Τζαβαλάς Καρούσος – Στάθηκε ορθός στις αβάσταχτες σκληρές δοκιμασίες, χωρίς κανένα συμβιβασμό
Σαν σήμερα, στις 8 του Σεπτέμβρη 1904 γεννήθηκε ο Τζαβαλάς Καρούσος, ηθοποιός και ποιητής που υπηρέτησε την τέχνη του από την πρώτη γραμμή των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων του λαού μας. Για τις ιδέες του -ήταν κομμουνιστής- φυλακίστηκε και εξορίστηκε, μα καμιά δυσκολία δεν έκαμψε την αγέρωχη περπατησιά του, κανένα εμπόδιο δεν στάθηκε ικανό να λυγίσει το αγωνιστικό του φρόνημα.
Στις 8 του Σεπτέμβρη 1904 γεννήθηκε ο Τζαβαλάς Καρούσος, ηθοποιός και ποιητής που υπηρέτησε την τέχνη του από την πρώτη γραμμή των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων του λαού μας. Για τις ιδέες του -ήταν κομμουνιστής- φυλακίστηκε και εξορίστηκε, μα καμιά δυσκολία δεν έκαμψε την αγέρωχη περπατησιά του, κανένα εμπόδιο δεν στάθηκε ικανό να λυγίσει το αγωνιστικό του φρόνημα. Ακόμα και κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες της φυλακής και της εξορίας ο Τζαβαλάς Καρούσος δεν αποχωρίστηκε την τέχνη του. Μαζί με άλλους κομμουνιστές εξόριστους καλλιτέχνες, ηθοποιούς, λογοτέχνες, εικαστικούς (Ρίτσος, Κατράκης, Φαρσακίδης, Λουντέμης κ.ά.), έδωσαν πνοή στο θέατρο της εξορίας. Ο Τζαβαλάς Καρούσος έφυγε από τη ζωή στις 3 του Γενάρη 1969, στο Παρίσι, λίγο μετά την απόλυσή του, λόγω βαριάς ασθένειας, από τη Γυάρο, όπου τον είχε στείλει εξόριστο η χούντα των συνταγματαρχών.
Με το ξέσπασμα του πραξικοπήματος ήταν από τους πρώτους που πιάστηκαν. Τον έκλεισαν στον Ιππόδρομο και στη συνέχεια στη Γιούρα. Από τα βασανιστήρια κλονίστηκε ανεπανόρθωτα η υγεία του. Η χούντα τον άφησε ελεύθερο για να μην πεθάνει στο στρατόπεδο και υποστεί την κατακραυγή. Έφτασε στο Παρίσι και μέχρι ν’ αφήσει εκεί την τελευταία του πνοή δεν έπαψε να καταγγέλλει τη φασιστική χούντα και να παλεύει για την ανατροπή της.
Τα στοιχεία που ακολουθούν, είναι από άρθρο του Γιώργη Παρνασσού «αφιερωμένο στη ζωή και το έργο του αξέχαστου φίλου και συναγωνιστή Καρούσου», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελεύθερη Πατρίδα («εβδομαδιαία έκδοση Ελλήνων εξωτερικού» – πηγή: ΑΣΚΙ), οχτώ μέρες μετά τον θάνατό του κομμουνιστή ηθοποιού και ποιητή Τζαβαλά Καρούσου.
***
(…) Είχε γεννηθεί στη Λευκάδα στα 1904. Το πραγματικό του όνομα ήταν Καρούσος Τζαβαλάς. Αργότερα τ’ άλλαξε σε Τζαβαλάς Καρούσος. Κι έτσι τον γνωρίσαμε, έτσι μπήκε στην καρδιά του λαού, πρώτος και καλύτερος στους πολύχρονους εθνικούς κοινωνικούς και θεατρικούς αγώνες. Γιατί και το θέατρο στάθηκε για τον Καρούσο ένας στίβος αδιάκοπης ασυμβίβαστης πάλης, μια χωρίς δισταγμούς και αμφιταλαντεύσεις προσπάθεια, για το αισθητικό και ιδεολογικό ανέβασμα του θεατρικού κοινού, για την εκπολιτιστική καλλιέργεια του λαού μας. Για τούτο, γι’ αυτή του τη θαραλλέα μάχη που έδινε, κάτω από σκληρές και αντίξοες συνθήκες, καθημερινά από τη σκηνή ο αλησμόνητος μαχητής, κι αγαπήθηκε και τιμήθηκε ξεχωριστά απ’ το λαό κι έφτασε, με τον καιρό, να λογαριάζεται μια προσωπικότητα διαμορφωμένη μέσα σ’ αυτόν.
Έκανε θεατρικές σπουδές στην Αθήνα κι αργότερα στο Παρίσι. Κι εκεί, στο σταυροδρόμι του κόσμου των ιδεών, μπήκε στο προοδευτικό κίνημα, χωρίς, μ’ όλες τις σκληρές δοκιμασίες που πέρασε το ελληνικό κίνημα κι ο ίδιος προσωπικά, να μετακινηθεί από τις γραμμές αυτές μέχρι την ύστατη ώρα του.
Στα πρώτα χρόνια έπαιξε πρωταγωνιστής στο Άρμα της Θέσπιδας και σε άλλους σημαντικούς θιάσους. Αργότερα στάθηκε από τους πρωταγωνιστές του Εθνικού. Εκεί τον βρήκε και η ξένη κατοχή. Και ήταν από τους πρώτους που περάσανε στις γραμμές της Εθνικής μας Αντίστασης.
Έτσι πρωτοστάτησε στη δημιουργία του ΕΑΜ ηθοποιών και του «Συνεταιρισμού Ηθοποιών και Τεχνικού Προσωπικού Εθνικού Θεάτρου» που είχε ιδρυθεί για αντιστασιακούς κυρίως σκοπούς. Τότε τάξανε να διώξουνε και το διορισμένο από τους Γερμανούς διευθυντή του Εθνικού. Στη συνέλευση των ηθοποιών, που έγινε στο φουαγιέ του Εθνικού, το λόγο πήρε ο Καρούσος και κατηγόρησε ανοιχτά και κατά πρόσωπο το διοριμένο διευθυντή του θεάτρου «για συνεργασία με τον καταχτητή». Η συνέλευση κήρυξε αυτόν τον διευθυντή ανεπιθύμητο και ανέθεσε τη διεύθυνση στον Άγγελο Τερζάκη.
Μα το τόλμημα εκείνο δεν πέρασε χωρίς συνέπειες. Και πραγματοποιήθηκε σε λίγο το περίφημο μπλόκο του Εθνικού Θεάτρου, όπου συνελήφθησαν από τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους, ο Πέλος Κατσέλης, ο Γιάννης Βεάκης, ο Γ. Γληνός κ.ά. Ο Καρούσος κατόρθωσε να διαφύγει και να συνεχίσει την αντιστασιακή του δράση μέχρι την απελευθέρωση. Παράλληλα τον ίδιο καιρό, έγραφε δοκίμια και μελέτες για το νεοελληνικό θέατρο κι έδινε θεατρικές μεταφράσεις. Μια από αυτές ήταν και τα «Θαμπά τζάμια» του Ουκρανού συγγραφέα Γ. Ζαπόλα, έργο με συμβολισμούς φανερούς για την τοτινή κατάσταση στην Ελλάδα. Το ανέβασε, στο θέατρο «Πάνθεον», στα 1943, ένας μαχητικός θίασος, ο θίασος Βεάκη-Μανωλίδου-Παππά και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Γι’ αυτό και οι παράνομοι «Πρωτοπόροι» του Νοέμβρη του 1943 γράψανε: «Ένας θερμός έπαινος αξίζει στον Καρούσο για τη μετάφρασή του αυτή και στη διεύθυνση του θιάσου για την εκλογή της».
Την ίδια λεβεντιά έδειξε ο Καρούσος και στα μετακατοχικά χρόνια του εμφυλίου πολέμου. Και πέρασε το Μακρονήσι παλικαρίσια και στάθηκε ορθός στις αβάσταχτες σκληρές δοκιμασίες, χωρίς κανένα συμβιβασμό, μέχρι το τέλος (1947-1952). Και γύρισε από την εξορία τσακισμένος και άνεργος. και πάλι δεν συμβιβάστηκε. Δούλεψε στον κινηματογράφο για να ζήσει και πάντα κατάφερνε να δημιουργεί προσωπικούς θιάσους, για να προωθήσει το καλλιτεχνικό του πιστεύω και να βοηθήσει στο ελπολιτιστικπό ανέβασμα του λαού.
Και αναμφίβολα η προσφορά του αυτή στάθηκε εξαιρετικά αξιοσημείωτη, τόσο για το νεοελληνικό θέατρο, όσο και για το σύγχρονο ελληνικό θεατρικό κοινό. Και τα δυο τ’ αγάπησε με γνήσιο πάθος και τα βοήθησε αποφασιστικά. Γιατί ο Καρούσος ήταν ένας μεγάλος ηθοποιός, ένας δημιουργός που η κάθε ερμηνεία ήταν και μια αληθινή προσωπική σύνθεση. Διάλεγε πάντα κλασικό ρεπερτόριο και διακρίθηκε, κυρίως, στην τραγωδία και τους σεξπηρικούς ρόλους.
Πηγαία καλλιτεχνική φλέβα, μορφή δραματ…(σβησμένες λέξεις) ανθρώπινη, «φυσική» σκηνική παρουσία, δεξιο…(σβησμένες λέξεις)ση εύκαμπτη καθαρή άρθρωση και θερμή φωνή, η καλύτερη ίσως φωνή του ελληνικού θεάτρου, και προπάντων εσωτερικό παλμό, που συμπληρώνονταν από αναμφισβήτητη επαγγελματική ευθύνη και καλλιτεχνική δεοντολογία. Κι ακόμη μια καλλιέργεια βαθύτατη κι ευρύτατη (αναγνωριζόταν από τους πιο μορφωμένους Έλληνες ηθοποιούς) που τον ανέδειξε και σε εξαιρετικό μεταφραστή, δοκιμιογράφο του νεοελληνικού θεάτρου, αλλά κι αξιόλογο ποιητή, Η «Μεγάλη Παρασκευή» του (συνομιλία με το συνάδελφο Ιησού για τη Μακρόνησο) είχε κριθεί ευνοϊκότατα και είχε μάλιστα προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον και συζητήσεις.
Θυμάμαι τον Καρούσο στην τελευταία του δημιουργική προσπάθεια. Ήταν στον Πειραιά, στα πλαίσια μιας γενικότερης προσπάθειας του Δήμου. Είχε ανεβάσει τον «Έμπορο της Βενετιάς, μ’ εξαιρετική επιτυχία. Ήμασταν μαζί με τον Μίκη, στο καμαρίνι του και κάναμε τα όνειρα της Δημοκρατίας και του Εκπολιτισμού. Σχέδια και προοπτικές, μικρές και μεγάλες κι άπιαστες, για λαϊκά θέατρα, λαϊκά σπουδαστήρια, λαϊκές γιορτές, συναυλίες και τόσα και τόσα. Ο αξέχαστος φίλος ήταν συγκινημένος, γιομάτος ενθουσιασμούς και νεανικό παλμό. Κι όσο προχώραγε η συζήτηση, τόσο φλογίζονταν και φώτιζαν τα μάτια του και γελούσε το πρόσωπό του και μίλαγε και χειρονομούσε και μάκραιναν τα μεγάλα δημιουργικά όνειρά μας για το λαϊκό εκπολιτισμό.
Έτσι τον θυμάμαι για τελευταία φορά κι ήταν η πρώτη που τον αντίκριζα τόσο εναρμονισμένο με τους εσωτερικούς του πόθους. Από τότε δεν τον ξανάδα πια. Ήρθε η σκοτεινή νύχτα των μαύρων συνταγματαρχών. Τα όνειρα γκρεμίστηκαν, το θέατρο έκλεισε, ο ακριβός συναγωνιστής πήρε και πάλι αγόγγυστα το σκληρό δρόμο της εξορίας.
Παρά τα κάποια χρόνια του και την κλονισμένη υγεία του, από τις παλιές ταλαιπωρίες και περιπέτειες, στάθηκε ξανά, για μια ακόμη φορά, άξιος πατριώτης κι ασυμβίβαστος αγωνιστής. Τον βασάνισαν σκληρά κι απάνθρωπα, αλλά δεν λύγισε. Κι αναγκαστήκανε να τον αφήσουν ετοιμοθάνατο για ν’ αποφύγουνε την ευθύνη του θανάτου του και τη γενική κατακραυγή. Έτσι κατόρθωσε να περάσει στο εξωτερικό, για να συνεχίσει όπως πάντα τον αγώνα του για τη Δημοκρατία. Έδωσε συνεντεύξεις, μίλησε σε συγκεντρώσεις, διαφώτισε την παγκόσμια κοινή γνώμη για το στυγνό και βάρβαρο φασιστικό καθεστώς των στρατοκρατών. Παρουσιάστηκε σε διεθνούς κύρους Οργανισμούς και κατήγγειλε επίσημα τις κτηνώδεις μέθοδες βίας της φασιστικής Χούντας:
«Τον Παναγιώτη Ελή, επίλεκτο μέλος της Αντίστασης, τον σκότωσαν μπροστά στα μάτια μας επειδή αρνήθηκε να φωνάξει το σύνθημα που τον υποχρέωσαν… Σε μένα τον ίδιο προκάλεσαν, μαζί με άλλα ψυχικά και σωματικά βασανιστήρια, εγκαύματα στα πιο ευαίσθητα σημεία του κορμιού μου, επειδή αρνήθηκα να υπογράψω δήλωση νομιμοφροσύνης στο στρατοκρατικό καθεστώς. Μερικές ημέρες αργότερα δεν ήμουν άνθρωπος παρά ζωντανό πτώμα…»
Και την αντιδικτατορική του πάλη την συνέχισε μέχρι την τελευταία του ώρα. Κι έπεσε στη μάχη αυτή ορθός κι ωραίος, όπως στάθηκε σ’ όλη του τη ζωή.