Διαλεκτικός ψυχισμός- άρθρο 2ο
Για τη διαδικασία ανάδυσης του υποκειμένου μέσα από το παράδειγμα του παιδιού.
Οι ρομαντικοί μιλούσαν διαρκώς για τα διδάγματα που κρύβει μέσα της η φύση και το καθήκον του καλλιτέχνη να τα κάνει αυτά προσιτά στον κόσμο. Για αυτό το σκοπό αναφέρονταν αρκετές φορές σε κάτι το οποίο ονόμαζαν «φανταστική αναλογία». Αυτή η τελευταία αφορά στην- διαμέσου της φαντασίας- ταύτιση φαινομένων (φυσικών, κοινωνικών, ψυχικών) άσχετων μεταξύ τους που ωστόσο το ένα μιλάει για το άλλο και το αποκαλύπτει. Ένα απλό και χαρακτηριστικό παράδειγμα για αυτό αποτελεί ο παραλληλισμός του Μαρξ (αν και δεν τον έθεσε πρώτος- φαίνεται να τον δανείστηκε από τους Γερμανούς Ρομαντικούς φιλοσόφους, όπως οι Σίλλερ και Χέλντερλιν) για την αρχαία ελληνική τέχνη ως αντανάκλαση της παιδικής ηλικίας της ανθρωπότητας. Αυτός ο παραλληλισμός όμως δεν μας υποδεικνύει μήπως ότι και η παιδική ηλικία του ανθρώπου εμπεριέχει μέσα της κάποια εγγενή καλλιτεχνική αξία και ποιητικότητα (αντιστρόφως); (Πράγματι οι ρομαντικοί ανακάλυψαν αυτή την αξία του παιδιού και την ανέδειξαν σε φυσική αξία την οποία ο άνθρωπος οφείλει να διατηρήσει μέχρι τα βαθειά του γεράματα, ως αξία δημιουργικότητας, φαντασίας κ.α). Πρόκειται δηλαδή για μία (θα έλεγε κανείς καλλιτεχνική) μέθοδο ανακάλυψης της αλήθειας μέσω της φαντασίας, η οποία έχει μια ισχυρή ιδιότητα να εκλαϊκεύει την ουσία ενός φαινομένου και για αυτό συνάμα θα λέγαμε ότι πρόκειται για μία παιδαγωγική μέθοδο. Η φαντασία εδώ μετατρέπεται σε πραγματικό εργαλείο της επιστήμης (κάτι που άλλωστε υποστήριξε και ο Α. Άινσταιν, επηρεασμένος σίγουρα από τη γερμανική ρομαντική φιλοσοφία).
Η παραπάνω εισαγωγή αφορά και στο σημερινό μας άρθρο, καθώς αυτό θα επιδιώξει μέσα από τη ζωή του παιδιού να απαντήσει (σε ένα πρώτο βαθμό) σε ένα φιλοσοφικό πρόβλημα όπως αυτό που αφορά στο Είναι του Υποκειμένου. (Για μια καλύτερη κατανόηση της μεθόδου της φανταστικής αναλογίας παραπέμπω τον αναγνώστη σε ένα παλιότερο άρθρο μου, όπου αξιοποιείται το παράδειγμα της εγκύου προκειμένου να εκλαϊκευτεί και να γίνει πιο κατανοητή στον αναγνώστη η σχέση ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής και τις παραγωγικές δυνάμεις:
Κλείνοντας αυτή την εισαγωγή θα ήθελα να σημειώσω ότι επιδίωξή μου είναι η έκδοση μιας σειράς εκλαϊκευτικών άρθρων σε σχέση με τον ψυχισμό (όπως και η ανάπτυξη της μεθόδου του διαλεκτικού ψυχισμού, καθώς και ο ίδιος βρίσκομαι σε διαδικασία διερεύνησής τους μέσα από αυτά τα άρθρα). Η επικέντρωση σε αυτό το αντικείμενο πιστεύω ότι θα οδηγήσει το μαρξισμό σε νέες κατακτήσεις όσον αφορά στη μελέτη του υποκειμενικού παράγοντα (χτυπώντας όλες εκείνες τις αντιλήψεις που θέλουν το μαρξισμό αντι-υποκειμενικό και αντι-ατομικό), αλλά και στη δυναμική του σχέση με το οικοκοινωνικό του περιβάλλον, δίνοντας έτσι νέα ώθηση στο επαναστατικό κίνημα.
Έχοντας αυτά στο νου τώρα ας ανακατευθυνθούμε στο ζήτημα που επιδιώκει να πραγματευτεί το άρθρο. Όπως υπογράμιζε και ο Ζ.Ζ.Ρουσσώ ο άνθρωπος, πέρα από τις βιολογικές του ανάγκες, διακατέχεται και από κάποιες βαθύτερες, δηλαδή ψυχικές ανάγκες. Δύο τέτοιες θεμελιώδεις ανάγκες του ανθρώπινου ψυχισμού αποτελούν η δημιουργική εργασία και ο έρωτας. (η μη ικανοποίηση των οποίων επιφέρει σημαντικά προβλήματα στην ψυχολογία του). Ο άνθρωπος δεν έχει μόνο την ανάγκη να εργάζεται και να λαμβάνει έναν αξιοπρεπή μισθό (πράγμα που αποτελεί οικονομική ανάγκη), ούτε απλώς να διαθέτει κάποια δικαιώματα, όπως ασφάλεια, πρόνοια, ψήφο κ.λ.π (πράγμα που μας μεταφέρει στη σφαίρα της πολιτικής), αλλά έχει μια βαθύτερη ανάγκη να δημιουργεί και προϋπόθεση για αυτό (πέρα από την εξασφάλιση ικανοτήτων και των συνθηκών εργασίας) είναι να εργάζεται πάνω σε αυτό που θέλει και αγαπά. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ένας απλός μιμητής, ένας (ανα)παραγωγός ενός αντικειμένου εφ’ όρου ζωής, καθώς αυτό τον μετατρέπει σε ένα απλό μέσο που επαναλαμβάνει διαρκώς τις ίδιες κινήσεις και πλέον η δραστηριότητά του αποκτά μονοτονία. Βέβαια η μίμηση δεν είναι κάτι αρνητικό από τη φύση της. Το υποκείμενο γεννιέται και ξεκινά να πραγματοποιεί τον εαυτό του όταν αρχίζει να μαθαίνει μέσα από τη μίμηση.
Ένα μικρό ζώο ή ένα μικρό παιδί αποκτά την ικανότητα να επιβιώνει καταρχάς μέσα από τη μίμηση των μεγαλύτερων όντων και ιδιαίτερα των γονιών του, κατακτώντας έτσι τα πρώτα θεμελιώδη εργαλεία για τη ζωή (πέρα από τα δοσμένα βιολογικά εργαλεία, τα οποία διαθέτει εξαρχής). Η μίμηση είναι η πρώτη πράξη ενός υποκειμένου, αυτή που το καθιστά υποκείμενο (δηλαδή ον που εκφράζει την αυτοτελή του δράση). Για να γίνει πιο σαφής η παραπάνω θέση πρέπει να έχουμε στο νου μας για παράδειγμα ότι η αναπνοή αποτελεί μία αυθόρμητη λειτουργία του σώματος που το μωρό πράττει ενστικτωδώς, ωστόσο η ομιλία ή το περπάτημα (το πρώτο «μαμά» ή το πρώτο μπουσούλημα) αποτελούν δραστηριότητες όπου το παιδί οφείλει να υποβάλλει τον εαυτό του σε μία νέα κίνηση, άγνωστη μέχρι τότε τόσο στο σώμα όσο και στο νου του, σε μία κίνηση που ποτέ πριν δεν ήταν δοσμένη ή συνηθισμένη, γι’ αυτό και η πραγματοποίησή της αποτελεί μια κατάκτηση. Έτσι το παιδί, μιμούμενο τους γονείς του, πράττει ενάντια στη δοσμένη του φύση, ξεφεύγοντας από τη μονοτονία της, προικίζοντάς τη με νέα χαρακτηριστικά και ικανότητες, πράγμα που αποτελεί μία πρώτη έκφραση της δικής του δράσης. Εδώ βρίσκεται και η αντιφατική αρχή γέννησης του υποκειμένου, το οποίο αρχίζει να διαφέρει (από τον φυσικό του εαυτό) μέσα από τη μίμηση (ενός ανώτερα δοσμένου χαρακτήρα). Η μίμηση εδώ όχι μόνο δεν συνιστά απλώς μια επανάληψη ή μονοτονία, αλλά αποτελεί ένα σημαντικό μέσο απόδρασης από αυτή και ανάπτυξης της δράσης.
Αυτή η θετική πλευρά της μίμησης (που συνεχίζει να υφίσταται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου, αφού πάντα θα υπάρχει πάνω από αυτόν ένα ανώτερα δοσμένο πρότυπο από το οποίο οφείλει να μάθει μέσα από τη μίμησή του- αν και στα ώριμα στάδια του ανθρώπου η μίμηση δεν αποτελεί μια απλή πράξη επανάληψης, αλλά ταυτόχρονα εμπλουτίζεται με την προσωπική σφραγίδα του μιμητή) αναφέρεται εδώ καθώς είναι θεμελιακή για τη γέννηση του υποκειμένου και δεν πρέπει να εκλαμβάνεται εξαρχής αρνητικά λόγω του ρόλου της στην αλλοτρίωση του ανθρώπου μέσα στην αστική κοινωνία (σημειώνεται εδώ πως η μεταμοντέρνα σκέψη έχει δαιμονοποιήσει τη μίμηση και την έχει υποβαθμίσει σε μέσο απλής αναπαραγωγής που αλλοτριώνει τον άνθρωπο).
Ωστόσο, οι νέες κατακτηθείσες ικανότητες του παιδιού θα αρχίσουν και πάλι μέσα από τη διαρκή τους επανάληψη να αποκτούν μία μονοτονία (που στο παιδί ειδικά γίνεται αφόρητη). Δεν το ικανοποιεί απλώς το ότι κατάφερε να περπατήσει με τα δυο του πόδια ή το ότι έμαθε να χαιρετά και να λέει το όνομά του. Τώρα θέλει να τρέξει, να πιάσει στα χέρια του αντικείμενα, να μάθει νέες λέξεις, να ανέβει πάνω στο βραχάκι και να ατενίσει τον κόσμο από μεγαλύτερο ύψος. Θέλει γενικά να περιπλανηθεί και να γνωρίσει τον κόσμο. Εδώ βρίσκεται η δεύτερη πράξη πραγματοποίησης του υποκειμένου, που αποτελεί η εξερεύνηση. Σε αυτή τη φάση το παιδί αξιοποιεί όλα τα προηγούμενα εργαλεία που κατέκτησε μέσα από τη μίμηση για να αναπτύξει περαιτέρω την αυτοτελή του δράση: χρησιμοποιεί το δίποδο βάδισμα για να φτάσει σε ένα αντικείμενο που διεγείρει την περιέργειά του ή για να απομακρυνθεί από αυτό (πράγμα που θα αναπτύξει και το απλό βάδισμα σε τρέξιμο), χρησιμοποιεί τις λίγες λέξεις που έμαθε για να ρωτήσει για νέες λέξεις και καταστάσεις που συναντάει (πράγμα που θα εμπλουτίσει το λεξιλόγιό του και την ομιλία του). Μέσω αυτών των εργαλείων εξερευνά τώρα τον κόσμο και αρχίζει να μαθαίνει για νέες πλευρές του- και μάλιστα όχι απλώς μιμούμενο μια δοσμένη συμπεριφορά, αλλά αναπτύσσοντας μία δικιά του μοναδική συμπεριφορά. Εδώ θα ξεχωρίσει ακόμα περισσότερο όχι μόνο από τον (δοσμένο) εαυτό του, αλλά και από τους μιμούμενούς του.
Τελικά μέσα από τη διαδικασία της εξερεύνησης (που είναι ταυτόχρονα όμορφη, αλλά και κάποτε επίπονη- αφού θα σκοντάψει πολλές φορές κατά τη διάρκειά της) το παιδί θα φτάσει στην ανακάλυψη. Αυτή αποτελεί την τρίτη πράξη πραγματοποίησης του υποκειμένου. Μέσα από την εμπειρική του περιπλάνηση και το παιχνίδι το παιδί περιεργάστηκε τον κόσμο και πειραματίστηκε μαζί του. Τρέχοντας και πατώντας πάνω στο βράχο γνώρισε την ιδιότητα της σκληράδας του, μυρίζοντας τα λουλούδια έμαθε για την ιδιότητα της ευωδίας τους, παίζοντας με τη φίλη του αντιλήφθηκε την ιδιότητα της χαριτωμένης φωνής της να του αγγίζει την καρδιά, την ιδιότητά του γαργαλητού να της προκαλεί γέλιο ή του τριαντάφυλλου να της διαγράφει ένα όμορφο χαμόγελο στα χείλη. Τώρα όμως άρχισε να καταλαβαίνει ότι η ανακάλυψη δεν του αρκεί. Αντίθετα τώρα τον έπιασε ένας διακαής πόθος για να παίξει και να δημιουργήσει.
Έτσι, την επόμενη φορά που είδε τη Μαρία, άρχισε να τρέχει προς τον παλιό γνώριμο βράχο, πάτησε πάνω του για να σκαρφαλώσει ζωηρά και να φτάσει σε έναν πολύχρωμο κήπο γεμάτο άνθη, από όπου έκοψε το πιο μυρωδάτο τριαντάφυλλο, έπειτα το δάγκωσε προσεκτικά για να κατεβεί και κρύφτηκε μέχρι να εμφανιστεί η φίλη του προκειμένου να την αιφνιδιάσει με ένα απότομο γαργαλητό, παραδίδοντάς της τελικά το όμορφο λουλούδι, ενώ αυτή με τη σειρά της του χαρίζει ένα γλυκό χαμόγελο και τον ευχαριστεί με τη μελωδική φωνή της για αυτό το ρομαντικό δώρο. Τότε ο Νικόλας ένιωσε μέσα του μία αποκορύφωση, ένα γέμισμα που δεν είχε ξανά νιώσει ποτέ πριν στη ζωή του βίωσε για πρώτη φορά την ιδιότητα του έρωτα. (Ας μη βιαστεί ο φεμινισμός να αποδοκιμάσει το συγκεκριμένο παράδειγμα- προφανώς το κορίτσι δεν είναι παθητικός δέκτης- η ενεργητικότητα και η δημιουργικότητα είναι και δικά του χαρακτηριστικά- απλώς προς το παρόν δεν είχε νόημα να παρουσιάσω την ιστορία και από τις δύο πλευρές- διαφορετικά θα ξέφευγα από τα πλαίσια της φιλοσοφίας που θα μετατρεπόταν σε νουβέλα.)
Σε αυτή την τελευταία φάση το παιδί αξιοποίησε όλες τις προηγούμενες κατακτήσεις του (όπου η μία αρνιόταν την άλλη μέσω της ανάπτυξής της) προκειμένου στο τέλος να παίξει, να δημιουργήσει και να ερωτευτεί. Εδώ το υποκείμενο φτάνει σε μία τελείωση, γνωρίζοντας μια δημιουργική και ψυχική αποθέωση, η οποία μπορεί για την ώρα να καταλαγιάσει, ωστόσο η ανάμνησή της (που ενεργοποιείται και από την καθημερινή όψη του έρωτα) θα δημιουργεί πάντα την ανάγκη για την επανάληψη του βιώματος (αλλά σε ανώτερο επίπεδο- η επανάληψη της ίδιας δημιουργίας δεν θα συνιστούσε δημιουργία, αλλά απλή επανάληψη και τελικά μίμηση- πράγμα που ειδικά στο επίπεδο του συναισθήματος και του έρωτα αποκτά μονομιάς έντονα μονότονο χαρακτήρα, γιατί αυτός απαιτεί τη μοναδικότητα στο πιο υψηλό της επίπεδο).
Οι παραπάνω πράξεις ανάδυσης του υποκειμένου αποτελούν μία αναλογία αντίστοιχων πράξεων ανάδυσης ενός υποκειμένου πολύ ανώτερου κατά τη φάση της ενηλικίωσης του ανθρώπου. Εδώ το υποκείμενο διαθέτει ανώτερα εργαλεία εξερεύνησης του κόσμου (που αποτελούν προϊόν κατάκτησης όλης της προηγούμενης διαδικασίας), όπως ένα πιο ανεπτυγμένο σώμα, πλατύτερες γνώσεις ως προς το συγκεκριμένο και πιο αφηρημένη σκέψη (π.χ φιλοσοφία, επιστήμη κ.λ.π- θα λέγαμε εδώ πως αυτό που υποβάλλεται στη δοκιμασία της δίποδης βάδισης και τελικά του τρεξίματος δεν είναι το σώμα, αλλά η λογική), καλύτερη αισθητική αντίληψη και συμπεριφορά (ιδιαίτερος δάσκαλος των οποίων είναι η τέχνη) και έτσι είναι σε θέση να ανακαλύπτει βαθύτερες πλευρές του κόσμου, να δημιουργεί, να παίζει και να ερωτεύεται πιο ζωηρά και ολοκληρωμένα (π.χ είναι σε θέση να παίζει και να γράφει μουσική, να την επενδύει με έξυπνους στίχους ή με κάποιο θεατρικό προκειμένου να κάνει μια ευχάριστη έκπληξη στον άνθρωπό του, με τον οποίο εξερευνούν και ανακαλύπτουν μαζί τον κόσμο και ολοκληρώνουν τώρα το δεσμό τους τόσο σεξουαλικά όσο και πνευματικά- εδώ το παιχνίδι αποκτά μια πιο χρωματιστή, μια βαθύτερη και ανώτερη μορφή) και να γίνεται με αυτόν τον τρόπο πολύ πιο παραγωγικό τελικά για τον εαυτό του, την κοινωνία και την οικογένειά του (ειδικά το ερωτικό συναίσθημα καθιστά τον άνθρωπο πολύ πιο παραγωγικό) συμβάλλοντας έτσι στην ανάδυση ενός νέου δυνητικά ανώτερου υποκειμένου (αυτό το τελευταίο αφορά τόσο στο παιδί του όσο και στον εαυτό του, αλλά και ευρύτερα στους ανθρώπους του ατομικού του περιβάλλοντος- ή θέτοντάς το με όρους κοινωνικών διαστάσεων αφορά στη νέα γενιά, στη σύγχρονή του, αλλά και στην παλιότερη).
Κλείνοντας εδώ ας ανακεφαλαιώσουμε: είδαμε συνοπτικά μέσα από τη φανταστική αναλογία του παιδιού με τον ενήλικα ότι η Μίμηση, η Εξερεύνηση, η Ανακάλυψη και η Δημιουργία αποτελούν αναγκαίες και διαφορετικές στιγμές μιας ενιαίας διαδικασίας γέννησης, ανάπτυξης και τελείωσης του υποκειμένου (αυτές οι Πράξεις μπορούν να γνωρίσουν ακόμα βαθύτερη ανάπτυξη μέσα από τη συνεργασία των παιδιών, μία μορφή της οποίας π.χ μπορούμε να συναντήσουμε ξανά στο παιχνίδι). Μάλιστα είναι τόσο αναγκαίες που καθίστανται προϋπόθεση του έρωτα και της θέωσης του ανθρώπου (κάτι για το οποίο θα γίνει λόγος σε επόμενο άρθρο). Με αυτόν τον τρόπο αποκαλύπτεται η αξιοθαύμαστη εγγενής αντικειμενική αξία του παιδιού, το οποίο αποτελεί μια μικρογραφία όλων εκείνων των αξιών που καλείται να διαθέτει και ένας ώριμος πλέον άνθρωπος (σε ανώτερο επίπεδο) προκειμένου να ολοκληρωθεί σαν υποκείμενο.
Ο άνθρωπος έχει ανάγκη να διατηρεί μέσα του το παιδί, δηλαδή να διατηρεί τα πύρινα, θετικά, ουσιώδη και διαχρονικά χαρακτηριστικά του (όπως περιέργεια, φαντασία, ζωηράδα, απλότητα κ.α) που διαλύουν τα αρνητικά του (αστού) ενήλικα (όπως αδιαφορία ή επανάπαυση, πεζότητα, ελιτισμός κ.α), συνθέτοντάς τα με τα θετικά του τελευταίου (όπως π.χ ψυχραιμία και μακροπρόθεσμη λογική επεξεργασία των πραγμάτων) που με τη σειρά τους εξαλείφουν τις παιδικές αδυναμίες του (όπως π.χ η βιασύνη και η επιφανειακή σύλληψη του κόσμου- αν και αυτά τα χαρακτηριστικά όπως και η παιδική άγνοια διαθέτουν σε ένα βαθμό μια διαχρονική αξία καθώς αποσπούν το παιδί από τη δοσμένη ζωή και το κάνουν να την αμφισβητεί ως έχει, να την επιδοκιμάζει διαρκώς και να την εξελίσσει- μια συμπεριφορά που πρέπει να συνεχίζει να διαθέτει και ένας ενήλικας χωρίς να απορρίπτει τελείως τον παλιό κόσμο- όπως εύκολα θα έκανε ένα παιδί- αλλά διατηρώντας από αυτόν ψύχραιμα ό,τι θετικό φυλάει μέσα του, αφαιρώντας τα αρνητικά και προσθέτοντας κάτι νέο), αξίες που οφείλει να επεκτείνει τελικά σε όλες τις σφαίρες της ζωής του, προκειμένου να είναι πιο παραγωγικός, ανανεώσιμος και ερωτεύσιμος, πραγματοποιώντας τελικά (την πολυπόθητη για τους ρομαντικούς φιλοσόφους) «ποιητικοποίηση» της ζωής, ένας έρωτας του ανθρώπου για τα πάντα και για καθετί που καθιστά τη ζωή πιο όμορφη και παιχνιδιάρικη, πιο ολοκληρωμένη και επαναστατική.