Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο μπέντζαμιν» της Ελένης Γερασιμίδου
Ήταν ωραίος ο μπέντζαμιν. Χρόνια τον είχαμε. Είχε μεγαλώσει και φουντώσει τόσο που τον στολίζαμε για δέντρο τα Χριστούγεννα και τον βάζαμε 15 μέρες στο σαλόνι.
Η ηθοποιός, συγγραφέας και πρώην βουλευτίνα του ΚΚΕ, Ελένη Γερασιμίδου γεννήθηκε στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης, τον Δεκέμβρη του 1949, από γονείς αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης.
Δουλεύει από το 1973 στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Η συμμετοχή της στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου “Μια αιωνιότητα και μια μέρα” της χάρισε το Κρατικό Βραβείο Β΄ γυναικείου ρόλου. Έχει και άλλοτε τιμηθεί για το Θέατρο.
Αδέλφια της ήταν η επίσης ηθοποιός Νατάσσα Γερασιμίδου και ο συνθέτης Γιώργος Γερασιμίδης.
Είναι παντρεμένη με τον ηθοποιό Αντώνη Ξένο, με τον οποίο έχουν αποκτήσει μια κόρη, την ηθοποιό και σκηνοθέτη Αγγελική Ξένου.
Τα τελευταία χρόνια η Ελένη Γερασιμίδου, ο Αντώνης Ξένος και η Αγγελική Ξένου, έπειτα από την κοινή τους θεατρική πορεία με την εταιρεία θεάματος «Βήματα», δημιούργησαν το Από Κοινού Θέατρο, μια σταθερή στέγη όπου μοιράζονται τα καλλιτεχνικά τους σχέδια με φίλους καλλιτέχνες και κοινό.
Βιβλία της Ελένης Γερασιμίδου: «Το Σινέ-Πανόραμα», (διηγήματα), εκδ. Περίπλους, «Αυτές», (διηγήματα), εκδ. Περίπλους (1999), «Φόρτυ ½», (θέατρο), εκδ. Όστρια Βιβλίο (2016), «Αυτές κι εκείνες», (διηγήματα) εκδ. Όστρια Βιβλίο (2018).
Ο μπέντζαμιν
της Ελένης ΓερασιμίδουΕίχε ξεραθεί τελείως. Το πιστεύεις; Ένας κορμός έμεινε στη γλάστρα. Ούτε κλαδιά, τίποτα. Το ’χα κλαδέψει στην αρχή εγώ μπας και το σώσω. Μετά ο άλλος έκοψε και τα κλαδιά.
— Πάει, πέθανε… τ’ αποφάσισα.
Ήταν ωραίος ο μπέντζαμιν. Χρόνια τον είχαμε. Είχε μεγαλώσει και φουντώσει τόσο που τον στολίζαμε για δέντρο τα Χριστούγεννα και τον βάζαμε 15 μέρες στο σαλόνι.
Πώς έγινε αυτό, μου λες; Στενοχώρια που πήρα…
— Άντε, βγάλ’ το τώρα από τη γλάστρα να φυτέψουμε τίποτ’ άλλο, του είπα.
— Άσ’ το, μωρέ, μου απάντησε, ας είναι έτσι σκέτο ξύλο για ντεκόρ.
Ιδέες που τις έχει! Επειδή βαριέται να το κατεβάσει στο δρόμο.
Έμεινε έτσι… μια τεράστια γλάστρα κι ένας κορμός πεθαμένου μπέντζαμιν στη μέση. Το έβλεπα μέσα στις άλλες τις ανθισμένες μου κι έβριζα για την τεμπελιά του τον καλό μου, τον προκομμένο μου.
Ένα μεσημέρι, καθώς άπλωνα κάτι πατάκια, μου έφυγε ένα μανταλάκι, τσουπ μέσα στο ξεραμένο χώμα του μπέντζαμιν. Και τότε — δε θα το πιστέψεις, κατάξερος ήταν σου λέω — βλέπω κάτω κάτω κοντά στη ρίζα ένα μικρό πράσινο φυλλαράκι, τόσο δα, πάνω στον κατάξερο κορμό, το διανοείσαι; Τρελάθηκα. Λέω, πλάκα θα μου κάνει ο χαριτωμένος μου. Παραλίγο να το κόψω το φρέσκο φυλλαράκι ψάχνοντας να βρω πώς το κόλλησε ο παιχνιδιάρης μου.
Σαν ψεύτικα, σαν κολλημένα πάνω στο κατάξερο παλούκι φυτρώνανε συνέχεια τα καινούρια φυλλαράκια γύρω γύρω στη ρίζα και το σκεπάσανε το ξερό χώμα.
Έτσι το είδα, το εμπέδωσα καλά το μυστήριο της ύπαρξης. Θριαμβολόγησε ο ευαίσθητος μου. Μου τα ’λεγε, λέει, αυτός που τα ’χει λύσει απ’ την εφηβεία του τα μυστήρια.
Αυτός είναι ο θάνατος, αυτή είναι η ζωή… ένας κύκλος. Χέστηκα εγώ τώρα. Εγώ τώρα ούτε κλιμακτηριακά ούτε τίποτα. Έφηβη ξανά, τι λέω, βρέφος.
Μια χαρά που πήρα με τον μπέντζαμιν!
[«Αυτές», (διηγήματα), εκδ. Περίπλους, 1999]
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.