Αγωγές κατά συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ και ρεσιτάλ Μάρθα Βούρτση από τον Καραγεωργόπουλο της ΓΣΕΕ
Σε ένα κείμενο υβρίδιο λίβελλου και σεναρίου μελό της δεκαετίας του ’60, ο Καραγεωργόπουλος καμώνεται “τον ταπεινό και καταφρονεμένο” συνδικαλιστή, που τάχα παρεμποδίζεται στην ηρωική σχεδόν δράση του από τους “τραμπούκους” του ΠΑΜΕ.
“Μανιφέστο” συνέγραψε ο γνωστός και μη εξαιρετέος εργοδότης και κατ’ ευφημισμόν συνδικαλιστής Δημήτρης Καραγεωργόπουλος, εκπρόσωπος τύπου της συνδικαλιστικής μαφίας που λυμαίνεται τη ΓΣΕΕ, προκειμένου να δικαιολογήσει τη φάμπρικα αγωγών που επιχειρεί να στήσει σε ομαδικό επίπεδο, εναντίον των 10 εκλεγμένων μελών της ΔΑΣ στη ΓΣΕΕ.
Σε ένα κείμενο υβρίδιο λίβελλου και σεναρίου μελό της δεκαετίας του ’60, ο Καραγεωργόπουλος καμώνεται “τον ταπεινό και καταφρονεμένο” συνδικαλιστή, που τάχα παρεμποδίζεται στην ηρωική σχεδόν δράση του από τους “τραμπούκους” του ΠΑΜΕ.
Ξεκινώντας με μια γερή δόση αυτοαποθέωσης, ισχυρίζεται πως “στα 25 χρόνια συνδικαλιστικής δράσης μηνύθηκα ή βρέθηκα εναγόμενος εκατοντάδες φορές από εργοδότες, λόγω της «ενοχλητικής» άσκησης των συνδικαλιστικών μου καθηκόντων και αθωώθηκα σε όλες. Επίσης, σε αντίστοιχο αριθμό ποινικών και αστικών υποθέσεων, βρέθηκα ως μάρτυρας, μηνυτής ή ενάγων κατά εργοδοτών ή ακόμα και ανθρώπων της νύχτας που παραβίαζαν τα δικαιώματα συναδέλφων μου ή απειλούσαν αντίστοιχα εμένα και εργαζόμενους. Σε όλες τις περιπτώσεις δικαιώθηκα και πέτυχα εκατοντάδες καταδίκες και αποζημιώσεις προς όφελος των ανθρώπων που εκπροσωπώ.”
Αυτό τον ήρωα, αυτό το διαμάντι, κάποιοι κακούργοι τον διέβαλλαν και τον είπανε “νόθο, κλέφτη, εργοδότη, μαφιόζο, αναμεταδότη της ρητορικής της (φασιστικής και ναζιστικής) Χρυσής Αυγής, ιδιοκτήτη εταιρειών offshores, κλπ, που ζω ζωή χαρισάμενη σε βάρος των εργαζομένων”. Παρότι όμως ο ίδιος, όπως λέει, δικαιώθηκε “σε όλα τα αστικά και ποινικά δικαστήρια”, ο ίδιος έγινε θύμα στα “λαϊκά δικαστήρια” που τον έδιωξαν από τη διοίκηση στο Εργατικό Κέντρο Πάτρας.
Αγόγγυστα όμως ο σύγχρονος αυτός ήρωας της εργατικής τάξης “Δεν το έβαλε κάτω. Είπε μέσα μου ότι έπονται οι εκλογές της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδας και της ΓΣΕΕ”. Εκεί θα έπαιρνε το αίμα του πίσω, ζωσμένος με τα φυσεκλίκια του τίμιου αγώνα. Η αγωνία κορυφωνόταν καθώς: “Ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι μια τέτοια διαδικασία, οι οπαδοί των αυτιστικών (sic) μονολόγων και των ομαδικών επιθέσεων, δεν θα την άντεχαν. Εδώ δεν τολμούν να βγουν σε αντιπαράθεση μαζί μου σε ένα τηλεοπτικό παράθυρο, να με ξεμπροστιάσουν στο πανελλήνιο βρε αδερφέ, θα επέτρεπαν μια τέτοια δημόσια αντιπαράθεση ενώπιον των σκληρών και υποψιασμένων ακροατηρίων των συνδικάτων;” Γιατί όταν είσαι άνθρωπος ψημένος στους αγώνες των πάνελ και των παραθύρων, όταν έχεις δώσει μάχη στα μαρμαρένια αλώνια της τηλεθέασης, δε φοβάσαι τίποτα.
Φευ όμως, τα πράγματα δεν έμελε να γίνουν έτσι, αφού οι άκαρδοι οχτροί: “Κουβάλησαν κάθε καρυδιάς καρύδι, φοιτητές, έμμισθα κομματικά στελέχη, συνταξιούχους, εργοδότες, ποινικούς (γνωστών ομάδων της παραλιακής…) και διέλυσαν τα συνέδρια.” Ναι, ο Καραγεωργόπουλος μιλάει για εργοδότες και μπράβους της παραλιακής και ως εκ των έσω γνώστης του θέματος τον ακούμε προσεκτικά. Αν είναι δυνατόν να είμαστε τόσο κακεντρεχείς και να σταθούμε σε ασήμαντες λεπτομέρειες, όπως ότι τα αστικά δικαστήρια που τόσο αγαπά τον πέταξαν έξω από τη διοίκηση της ΟΙΥΕ.
Ήταν λοιπόν τεράστιο το ηθικό δίλημμα που είχε να αντιμετωπίσει αυτός ο άγιος των εργατικών αγώνων: “Η μια «λύση» είναι η λύση της αυτοδικίας. Και η άλλη της προσφυγής στο ύστατο, πλην όμως αναπόφευκτο καταφύγιο της δικαιοσύνης”. Δεν ποινικοποιεί τη συνδικαλιστική δράση όμως ο Καραγεωργόπουλο, μην πει κανείς προπέτης κάτι τέτοιο. Απλά δεν υπάρχει συνδικαλιστική δράση αφού “την εξόντωσαν με τις βιαιότητες, τις αθλιότητες, τους τραμπουκισμούς και με τους τόνους λάσπης που μου εκτόξευσαν”. Συνδικαλιστική δράση είναι αυτό που ορίζει ο Καραγεωργόπουλος και δεν υπάρχει τίποτε πιο αυτονόητο από αυτό.
Για το τέλος όμως άφησε το καλύτερο η σύγχρονη διασταύρωση Νίκου Ξανθόπουλου και Νίκου Κούρκουλου στο “Ορατότης μηδέν”. Στην πραγματικότητα κάνει αγωγές περίπου “για τη φουκαριάρα τη μάνα του”, που έλεγε κι ένα παλιό σποτ. Για την ακρίβεια, για την οικογένεια και τα παιδιά του. Στα οποία είπε ένα “μεγάλο ψέμα”, “πρώτη φορά στη ζωή του”, για “τσίμπημα σφήκας”, στο “μαυρισμένο του μάτι”, “μετά τον ανηλεή ξυλοδαρμό του στο ΕΚ Πάτρας”. Δεν υπάρχει τίποτε πιο έντιμο και αξιοπρεπές από το να ανακατεύει κάποιος την οικογένειά του στις συνδικαλιστικές και δικαστικές του διαμάχες, τίποτε πιο αξιέπαινο από το να επικαλείται τα παιδιά του για να κερδίζει τη συμπάθεια του κοινού.
Δεν ξέρουμε αν ο Καραγεωργόπουλος βρει τη δικαίωση που επιθυμεί στα δικαστήρια, αφού σε κάλπες εργατών δε βρίσκει ούτε την ψήφο του. Το μόνο σίγουρο είναι ότι κρύβει ένα μεγάλο λογοτεχνικό ταλέντο που δεν πρέπει να αφήσει αναξιοποίητο.