«Μόνο που… τραγουδάω λίγο καλύτερα από σένα!»
Η Βάντα Κουτσοκώστα θυμάται στιγμές από τη συνεργασία της με τον Στέλιο Καζαντζίδη στο περίφημο “Τραγουδώ” και γράφει για τον κορυφαίο βάρδο του λαϊκού μας τραγουδιού: «Ναι, αυτός ήταν ο Καζαντζίδης. Ας τον μελετήσουν οι νέοι καλλιτέχνες ιδιαίτερα σε αυτή την τόσο γκρίζα εποχή που τόσο ανάγκη έχει ο λαός μας το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι…»
Το 1997 κυκλοφόρησε ο δίσκος του Στέλιου Καζαντζίδη με τίτλο «Τραγουδώ», που περιλαμβάνει μερικά από τα καλύτερα τραγούδια που ο κορυφαίος βάρδος του λαϊκού μας τραγουδιού ερμήνευσε στην μετά την «επιστροφή» του περίοδο. Ανάμεσα στα 12 συνολικά κομμάτια του δίσκου, όλα σε μουσική του μεγάλου λαϊκού συνθέτη Τάκη Σούκα, ξεχωρίζει αναμφισβήτητα το ομότιτλο «Τραγουδώ», τους στίχους του οποίου υπογράφει η Βάντα Κουτσοκώστα.
Με την αψεγάδιαστη φωνή του πιο ώριμη, πιο ευαίσθητη και ταυτόχρονα πιο «βαθιά» από ποτέ, με αστείρευτη ενεργητικότητα και εργατικότητα στο στούντιο, που πηγάζει από το αίσθημα ευθύνης του απέναντι στους πολυπληθείς ακροατές του, ο 66χρονος τότε Στέλιος Καζαντζίδης ερμηνεύει συγκλονιστικά το τραγούδι της Βάντας, που φαίνεται να κατάφερε να συγκεντρώσει στο «μεδούλι» των στίχων της ολόκληρη την πορεία του κορυφαίου βάρδου στη ζωή και το τραγούδι.
Η στιχουργός και συγγραφέας Βάντα Κουτσοκώστα, που προχτές έφυγε πρόωρα από τη ζωή, ευτύχησε να συνεργαστεί με τον Στέλιο Καζαντζίδη και να μοιραστούν «μέρες και ώρες ατέλειωτες στο στούντιο» κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης του δίσκου. Λίγα χρόνια πριν, στις 26 του Νοέμβρη 2015, ανέβασε στον προσωπικό της λογαριασμό σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης το παρακάτω κείμενο, που αναφέρεται σε αυτή τη συνεργασία και γενικότερα στη «συνάντησή» της με τον Στέλιο Καζαντζίδη, που σημάδεψε την πορεία της.
“Ήταν ανήμερα του Αγίου Στυλιανού πριν 16 χρόνια , όταν εκεί στους πρόποδες της Πάρνηθας σε ένα ζεστό και φιλικό χώρο γινόταν η παρουσίαση του τελευταίου δίσκου του Στέλιου Καζαντζίδη με τίτλο “Τραγουδώ” από το ομότιτλο τραγούδι σε στίχους δικούς μου και μουσική του μοναδικού Τάκη Σούκα που είναι ο συνθέτης όλων των τελευταίων μεγάλων επιτυχιών του. Είχαμε περάσει μέρες και ώρες ατέλειωτες στο στούντιο κάπου στην οδό Παρασκευοπούλου για τη δημιουργία αυτού του δίσκου, με έναν Καζαντζίδη να τραγουδά ξανά και ξανά το ίδιο τραγούδι επιζητώντας την τελειότητα και εμείς άφωνοι να αναρωτιόμαστε πόσο καλύτερα μπορεί να το πει, αφού όλες του οι εκτελέσεις ήταν η μία καλύτερη από την άλλη. Εκείνος όμως δεν εφησύχαζε, έμπαινε, τραγουδούσε και έβγαινε βουρκωμένος και ιδρωμένος, με την Κυρία Βάσω – φύλακα άγγελό του- να του παίρνει τον ιδρώτα απαλά από τον αυχένα με μικρές πετσετούλες, και αυτός να λέει θα το ξαναπώ με μια ταπεινότητα που σε καθήλωνε. Θυμάμαι κάποια στιγμή, όταν ο Κώστας ο Κωτούλας από την ΜΒΙ που είχε την επιμέλεια παραγωγής, του είπε να κρατήσουν ένα ρεφρέν που κατά τη γνώμη του ήταν πολύ καλό, ο Στέλιος αρνήθηκε λέγοντάς του «θα το ξαναπώ και θα είναι διαφορετικό μετά το δεύτερο κουπλέ, διότι αλλιώς χαιρετάς όταν μπαίνεις σε ένα σπίτι αλλιώς όταν βγαίνεις»!
Και πράγματι, αν παρατηρήσει κανείς θα δει πως ο Καζαντζίδης δεν τραγουδάει με καρμπόν, τα κουπλέ και τα ρεφρέν του είναι διαφορετικά από τη μια στροφή στην άλλη.
Τι να πρωτοθυμηθώ. Το ότι είχαν έρθει θαυμαστές του από όλη την Ελλάδα, την Κύπρο, ομογενείς από το εξωτερικό μόνο και μόνο να τον δουν στο στούντιο να τραγουδάει μετά από εκείνη τη μακρινή και πικρή αποχή του του από τη δισκογραφία; Είδα ανθρώπους να τον προσκυνάνε λέγοντας πως στην ξενιτιά μαζί με την εικόνα της Παναγίας έχουν και τη δική του φωτογραφία και εκείνος να νιώθει αμήχανα να μην μπορεί λόγω σεμνότητας να το διαχειριστεί όλο αυτό, τόση λατρεία, τόσο σεβασμό, να τον βλέπεις να είναι σαν το παιδί που κοκκινίζει από ντροπή όταν το παινεύουν. Κάποιος από την Καβάλα του είχε φέρει στο στούντιο έναν τεράστιο ροφό, ούτε ξέρω πόσα κιλά και ο Στέλιος κανόνισε αμέσως να μαγειρευτεί και να κάνει σε όλους μας το μεσημεριανό τραπέζι. Κάποιος άλλος, εκεί στην είσοδο του κέντρου όπου γινόταν η παρουσίαση το βράδυ της γιορτής του και είχε συρρεύσει και μαζευτεί πολύς κόσμος απέξω, έπεσε κλαίγοντας στα πόδια του και τα φιλούσε, «δεν είσαι μόνο άρχοντας του έλεγε, είσαι Θεός».
Ο Καζαντζίδης φάνηκε να σαστίζει, έκανε λίγο πίσω «σήκω επάνω άνθρωπε μου του είπε ευγενικά» ούτε άρχοντας είμαι, ούτε Θεός, αλλά ένας απλός άνθρωπος όπως εσύ μόνο που τραγουδάω λίγο καλύτερα από σένα!
Λες και έσπασε αμέσως ο πάγος, του χτυπάει φιλικά την πλάτη και τον ρωτάει «Εσύ, τι δουλειά κάνεις;». «Υδραυλικός» απαντάει εκείνος. «Α», του λέει ο Στέλιος με εκείνο το διακριτικό χιούμορ του, «για βάλε με εμένα να φτιάξω καμιά βρύση, θα σου πλημμυρίσω το σπίτι»!
Αυτός ήταν ο Καζαντζίδης. Μπορούσε να έχει όλον τον κόσμο στα πόδια του αλλά κοκκίνιζε και μόνο στη σκέψη. Είχε τη δυνατότητα να μπαινοβγαίνει στα μεγάλα σαλόνια και τα ακριβά τζάκια αλλά αδιαφορούσε. Δεν τον χωρούσαν οι πανάκριβες βίλες των βορείων προαστίων, δεν μπορούσε να τον τιθασεύσει το σύστημα. Προτιμούσε τους χειμωνιάτικους ήλιους με κρασάκι και φίλους στην Νίκαια και την άπλα του καλοκαιριού με την ψαρόβαρκα του στον Άγιο Κωνσταντίνο, όταν καταμεσής του πελάγου τραγουδούσε στην Κυρά Βάσω του ψαρεύοντας ώσπου να πέσει η νύχτα. Δεν τον ενδιέφεραν τα εξώφυλλα των περιοδικών και αρνιόταν κάθε είδους σταριλίκι με τρόπο απόλυτο, κάθετο, ήθελε μόνο να τραγουδάει τους καημούς και τους πόθους του λαού, την μέσα μας και έξω ξενιτιά, την προσφυγιά, την ανέχεια, τον πόνο της επιστροφής και τη νοσταλγία για κάθε όμορφο και ανεπιτήδευτο. Ήξερε να εκτιμά την εντιμότητα , είχε κάνει άσπονδο εχθρό του την αχαριστία και γύρευε να μιλάει για τις αξίες και το νόημα της ζωής μέσα από τους στίχους των τραγουδιών του. Υμνούσε την αγνή και άδολη αγάπη και ήξερε να τιμά τη γυναίκα μάνα ή σύντροφο όχι μόνο μέσα από τα τραγούδια του αλλά και με τη στάση ζωής του. Δε θα ξεχάσω τον ιπποτισμό του όταν φεύγοντας κάθε φορά από το στούντιο, έκανε αυτό που θα ήθελε κάθε γυναίκα από το σύντροφό της. Έριχνε τρυφερά στις πλάτες της κυρίας Βάσως το παλτό της. Όπως δεν θα ξεχάσω την ευγένεια και την απλότητα με την οποία φερόταν σε όλους εμάς τους συνεργάτες του κάνοντάς μας με τη μια να τον νιώθουμε δικό μας άνθρωπο.
Ναι αυτός ήταν ο Καζαντζίδης. Ας τον μελετήσουν οι νέοι καλλιτέχνες ιδιαίτερα σε αυτή την τόσο γκρίζα εποχή που τόσο ανάγκη έχει ο λαός μας το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι, αυτό που μιλάει για όσα τραγούδησε ο Στέλιος και είναι τόσο μα τόσο επίκαιρος και διαχρονικός.”