωμένο
το καθένα τεχνικά
και εις το μέτωπο γραμμένο
έχει ψεύτρα ελευθεριά».
Αλλά πιο ανοιχτά και απροκάλυπτα στιγματίζει την εχθρική στάση της επίσημης Αγγλίας απέναντι στην επανάσταση του Εικοσιένα:
«Ελαφιάσθη της Αγγλίας
το θηρίο και σέρνει ευθύς
κατά τα άκρα της Ρουσίας
τα μουγκρίσματα τσ’ οργής
Και στο πέλαο μια ματία
ρίχνει που σπιθοβολά
και τα νύχια τα μακρύα
σφίγγει, απλώνει αρπαχτικά.»
Το αντιξενικό πνεύμα του Σολωμού το υπογραμμίζουν με μεγαλύτερη ακόμα δύναμη οι στίχοι του που υμνούν το φιλελληνισμό του λόρδου Βύρωνα και, κατά προέκταση, το φιλελληνικό κίνημα της Ευρώπης. Στο ποίημα αυτό ο Σολωμός βρίσκει την ευκαιρία όχι μόνο να στιγματίσει την υποδουλωτική πολιτική της επίσημης Αγγλίας, αλλά και να προβλέψει το ιστορικό μάδημα του «Λιονταριού» – δηλαδή της Βρεταννικής Αυτοκρατορίας – όπως και κάθε αυτοκρατορίας.
Από το μαστίγωμα του Σολωμού δεν γλυτώνουν ούτε οι άλλες δυνάμεις της αντιδραστικής Ιερής Συμμαχίας, που έκαναν τα πάντα για να σβήσουν την επανάσταση και να κρατήσουν υπόδουλο τον ελληνικό λαό:
«…Μέσ’ τα χαράματα συχνά, και μέσ’ το μεσημέρι,
και σαν θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σα πληθύνουν,
ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κ ’ οι βράχοι:
Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι.
Κι αλιά! σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν…»(«Ελεύθεροι πολιορκημένοι»)
Το αίσθημα μίσους προς τους ξένους θα εκδηλώσει και μ’ άλλον τρόπο. Στον αδερφό του το Δημήτρη, όταν διορίστηκε γραμματέας του Άγγλου αρμοστή στα Εφτάνησα, θα πει: «Σε λυπάμαι μέσ’ το χρυσωμένο κλουβί που μπήκες»! Αυτό το αίσθημα θα το κρατήσει σ’ όλη του τη ζωή. Στο ποίημά του «Ελληνικό καράβι» γραμμένο στα ιταλικά, εξυμνεί τον ηρωισμό που έδειξε το πλήρωμα μικρού ελληνικού καραβιού, που αρνήθηκε να παραδοθεί σε αγγλικό πολεμικό την εποχή του αποκλεισμού της Ελλάδας, το 1850.
Μια Ελλάδα του λαού της
Ο Σολωμός, εκφράζοντας στο έργο του τις δημοκρατικές ιδέες και τους εθνικούς σκοπούς της Επανάστασης, παίρνει το μέρος των προοδευτικών δυνάμεων και οραματίζεται μιαν Ελλάδα του λαού της. Στον περίφημο «Διάλογό» του βάζει στην ίδια μοίρα την εθνική λευτεριά με την πνευματική αφύπνιση και τη χειραφέτηση του λαού: «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;» λέει ο ποιητής στον αντιδραστικό Σοφολογιότατο.
Τη ριζική αντίθεσή του προς τις αντιδραστικές κοινωνικές δυνάμεις της εποχής του ο Σολωμός θα την εκφράσει με καταλυτικό τρόπο στη «Γυναίκα της Ζάκυνθος». Η προβολή της σύγκρουσης των δυο αντίπαλων κόσμων είναι συγκλονιστική. Από τη μια μεριά οι «Μισολογγίτισσες» —το μαχόμενο έθνος— γεμάτες πατριωτική έξαρση, ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ηθικό μεγαλείο. Από την άλλη μεριά η «Γυναίκα της Ζάκυνθος» —το ξενόδουλο αρχοντολόγι της εποχής— εκφυλισμένο, διεστραμένο, χωρίς ιδανικά, με τα ιδιοτελή συμφέροντά του πάνω απ’ όλα.
Η γυναίκα του αρχοντολογιού της Ζάκυνθος απαντώντας στις Μεσολογγίτισσες που «…επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για τ’ αδέλφια τους που επολεμούσανε..» λέει:
«…Και τι σας έλειπε, και τι κακό είδετε από τον Τούρκο;.. Σας είπα εγώ ίσως να χτυπήσετε τον Τούρκο, που ερχόστενε τώρα σε με να μού γυρέψετε και να με βρίσετε; Ναίσκε! Εβγήκετε όξω να κάμετε παλικαριές. Οι γυναίκες επολεμούσετε (όμορφο πράμα που ήθελ’ ήσθενε με τουφέκι και με βελέσι· ή εβάνετε και βρακί;). Και κάτι εκάμετε στην αρχή, γιατί επήρετε τα άτυχα παλικάρια της Τουρκιάς ξάφνου. Και πώς εμπόρειε να υποπτευθεί τέτοια προδοσία; Τόθελε ο Θεός;…
Και τώρα που βλέπετε πως πάνε τα πράματά σας κακά, θέλετε να πέσει το βάρος απάνου μου. Καλή, μα την αλήθεια. Αύριο πέφτει το Μισολλόγγι, βάνουνε σε τάξη την Ελλάδα τη ζουρλή οι βασιλιάδες, εις τους οποίους έχω όλες μου τες ελπίδες…»
Στη στάση αυτή της αρχοντοπούλας της Ζάκυνθου ο Σολωμός αντιπαραθέτει τη στάση του λαού, όλων των πατριωτών που «…Και οι πλέον πάμπτωχοι εβγάνανε το οβολάκι τους και το δίνανε και εκάνανε το σταυρό τους κοιτάζοντας κατά το Μισολόγγι και κλαίοντας.»
Πόση διάρκεια και πόση επικαιρότητα έχουν αυτά τα λόγια ακόμα και σήμερα!. Και πόσες φορές, στα σκληρά χρόνια της χιτλεροφασιστικής σκλαβιάς, δεν άκουσαν τα ίδια λόγια οι αγωνιστές της Εθνικής μας Αντίστασης από τους κατοπινούς «εθνικόφρονες», που στο τέλος κουβαλήσανε και τους Αγγλοαμερικάνους με τα κανόνια και τα θωρακισμένα τους για να βάλουνε σε «τάξη την Ελλάδα τη ζουρλή», που αντιστάθηκε και μάτωσε, πολεμώντας τους καταχτητές για τη λευτεριά της!
Ο Σολωμός έζησε και είδε το θλιβερό κατάντημα της απελευθερωμένης πατρίδας, όπου τη θέση του Τούρκου δυνάστη την πήρε ο ντόπιος κοτζάμπασης που παράδοσε τα συμφέροντα του λαού και του τόπου στην ξένη «προστασία». Και πόνεσε πολύ γι’ αυτό. Δεν έχασε όμως την πίστη του στο λαό, την ελπίδα στην τελική νίκη των δυνάμεων της προόδου, στην αναγέννηση της πατρίδας. Σε γράμμα του προς το φίλο του Γεώργιο Τερτσέτη, στις 25 Μάρτη 1842, έγραφε:
«Είναι 21 χρόνια σαν σήμερα, που η Ελλάδα έσπασε τις αλυσίδες. Η ημέρα αυτή του Ευαγγελισμού είναι ημέρα χαράς και δακρύων. Χαιρόμαστε για το μέλλον, κλαίμε για τη σημερινή υποδούλωση. Τι να πω για το παρόν; Η διαφθορά είναι τόσο γενική κι έχει τόσο βαθιές ρίζες, ώστε προξενεί κατάπληξη. Όταν οι αίτιοι αυτής της κατάστασης χτυπηθούν εντελώς, τότε θα είναι μια ηθική αναγέννηση…»”