Μετά το ποπ δεν έχει στοπ – Η ιστορία του ποπ – κορν
Όπως όλα τα βασίλεια, έτσι κι αυτό του ποπ – κορν χάνεται στα βάθη των αιώνων.
Σύμφωνοι, το σλόγκαν στον τίτλο προέρχεται από σποτ γνωστής μάρκας πατατακίων (sic), πολύ περισσότερο όμως ταιριάζει στον καλαμποκένιο φίλο εκατομμυρίων θεατών σε όλο τον κόσμο. Κάποιοι, όπως η υποφαινόμενη μπορεί να απαντάνε στο – νεόκοπο – ιστορικό δίλημμα νάτσος ή ποπ – κορν ότι το δεύτερο κολλάει υπερβολικά στα δόντια, δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι μιλάμε για το βασιλιά τον σινέ- και τηλε – σνακ κι όπως όλα τα βασίλεια, έτσι κι αυτό του ποπ – κορν χάνεται στα βάθη των αιώνων.
Όλα ξεκίνησαν, όπως γενικά η ιστορία του καλαμποκιού, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, όπου η ποικιλία που θα μετατρεπόταν στον αφράτο και σκληρό συνάμα “σβώλο” καλλιεργούνταν από το 5000 π.Χ, από ιθαγενείς που μερικές χιλιετίες αργότερα θα έδιναν τους θαυμαστούς πολιτισμούς που γκρέμισαν οι κονκισταδόρες μετά το 1492. Ίχνη της ψημένης εκδοχής αυτού του καλαμποκιού, του μακρινού προγόνου του ποπ-κορν δηλαδή, ανιχνεύονται σε τάφους ηλικίας 3000 ως 6700 ετών στο Περού, αν και οι αρχαιολόγοι θεωρούν πως το καλαμπόκι γενικά δεν αποτελούσε βασικό συστατικό στοιχείο της διατροφής των πολιτισμών της περιόδου.
Από εκεί και πέρα, σε ό,τι αφορά τη διάδοση του σνακ στους Ευρωπαίους, η επιστήμη χάνεται στην αχλή του θρύλου, ένας από τους οποίους τοποθετεί το κοσμοϊστορικό γαστριμαργικό γεγονός ακριβώς σαν σήμερα το 1630. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, κάποιος Ινδιάνος ονόματι Κουαντεκίνα, έφερε το ποπ κορν σε Βρετανούς αποίκους μέσα σε δέρμα ελαφιού στο πρώτο δείπνο της ημέρας των Ευχαριστιών που διοργανώθηκε ποτέ, ενώ σε άλλη παραλλαγή της ιστορίας, αυτό έγινε από κάποιον Σκουάντο το 1621, ένα χρόνο αφότου είχε δέσει το περίφημο Mayflower με επιβάτες Άγγλους πουριτανούς για να αποφύγουν θρησκευτικές διώξεις στη χώρα τους. Το γοητευτικό αυτό παραμύθι ειρηνικής γαστρονομικής συνύπαρξης Ινδιάνων και αποίκων δεν έχει κανέναν ιστορικό πυρήνα.
Στην πραγματικότητα, θα περάσουν αιώνες μέχρι την πρώτη επιβεβαιωμένη εμφάνιση του ποπ – κορν στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1820, όταν άρχισε να πωλείται στις ανατολικές πολιτείες με το όνομα Pearl ή Nonpareil. Από τη δεκαετία του 1840 και μετά, το ποπ κορν αρχίζει να εμφανίζεται σε περιοδικά της ανατολικής ακτής, ενώ το 1848 καθιερώνεται και η σύγχρονη ονομασία του από τον λεξικογράφο Ράσελ Μπάρτλετ, που ετυμολόγησε το σνακ από τον ήχο που έβγαζε όταν άνοιγε ο καρπός στο ψήσιμο. Οι συνταγές που άρχισαν να ξεφυτρώνουν για παρασκευή ποπ – κορν στο τηγάνι δεν έδιναν πολύ ποιοτικό αποτέλεσμα, κι έτσι άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους αυτοσχέδιες αρχικά μηχανές παρασκευής ποπ κορν, που τελειοποιούνταν στο πέρασμα του χρόνου. O πρώτος επιχειρηματίας που ξεκίνησε τη μαζική παραγωγή ποπ-κορν, συγκεκριμένα μιας καραμελωμένης εκδοχής του ανάμεικτης με ξηρούς καρπούς, ήταν ο Γερμανός μετανάστης Φριτς Ρακχάιμερ, παρουσιάζοντας την εφεύρεσή του για πρώτη φορά στη διεθνή έκθεση του Σικάγο το 1893, ενώ το δημιούργημά του, που αργότερα ονομάστηκε “Cracker Jack”, πωλείται μέχρι σήμερα στις ΗΠΑ.
Η απογείωση το ποπ κορν, πρώτα στις ΗΠΑ και μετά σε όλο τον κόσμο, επρόκειτο φυσικά να έρθει χάρη στην εξάπλωση του κινηματογράφου, παρότι αρχικά οι αιθουσάρχες ήταν επιφυλακτικοί έναντι της παρουσίας του την ώρα προβολής, φοβούμενοι θορύβους από το μασούλημα και έξοδα λόγω εξαερισμού ενάντια στη χαρακτηριστική “βουτυράτη” μυρωδιά. Οι μικροπωλητές ωστόσο δεν πτοήθηκαν, πουλώντας το σνακ ανεβοκατεβαίνοντας στους διαδρόμους των αιθουσών. Μετά το κραχ του 1929, οι ιδιοκτήτες των κινηματογράφων άλλαξαν γνώμη, και άρχισαν να επιτρέπουν στους μικροπωλητές να στέκονται έξω από το σινεμά έναντι καταβολής “ενοικίου” ενός δολαρίου τη μέρα. Ως φθηνότερο από άλλα σνακ, το ποπ κορν είδε τις πωλήσεις του να εκτοξεύονται στα χρόνια της ύφεσης, ενώ το 1938 ένας αιθουσάρχης στις μεσοδυτικές πολιτείες αποφάσισε να επενδύσει στην εγκατάσταση των πρώτων μηχανών ποπ κορν μέσα στους κινηματογράφους του. Σήμερα, η κατά κεφαλή κατανάλωση ποπ κορν στις ΗΠΑ, που είναι και σχεδόν ο μοναδικός παραγωγός παγκοσμίως, ανέρχεται σε εκατομμύρια κιλά κατ’έτος, τα περισσότερα εκ των οποίων παρασκευάζονται κατ’ οίκον, συνήθεια που δεν έχει επικρατήσει σε άλλες χώρες. Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός πως, παρά την τεράστια διάδοση των γενετικά μεταλλαγμένων καλαμποκιών, στις ΗΠΑ τουλάχιστον, η ποικιλία που προτιμάται για τα ποπ κορν δεν έχει ακόμα τροποποιηθεί, παραμένοντας δηλαδή πολύ κοντά στην αρχική του προέλευση χιλιάδες χρόνια πριν.