“Ποιας Χρύσας, της Χατζηβασιλείου;” – Ένα ευτράπελο από τις φυλακές Βούρλων
Το “αμαρτωλό” παρελθόν των Βουρλών και μια μερική συνωνυμία έγιναν αφορμή για μια κωμική παρεξήγηση του Κώστα Μαραγκουδάκη και των συντρόφων του με συγκρατούμενο στις ομώνυμες διαβόητες φυλακές του Πειραιά.
Μετά τ’ αποτυπώματα μας στείλανε στον Πειραιά στις φυλακές Βούρλων, στην 3η αχτίνα. Εκεί τα κελιά ήταν υπερφορτωμένα με κρατούμενους, οι περισσότεροι από τους οποίους διατηρούσαν στο σώμα τους φριχτά σημάδια από βασανιστήρια στις διάφορες “ασφάλειες” της αστυνομίας. […] Αισιοδοξία: το αντίδοτό μας! Κρυφό ραδιοφωνικό δελτίο για ενημέρωση. Και δίκες, δίκες, καταδίκες, καταδίκες, πολύ συχνά σε θάνατο, μεταγωγές για εκτελέσεις, δραματικοί αποχαιρετισμοί, σιγανό τραγουδάκι, καλαμπούρια, ιστορίας για γέλια (Γεράσιμος Τραυλός, Κεφαλλονίτης, απίθανα καλαμπούρια για τα ταξίδια του στη θάλασσα), πάλη των νεότερων για ψυχαγωγία – άσκηση.
Με επέλεξαν ως λογιστή, για συγκέντρωση μικροπαραγγελιών που – με το αζημίωτο – εκτελούσε βάσει καταλόγου που του δίναμε φύλακας των Βούρλων. […] Ο “διεκπεραιωτής” έγινε πολύ αγαπητό πρόσωπο… μέχρι της απονομής χαϊδευτικού παρατσουκλιού Μπούλης (λόγω των νιάτων μου, του γέλιου μου και του σχετικά ευτραφούς σουλουπιού μου). Σ’ αυτές τις συνθήκες, αφού τους άρεσε, δε με πείραξαν τα νέα βαφτίσια! “Έλα ο Μπούλης”, άντε πάλι “έλα ο Μπούλης” να παραλάβω και να διανείμω.
Μέσα στα πράγματα που μου ζητούσαν, έβλεπα επίμονα μια παραγγελία “κρέμα Τοκαλόν”. Ήταν γυναικεία κρέμα προσώπου για πανάδες, ζάρες και τα συναφή και απορούσα για τον αποδέκτη. Μου την έδινε τόσο που, χωρίς δυστυχώς να εμβαθύνω, το γύρισα κι εγώ στην πλάκα! Όπως φώναζα: “ελάτε για τσιγάρα!”, “ελάτε για ξυραφάκια”, φώναζα επιδεικτικά: “Έλα η κρέμα Τοκαλόν!”. Πού να φανταστώ την επιπολαιότητά μου! Η κρέμα ήταν πραγγελία ενός καλού αγωνιστή της ΟΠΛΑ, του Κώστα Γαβρίλη, που, καθώς τον κατηγορούσαν για εκτελέσεις προδοτών, ήθελε με τη διαγραφή των σημαδιών από το πρόσωπό του να μην τον γνωρίσουν οι διώκτες του στο στρατοδικείο. Αυτό με πόνεσε πολύ, αλλά δεν είχε ευτυχώς καμία συνέπεια, γιατί κανείς δεν πρόσεξε τη διαφήμιση που έκανα στην κρέμα Τοκαλόν. Ο Κώστας έζησε για πολλά χρόνια ακόμα. Έφυγε από τη ζωή τα τελευταία χρόνια. Ένας άλλος καλός σύντροφος στα Βούρλα ήταν ο Χρύσανθος Βαλτζής, ένα σεμνό, καλό, έξυπνο παλικάρι. Συνομήλικοι και οι τρεις μας, κάναμε στενή παρέα, αστειευόμαστε, συζητούσαμε. Ο Χρύσανθος ήταν συγγενής του στελέχους του ΚΚΕ (Π.Γ) Χρύσας Χατζηβασιλείου, γυναίκας του Πέτρου Ρούσου.
Το όνομά της μου φέρνει στο νου ένα άλλο περιστατικό. Όταν στριμωγμένοι οι 12 στο 3ο κελί της Γ’ αχτίνας των Βούρλων περιμέναμε το απόγευμα να βγούμε στον αέρα του προαυλίου, ανοίγει ξαφνικά η πόρτα και ρίχνουν μέσα έναν νέο πολιτικό κρατούμενο, άγνωστο σ’ εμάς. Ωραίος λαϊκός τύπος, δε μας δημιούργησε ανησυχία. Αλλά όλο και έψαχνε το μάτι του τα κάγκελα στο ανοιχτό παράθυρο, μια εδώ η ματιά του, μια εκεί.
-Τι ψάχνεις σύντροφε;
-Μμμ, ψιθυρίζει. Της Χρύσας ήταν αυτό, λέε.
-Ποιας Χρύσας, της Χατζηβασιλείου;
Βάζει τρανταχτά γέλια.
-Ποιας Χατζηβασιλείου, ρε σύντροφοι; Δεν ξέρετε τι ήταν παλιότερα εδώ τα Βούρλα;
-Όχι, δεν ξέρουμε.
-Λοιπόν τα Βούρλα πριν τα κάνουν φυλακές ήταν οίκοι ανοχής και εδώ βρισκόταν μια πανέμορφη κοπέλα,η…Χρύσα!
Ατέλειωτα γέλα… Έμεινε μαζί μας πάντα αγωνιστικός, αισιόδοξος, μέχρι που τον φόρτωσαν για Μακρόνησο να τον στραπατσάρουν, ίσως για πάντα.
Από το βιβλίο του Κώστα Μαραγκουδάκη “80 χρόνια αγώνες για Λευτεριά – Κοινωνική Απελευθέρωση”