Βάλιας Σεμερτζίδης – 15 συγκλονιστικές “στιγμές” της ΕΑΜικής Αντίστασης και των αγώνων των κομμουνιστών

Τον Σεμερτζίδη απασχολούσε «το τι στάση παίρνεις απέναντι στη ζωή». Αυτό… «ξεκαθαρίστηκε στην Κατοχή, με την Αντίσταση. Γι’ αυτό ορόσημο μεγάλο στην ιστορία μου – όπως θα έπρεπε να ήταν σ’ όλη τη νεοελληνική τέχνη και δυστυχώς δεν είναι – είναι η Κατοχή (…). Αλλά κι όταν κάνω ένα τοπίο, αυτή η στάση υπάρχει απέναντι στη ζωή»…

Ανταρτόπουλο του ΕΛΑΣ στα 1943-1944, 20χρονος το 1946, διωκόμενος από τις παρακρατικές συμμορίες (Σούρλα, Καλαμπαλίκη, Καρακίτσου), ο Χρίστος Αλεξίου έρχεται στην Αθήνα. Το 1947, με φίλους του, πηγαίνει στο σπίτι του Σεμερτζίδη. Ανίδεος από ζωγραφική, «ονειροπαρμένος» κοιτούσε τα έργα του Σεμερτζίδη. «Τι βλέπεις εσύ και δεν μιλάς;», τον ρώτησε ο ζωγράφος. Και ο νεαρός εξομολογήθηκε πως ένιωθε σαν να ξανάβλεπε τους ανθρώπους του χωριού του, του Μαυροβουνίου. Η γνωριμία τους έγινε βαθιά φιλία, μέχρι το θάνατο του Σεμερτζίδη.

Συνεδρίαση αυτοδιοίκησης στα Άγραφα

Το 1963 ο Αλεξίου έφυγε για να διδάξει επί 25 χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Μπίρμιχαμ. Το Σεπτέμβρη του 1981, επί πέντε ημέρες, μετά το μεσημεριανό φαγητό στο σπίτι του ζωγράφου, ο Χρ. Αλεξίου κατέγραφε σε μαγνητόφωνο όσα κουβέντιασαν για την Τέχνη του. Τη συνέχιση των συνομιλιών αυτών εμπόδισαν η επιβάρυνση της υγείας του Σεμερτζίδη, από παλιό εγκεφαλικό (1978) που παρέλυσε το δεξί του χέρι και τον ανάγκασε να μάθει να ζωγραφίζει με το αριστερό (μόνο με μαρκαδόρους και ξυλομπογιές πια) και ο καρκίνος που τον «σκότωσε».

Εκτέλεση

Ο Βάλιας Σεμερτζίδης γεννήθηκε, το 1911, στο Κρασνοντάρ του Καυκάσου. Ρωσίδα η μητέρα του (κόρη πλούσιου γαιοκτήμονα), Ελληνοπόντιος ο πατέρας, φιλότεχνος (στον Καύκασο δημιούργησε δικό του κινηματογράφο, μέχρι και Δημοτικό Θέατρο διηύθυνε), αγαπητός και από πολλούς ανθρώπους της Οκτωβριανής Επανάστασης. Το 1924 η οικογένεια έρχεται στην Αθήνα. Κατοικεί στη Δραπετσώνα (μέχρι το 1941) και βιοπορίζεται με το χοροδιδασκαλείο που δημιουργεί ο πατέρας στη Δραπετσώνα και στην Καλλιθέα. Ο Βάλιας βοηθά την οικογένεια πουλώντας με ένα κασελάκι καραμέλες. Αγαπώντας από παιδί τη ζωγραφική, «πρωτομυήθηκε» σ’ αυτήν από τον συμπατριώτη του ζωγράφο Πετρίδη, πορτρέτα του οποίου φιλοτέχνησε αργότερα.

Εχοντας ζήσει μαζί με τους βασανισμένους της προσφυγιάς και της φτωχολογιάς ο Σεμερτζίδης θεωρούσε «αδιανόητο, ο διανοούμενος ή ο καλλιτέχνης να μην είναι με το μέρος όλων εκείνων που υποφέρουνε οικονομικά», έλεγε στην πρώτη συνομιλία του με τον Χρ. Αλεξίου, τονίζοντας παρακάτω: «Ο λαός με τραβούσε (…). Η διαφοροποίηση του λαού με ενδιαφέρει».

Κάτοχος της ρωσικής γλώσσας, αλλά αυτοδίδακτος στα ελληνικά, το 1926 εισάγεται στη Σχολή Καλών Τεχνών. Λόγω βιοποριστικής ανάγκης την εγκαταλείπει, αλλά επιστρέφει το 1928 «οριστικά». Μετά το τρίχρονο προκαταρκτικό τμήμα μαθητεύει στο εργαστήρι του Κωνσταντίνου Παρθένη, ο οποίος, λόγω του κλειστού χαρακτήρα του και της ανυποχώρητης απαιτητικότητάς του, από τους μαθητές του θεωρούνταν ο «εξαποδώ», ο «παλαβός» της Σχολής. Αν και αγαπητός μαθητής του «πρωτοπόρου επαναστάτη, μοναδικού δασκάλου», ο Σεμερτζίδης δεν συμμερίζεται τον «προσκολλημένο στη μυθολογία και τη θρησκεία, ιδεαλιστή» Παρθένη. Τον Σεμερτζίδη απασχολούσε «το τι στάση παίρνεις απέναντι στη ζωή». Αυτό… «ξεκαθαρίστηκε στην Κατοχή, με την Αντίσταση. Γι’ αυτό ορόσημο μεγάλο στην ιστορία μου – όπως θα έπρεπε να ήταν σ’ όλη τη νεοελληνική τέχνη και δυστυχώς δεν είναι – είναι η Κατοχή (…). Αλλά κι όταν κάνω ένα τοπίο, αυτή η στάση υπάρχει απέναντι στη ζωή»…

Ο Σεμερτζίδης έλεγε ότι δεν μπορείς να επινοήσεις μια μορφή «παρά μόνο δουλεύεις βαθιά πιστεύοντας στο περιεχόμενο. Στο περιεχόμενο θα διαμορφωθεί και η μορφή». Και αναφέροντας σαν παράδειγμα το έργο του «Ο χορός του Ζαλόγγου» (1939), επισήμαινε: «Το ότι κυβίζεται η μορφή εδώ δεν της αφαιρεί τη ρεαλιστική υπόσταση. Η ιστορική διάσταση είναι τεράστια μέσα στο έργο. Σε έργα που πάνε να εκφράσουν τέτοιες στιγμές, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι που δεν εκφράζει ακριβώς το περιεχόμενο».

Η αλληλεξάρτηση και αρμονία περιεχομένου και μορφής χαρακτηρίζει όλη τη ζωγραφική του Σεμερζτίδη, από τις πρώτες του συνθέσεις με κοινωνικό περιεχόμενο στα προπολεμικά χρόνια (όπως ένα πεινασμένο παιδί της Δραπετσώνας). Αρμονία περιεχομένου – μορφής στην πληθώρα έργων – προσχεδίων με διάφορες παραλλαγές κατά την ιταλική κατοχή (όπως οι πρώτες διαδηλώσεις). Στα έργα των χρόνων της Κατοχής και της Αντίστασης λ.χ. πορτρέτα ηγετών του ΚΚΕ, του ΕΑΜ, κυρίως ανώνυμων μαχητών του ΕΛΑΣ, τσοπάνων στα επιβλητικά βουνήσια τοπία και αγροτών της Θεσσαλίας. Συνθέσεις λαϊκών συνελεύσεων και λαϊκών δικαστηρίων στα χωριά. Ο αγώνας της αγροτιάς για την επιβίωση του μαχητών του λαού. Η Μάχη της Σοδειάς. Η «Κυβέρνηση του Βουνού».

Εκτέλεση – 1η Μάη 1944

Οι τοιχογραφίες του στο Γυμνάσιο των Κορυσχάδων, για τη Σύνοδο της ΠΕΕΑ, έργα «εξαιρετικό δείγμα άμεσης πολιτικής παρέμβασης» τα χαρακτηρίζει ο Ν. Χατζηνικολάου, σημειώνοντας μάλιστα ότι σκεπάστηκαν με ασβέστη «όταν το μίσος των ανθρώπων που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή θέλησε να σβήσει κάθε μνήμη, κάθε χνάρι της Εθνικής Αντίστασης. Ακόμα και το όνομα των Κορυσχάδων προσπάθησαν να αλλάξουν σε “Κυψέλη”». Στα σχέδια για την εκτέλεση των 200 κομμουνιστών στο Σκοπευτήριο Καισαριανής, την Πρωτομαγιά του 1944, για τον πίνακα «Ο χορός του Σουκατζίδη», έτσι «που να απεικονίζει κάθε εκτέλεση, στη διάρκεια της κατοχής στην Ελλάδα και σε κάθε άλλη κατεχόμενη χώρα», όπως έλεγε ο ζωγράφος. Στα σχέδια για τις διαδηλώσεις – γιορτασμούς της απελευθέρωσης και για το αιματοκύλισμά τους στις 3 Δεκέμβρη του 1944.

Εκτέλεση – 1η Μάη 1944

Η αρμονία περιεχομένου – μορφής τελειοποιήθηκε όταν ο Σεμερτζίδης, κλεισμένος στο απόμερο φτωχόσπιτό του, στα χρόνια του εμφυλίου και μετά τη λήξη του, μετέπλασε σε μεγάλες διαστάσεις τα σχέδια στο μπλοκ του και τις μικρές υδατογραφίες που είχε φιλοτεχνήσει, υπό τις δύσκολες, κρίσιμες, επικίνδυνες συνθήκες του απελευθερωτικού αγώνα.

Εκτέλεση – 1η Μάη 1944 (λεπτομέρεια)

Ο Σεμερτζίδης, πιστεύοντας ότι «Κατοχή υπάρχει πάντοτε, γιατί υπάρχει κατεστημένο πάνω από το λαό», συγκλονισμένος από τον απελευθερωτικό αγώνα απαθανάτισε την «αποφασιστικότητα του λαού να πάει μπροστά (…)». Απαθανάτισε – ως ύμνο και διδαχή για το μέλλον – εκείνο τον επικό αγώνα του λαού «να ανοίξει δρόμο μέσ’ από το σκοτάδι»…

Παιδί του 1941

«Ο ρεαλισμός ξεκινάει από το περιεχόμενο, δηλαδή από το τι και το πώς αντικρίζουμε στη ζωή. Από το τι στάση κρατάμε απέναντι στα πραγματικά πράγματα και τι θέλουμε να πούμε γι’ αυτά. Ο ρεαλισμός δεν είναι κάποια κλειστή φόρμουλα αντικρίσματος της πραγματικότητας. Είναι μια πολύ πλατιά έννοια. Δεν είναι μια συγκεκριμένη, όπως θέλουν να πουν οι αντίπαλοί του», υπογράμμιζε ο Σεμερτζίδης, συζητώντας με τον Χρ. Αλεξίου. Και στήριζε την άποψή του, λέγοντας ότι ανέβηκε στο βουνό για να ζωγραφίσει τον μαχόμενο αντάρτη, και εκεί είδε ότι «οι κατακτήσεις οι πολιτικές από τον ίδιο το λαό, ήταν πολύ σοβαρότερες» από τον ένοπλο αγώνα. «Ολα αυτά τα θέματα είναι πολύ δύσκολα. Για πρώτη φορά μπαίναν μπροστά μας και ήταν επιτακτική ανάγκη να εκφραστώ μέσω αυτών». Και εκφράστηκε, μνημειώνοντας όχι μόνο τον απελευθερωτικό αγώνα του ανώνυμου λαϊκού ανθρώπου, αλλά και τα οράματά του και το μόχθο του για να καρπίσει η γη και η Ζωή.

Ναπολέων Σουκατζίδης

Μελετώντας λεπτομερειακά όλο το έργο, το βίο, τις συνομιλίες με τον Χρ. Αλεξίου και όσα στοιχεία γνωρίζει από το αδημοσίευτο ακόμα ημερολόγιο του ζωγράφου, ο Νίκος Χατζηνικολάου καταθέτει ένα εξαιρετικά τεκμηριωμένο, «φωτισμένο», τολμηρά κριτικό για όσους, συνειδητά, λόγω του περιεχομένου του, αποσιώπησαν, κατάχωσαν σε αποθήκες (λ.χ. η Εθνική Πινακοθήκη), υποτίμησαν και κατηγόρησαν το έργο του Σεμερτζίδη, χαρακτηρίζοντάς το «σοσιαλιστικό ρεαλισμό». Αναλύοντας θεματολογικά και μορφοπλαστικά όλα τα έργα του Σεμερτζίδη, αντικρούει παλιούς και σημερινούς απαξιωτές και επικριτές του, επισημαίνοντας ότι ο νεοελληνικός μοντερνισμός δεν βρίσκεται μόνο στον Στέρη. Βρίσκεται και στον Σεμερτζίδη «σφριγηλός, απόλυτος, μαχητικός».

Διαδήλωση

Δεν υπάρχει μεγαλύτερος και ουσιαστικότερος μοντερνισμός από την τόλμη ενός καταξιωμένου, όπως ήταν ο Σεμερτζίδης πριν τον πόλεμο (με διάκριση έργου του στο Παρίσι και εκθέσεις στην Αθήνα), από το να σταθεί στο πλευρό του βασανισμένου, πεινασμένου, δολοφονούμενου, αλλά περήφανου λαού, και διακινδυνεύοντας να απαθανατίζει τον ηρωικό απελευθερωτικό αγώνα του. Τον ουσιωδέστερο αυτό μοντερνισμό του Σεμερτζίδη καταδεικνύει η μελέτη του Ν. Χατζηνικολάου, υπογραμμίζοντας ότι ήταν πάντα «κοντά στον άνθρωπο» του λαού και ότι «πλησίασε τον πόνο, την πείνα, τον αγώνα» του, χωρίς μελοδραματισμό, με τη λιτότητα, το μέγεθος, το ήθος, το συναίσθημα που του άξιζε.

Διαδήλωση

Ο μελετητής, μεταξύ άλλων τεκμηρίων, παραθέτει στο δοκίμιό του [Νίκου Χατζηνικολάου «ΒΑΛΙΑΣ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΗΣ – Συνομιλίες με τον Χρίστο Αλεξίου», εκδόσεις Μουσείου Μπενάκη] και απόσπασμα δημοσιευμένου στο «Ριζοσπάστη», μετά το θάνατο του καλλιτέχνη, κειμένου του Πέτρου Ρούσσου, που μεταξύ άλλων αναφέρει: «Συνεισέφερε στον ΕΑΜικό αγώνα όλο τον πλούτο της ψυχής του και την προτίμησή του στο κόμμα του, το ΚΚΕ (…). Το φτωχικό σπιτάκι που νοίκιαζε στα Τουρκοβούνια, το πρόσφερε για δουλειές της Αντίστασης. Θυμάμαι, τους πρώτους μήνες του 1943, ένα μπουμπουνητό διέκοψε τη σύσκεψη μελών του τότε Πολιτικού Γραφείου του Κόμματός μας (…)».

1η Μάη 1944. Ο χορός του Σουκατζίδη

Επίσης, αναφέρεται στο ρόλο του Σεμερτζίδη ως μεταφραστή της Σοβιετικής Αποστολής. Στη σχέση των έργων του με τις φωτογραφίες του Σπύρου Μελετζή στο βουνό. Στο σπίτι του στα Τουρκοβούνια – «καταφύγιο γεμάτο σχέδια και σπουδές που είχε κάνει στο βουνό, γεμάτο “ντοκουμέντα”, όπως τα χαρακτήριζε ο ίδιος, που περίμεναν να μετατραπούν σε έργα μεγάλων διαστάσεων». Στην «απεγνωσμένη προσπάθεια καλλιτεχνικής δημιουργίας», με θέματα του απελευθερωτικού αγώνα, στα εμφυλιακά και μετεμφυλιακά χρόνια, «σε κλίμα διώξεων, ψυχικής αγωνίας» και μεγάλης φτώχειας.

Αντάρτης

 

(Εκτενή αποσπάσματα από αφιέρωμα της Αριστούλας Ελληνούδη, που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (7/10/2012) με αφορμή μεγάλη έκθεση – αναδρομή στην πλούσια, ιστορικά πολύ σημαντική, δημιουργία του Βάλια Σεμερτζίδη. Οι εικόνες με τα έργα, από τη σελίδα στο fb Βάλιας Σεμερτζίδης)

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: