Το διήγημα της Πέμπτης: «Η γριά Σωτήραινα και τα παιδιά» του Κώστα Μπόση
–Άιντε ψυχούλες μου, άιντε που να σας χαρίσει η παναγιά, μουρμουρίζει κάνοντας το σταυρό της. Άιντε να πάμε κει που θα χορτάσετε ψωμάκι, κει που δε θα αλαφιάζεστε στον ύπνο σας απ’ τις οβίδες. Άιντε ψυχούλες μου, να πάμε κει που δε σφάζουν παιδάκια.
Το βιβλίο του Κώστα Μπόση «Εμείς θα νικήσουμε» τυπώθηκε στη Ρουμανία τον Σεπτέμβρη του 1953 και κυκλοφόρησε στις Λαϊκές Δημοκρατίες από το εκδοτικό «Νέα Ελλάδα». Δεν έχει κυκλοφορήσει στην Ελλάδα, παρά μόνο κάποια λιγοστά αντίτυπα που πιθανώς έφεραν στις αποσκευές τους, τις περασμένες δεκαετίες, οι επαναπατριζόμενοι πολιτικοί πρόσφυγες. Κυκλοφορεί όμως ελεύθερα στο διαδίκτυο (δείτε εδώ).
Το «Εμείς θα νικήσουμε» έχει για θέμα του τη μεγάλη μάχη του 1948 στο Γράμμο, όπου οι μαχητές του ΔΣΕ πολέμησαν με ηρωισμό για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, απέναντι στην αμερικανοκίνητο κυβερνητικό στρατό που υπερασπιζόταν τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας, γράφοντας με το αίμα τους μια από τίς λαμπρότερες σελίδες της ιστορίας της πατρίδας μας, και κάνοντας το Γράμμο σύμβολο της λευτεριάς.
Ο Κώστας Μπόσης (Κώστας Πουρναράς το πραγματικό του όνομα) μαχητής του Γράμμου και Πολιτικός Επίτροπος Ταξιαρχίας του ΔΣΕ, γεννήθηκε το 1908 στο χωριό Χώσεψη (σημερινή ονομασία Κυψέλη) της Άρτας και έφυγε από τη ζωή στις 2 του Απρίλη 1994, στο Σιμπίου της Ρουμανίας, όπου έζησε για χρόνια ως πολιτικός πρόσφυγας. Σε πολλούς είναι γνωστός ως «ο συγγραφέας του Αη Στράτη» (αναλυτικά για τη ζωή και το έργο του δείτε εδώ). Εξόριστος μαζί με άλλα στελέχη του ΚΚΕ από τη δικτατορία στον Αη Στράτη, ο Κώστας Πουρναράς θα κατορθώσει να επιζήσει από την πείνα την οποία επέβαλλε με τα όπλα στους εξόριστους η φρουρά του νησιού, που αποτελούνταν από Έλληνες χωροφύλακες, με σκοπό να τους εξαναγκάσει να υπογράψουν δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ και της ιδεολογίας τους. Σε κείνη τη μάχη 33 πολιτικοί εξόριστοι έχασαν τη ζωή τους και όσοι επέζησαν μπόρεσαν να αποδράσουν, και να φτάσουν με καΐκι στη Χαλκιδική, απ’ όπου πέρασαν στις γραμμές της ΕΑΜικής Αντίστασης. Τα παραπάνω περιγράφει ο Κώστας Μπόσης στο συγκλονιστικό βιβλίο του «Αη Στράτης, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941» που κυκλοφόρησε το 1947 από την ΚΕ του ΚΚΕ (δείτε το εδώ).
Για το «Εμείς θα νικήσουμε» σημειώνει μεταξύ άλλων η Έλλη Αλεξίου: «Χρωστούμε ευγνωμοσύνη στο σ. Μπόση σαν αναγνώστες και σαν κομμουνιστές για τις σελίδες που μας χάρισε από την εποποιία του Γράμμου. Ο Γράμμος δεν είναι θέμα, όπως πολύ σωστά λέει ο σ. Μπόσης που μπορεί να το ολοκληρώσει ένας συγγραφέας. Όλοι οι συγγραφείς και όλοι όσοι ζήσανε το Γράμμο καθήκον έχουνε να μιμηθούνε το Μπόση. Ο Μπόσης στο σημαντικό αυτό κεφάλαιο της νεώτερης ιστορίας μας, που τιτλοφορείται «Γράμμος», πρόσφερε ένα πολύτιμο πετράδι. Άμποτε κ’ οι άλλοι που ζήσανε το Γράμμο να πλούτιζαν την ένδοξη αυτή ιστορία μας, με ανάλογη με το σ. Μπόση συμβολή» (δείτε εδώ).
Το απόσπασμα που φιλοξενεί σήμερα η στήλη θα μπορούσε να σταθεί ως αυτόνομο διήγημα, αλλά λειτουργεί και ως αφορμή ώστε ο αναγνώστης να διαβάσει ολόκληρο το βιβλίο, και να μπει για τα καλά στο κλίμα της περιόδου και των γεγονότων στα οποία συμμετέχει ενεργά ο ίδιος ο συγγραφέας, που εκτός των άλλων τραυματίστηκε βαρύτατα στις μάχες του Γράμμου-Βίτσι.
Το απόσπασμα περιλαμβάνεται στα κείμενα του Αναγνωστικού για την Έκτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου, που εξέδωσε το 1954 το εκδοτικό «Νέα Ελλάδα» και γράφτηκε με ευθύνη της Ελληνικής Επιτροπής «Βοήθεια στο παιδί» (ΕΒΟΠ). Μιας επιτροπής που συγκροτήθηκε από το ΚΚΕ τον Μάη του 1948 για τα χιλιάδες προσφυγόπουλα των εμπόλεμων περιοχών που κατέφευγαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες για να σωθούν, και είχε επικεφαλής τον Πέτρο Κόκκαλη. Η ΕΒΟΠ ασχολήθηκε με την καθοδήγηση και τη βοήθεια του έργου των Ελλήνων εκπαιδευτικών, την οργάνωση φροντιστηρίων επιμόρφωσης των Ελλήνων δασκάλων, τη συγγραφή διδακτικών βιβλίων, την έκδοση εξωσχολικών αναγνωσμάτων, κλπ.
Η γριά Σωτήραινα και τα παιδιά
(απόσπασμα από το βιβλίο “Εμείς θα νικήσουμε”)
του Κώστα ΜπόσηΤον Απρίλη η γριά Σωτήραινα είχε δυο παιδιά. Και τον Αλωνάρη 12. Πού τα βρήκε; Στα χωράφια και το λόγγο! Φάγανε και τις τρεις γίδες. Φάγανε όσο καλαμπόκι βρήκε μέσα στα χαλάσματα. Και τώρα δεν έμειναν παρά πέντε οκάδες. Τι θα κάνει; Οι αντάρτες δε φαίνονται πουθενά. Πώς θα τα θρέψει; Κι ως πότε θα τα κρύβει; Κι η γριά Σωτήραινα αποφάσισε να πάει μονάχη της στους αντάρτες. Κάθησε και σκέφτηκε και κατάστρωσε όλο το δρομολόγιο. Ο δημόσιος δρόμος και η Βίγλα, το κοντινότερο φυλάκιο προς τους αντάρτες ήταν το πιο επικίνδυνο. Το δημόσιο θα τον περνούσαν νύχτα. Το φυλάκιο, τ’ απογεματάκι. Αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει.
Τάβαλε και κοιμήθηκαν όλη τη μέρα στο λόγγο. Έφτιαξε από κουρέλια προπόδια για όλα. Έψησε το καλαμπόκι. Με μια ώρα μέρα τους φόρεσε τα προπόδια, τους έβαλε στις τσέπες από λίγο καλαμπόκι ψημένο και ξεκίνησαν.
–Άιντε ψυχούλες μου, άιντε που να σας χαρίσει η παναγιά, μουρμουρίζει κάνοντας το σταυρό της. Άιντε να πάμε κει που θα χορτάσετε ψωμάκι, κει που δε θα αλαφιάζεστε στον ύπνο σας απ’ τις οβίδες. Άιντε ψυχούλες μου, να πάμε κει που δε σφάζουν παιδάκια.
Ήταν 12: εφτά ελληνόπουλα και πέντε σλαβομακεδονάκια. Δυο ήταν 12 χρονώ και τ’ άλλα από κει και κάτω ως τα 6.
Περπάτησαν όλη τη νύχτα. Κατά τα χαράματα τ’ άφησε και κοιμήθηκαν λίγο και ξανά δρόμο. Τ’ απογευματάκι περνούν την κοιλάδα, γυμνή, δίπλα στη Βίγλα. Η γριά Σωτήραινα βιάζει τα παιδιά να περπατήσουν όσο μπορούν. Αν φτάσουν στη βρυσούλα χωρίς να τους δουν, σώθηκαν.
Και άξαφνα πάνω απ’ τα κεφάλια τους αντήχησαν ριπές πολυβόλου. Τα παιδάκια, όλα ξάπλωσαν στη γης χωρίς να μιλάνε.
–Σηκωθείτε! Δε μας φτάνουν οι σφαίρες, μακριά είναι, φώναξε η γριά.
Τα παιδάκια σηκώνονται ξανά. Και τώρα τρέχουν, τρέχουν, όσο βαστάν τα κουρασμένα τους πόδια, και πίσω κάμποσο μακριά τρέχουν οι μπουραντάδες. Φτάνουν στη βρυσούλα. Πίσω τους ήταν ένα υψωματάκι που τα έκρυβε. Μα η γριά καταλαβαίνει πως με την τρεχάλα δε θα σωθούν. Τώρα κουράστηκαν και δεν μπορούν να τρέξουν. Μπροστά έχει δυο δρομάκια. Το ένα ανεβαίνει το ζυγό ίσα, προς το βοριά. Τ’ άλλο κάνει μια απότομη στροφή νοτιοδυτικά και έπειτα δυτικά και χάνεται στο δάσος. Εκατό μέτρα απ’ τη βρυσούλα είναι μια τούμπα από χαμόκλαδα, έπειτα ανοιχτό μ’ αραιά δέντρα κ’ ύστερα λόγγος. Η γριά Σωτήραινα φώναξε τα δυο μεγαλύτερα.
–Να, παιδιά μου, πάρτε το καλαμπόκι που έμεινε. Θα δίνετε σε κείνα που θα κλαίνε ή δεν θα μπορούν να περπατήσουν. Θα κρυφτείτε κει στα κλαδιά κι όταν χαθούν πέρα στο λόγγο οι μπουραντάδες να πάρετε το ρεματάκι, ίσα ορθά. Μην πάρετε το ζυγό. Στην κορφή έχει ένα μεγάλο χωράφι, κει θα βρείτε αντάρτες… Άντε που να σας χαρίσει η παναγιά, εγώ μπορεί ν’ αργήσω. Μπροστά θα πας εσύ Νίκο και πίσω συ Χρήστο! Να βοηθάτε τα πιο αδύνατα.
Τα παιδάκια χώθηκαν μες στα κλαδιά. Ξάπλωσαν καταγής και δεν κουνιούνταν καθόλου. Η γριά έριξε μια ματιά, μήπως φαίνονται, έσκυψε ήπιε λίγο νερό, πήρε το ραβδί της, κι όσο βαστούσαν τα γέρικα πόδια της τρέχει το δρομάκι που πάει νοτιοδυτικά. Οι μπουραντάδες βγήκαν στο υψωματάκι. Είδαν τη γριά αρκετά μακριά. Ένας σήκωσε το όπλο και σημάδεψε.
–Το σταυρό σου! Στάσου! Φώναξε ο επικεφαλής, σκοτώνεις τη γριά; Χάνουμε τα παιδιά. Τι νομίζεις για το λαδικό πάμε; Πρέπει να την πάρουμε καταπόδι, για να μας βγάλει στα παιδιά. Δρόμο… ούτε νερό ούτε τίποτα. Και το νου σας να μη μας πάρει χαμπάρι.
Η γριά Σωτήραινα βαδίζει και πίσω δε γυρίζει να δει. Μα καταλαβαίνει πως ζυγώνουν. Χαίρεται η καρδιά της και πονάει αντάμα. Μπήκε στο λόγγο και τραβάει μέσα πιο αργά τώρα. Ο ήλιος ακούμπησε στη Δύση. Προχωράει, όλο προχωράει, και σε δέκα μέτρα οι λύκοι που κυνηγάν πρόβατα.
–Ε! Εφέτα! Γιώργηηη! Φωνάζει πότε πότε, πού είστε; Η ρεματιά παίρνει τη φωνή και τη σκορπάει σ’ αχό κ’ οι αντικρυνές πλαγιές τη μεταδίδουν σ’ αντίλαλο: «Ε! Εφέτα-Γιώργηηη. Πού είστε;».
Κείνοι άρχισαν να υποψιάζονται. Τάχυναν τα βήματα και την άρπαξαν.
–Ε, παλιόγρια, φώναξε ο διμοιρίτης, τραντάζοντάς την ολόκληρη, πού είναι τα παιδιά;
–Πού θα πάνε, παιδάκι μου! Δω κατά το ρέμα τράβηξαν. Θα τα βρούμε.
Τη δείραν. Τη βασάνισαν. Μα απ’ το στόμα της λέξη δε βγήκε.
–Σταυρώστε την, φώναξε λυσσασμένος ο διμοιρίτης.
–Δεν έχουμε καρφιά, φώναξε ένας.
–Με τις λόγχες.
Σε μια οξυά την κάρφωσαν κ’ η γριούλα ψιθύριζε σαν προσευχή:
–Άντε ψυχούλες μου, να γλυτώσετε απ’ το μαχαίρι, να χορτάσετε ψωμάκι… Εγώ τόφαγα το ψωμί μου.
Μεσάνυχτα φτάσαν τα παιδιά τσακισμένα στην κορφή.
(Σημείωση: Η φωτογραφία είναι του Κώστα Μπαλάφα)
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.