«Διαπράξατε κακουργήματα που μόνον βάρβαροι διαπράττουν…» – Η σφαγή του Δομένικου Ελασσόνας αιώνιο στίγμα του φασισμού
Στις 16 του Φλεβάρη 1943 οι Ιταλοί κατακτητές με τους ντόπιους συνεργάτες τους, τους «Λεγεωνάριους», που τους είχαν συγκροτήσει σε ένοπλες συμμορίες, εισβάλλουν στο χωριό Δομένικο Ελασσόνας, σκοτώνουν με πρωτοφανή αγριότητα όλους τους άντρες πάνω από 17 ετών, λεηλατούν και βάζουν φωτιά στα σπίτια του χωριού.
Στις 16 του Φλεβάρη 1943 οι Ιταλοί κατακτητές με τους ντόπιους συνεργάτες τους, τους «Λεγεωνάριους», που τους είχαν συγκροτήσει σε ένοπλες συμμορίες, εισβάλλουν στο χωριό Δομένικο Ελασσόνας, σκοτώνουν με πρωτοφανή αγριότητα όλους τους άντρες πάνω από 17 ετών, λεηλατούν και βάζουν φωτιά στα σπίτια του χωριού. Το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα των φασιστών κατά των άοπλων κατοίκων του Δομένικου, ακολούθησε την επίθεση ανταρτών του ΕΛΑΣ στα ιταλικά στρατεύματα κατοχής που τους προκάλεσε σοβαρές απώλειες.
Στην εκτέλεση των άοπλων κατοίκων του Δομένικου που έγιναν στη θέση «Καυκάκι» και κράτησαν όλη τη νύχτα, πρωτοστάτησε ο πρόεδρος του χωριού Ν. Χώτος, όργανο των Ιταλών καταχτητών.
Οι επιχειρήσεις των μαυροσκούφηδων Ιταλών και των μελανοχιτώνων της «5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας» του ρουμανόβλαχου «Ντιαμάντε» κράτησαν αρκετές μέρες. Οι δήμιοι έδειξαν πρωτοφανή αγριότητα. Έφτασαν στο σημείο να κόβουν τα δάχτυλα πατριωτών, για να πλιατσικολογήσουν τις βέρες τους. Έκαψαν τα σπίτια του χωριού και σκότωναν τους αγρότες που συναντούσαν στο δρόμο τους. Ο προδότης Χώτος, που είχε φτάσει με λιμουζίνα από τη Λάρισα υποσχόταν στους κατοίκους πως δεν «είχαν να πάθουν τίποτα και να μην απομακρυνθούν από το χωριό», ώστε οι Ιταλοί να τους πιάσουν όλους. Κι όταν ήρθε η στιγμή, τότε έλεγε στους Ιταλούς: «Όλοι τους από 14 χρόνων και πάνω είναι αντάρτες». Οι Ιταλοί και οι λεγεωνάριοι επιδόθηκαν στο φρικτό έργο τους. Λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τα σπίτια και άρχισαν τις πρώτες εκτελέσεις.
Όσοι άνδρες βρέθηκαν στο χωριό, γύρω στους 150, πιάστηκαν και πριν βραδιάσει είχαν μεταφερθεί στον τόπο της μάχης, στην οποία οι Ιταλοί είχαν 60 νεκρούς και άλλους τόσους τραυματίες. Κι εκεί οι Ιταλοί κάλεσαν να βγουν από τη φάλαγγα το γέρο – παπά, Παπαδημητρίου, τον Θωμά Ζιάγκα, δάσκαλο και άλλους προεστούς του χωριού, συνολικά 9 άτομα. Τότε οι Ιταλοί φασίστες μπροστά στους άλλους Δομενικιώτες ρίχτηκαν πάνω τους με τα μαχαίρια και τις ξιφολόγχες και τους έσφαξαν και τους εννιά σαν τ’ αρνιά.
Ύστερα φόρτωσαν μερικούς κρατούμενους στ’ αυτοκίνητα που άρχισαν να κινούνται αργά προς τη Λάρισα. Οι υπόλοιποι ακολουθούσαν πεζοί. Περνώντας από το χωριό Μυλόγουστα το πυρπόλησαν και όσους κατοίκους έπιασαν, τους εκτέλεσαν. Φτάνοντας στη θέση «Καυκάκια», στο 31ο χιλιόμετρο πρόλαβε τη φάλαγγα μια μαύρη ιταλική κούρσα, απ’ όπου δόθηκε η διαταγή να εκτελεστού» οι κρατούμενοι επιτόπου. Στο φως του φεγγαριού που ήταν γεμάτο, άρχισε η απερίγραπτη σφαγή. Οι Ιταλοί άρπαζαν κατά εξάδες τα θύματά τους, τα έστηναν λίγα μέτρα μπρος απ’ τα πολυβόλα και τα θέριζαν. Η σφαγή κράτησε όλη τη νύχτα.
Ο Πέτρος Κιάτος, καθώς πήγαινε να κατέβει από το αυτοκίνητο, πήδησε πάνω στον Ιταλό φρουρό, τον ξάπλωσε κάτω και έφυγε τρέχοντας, ενώ πίσω του τον πυροβολούσαν. Μέσα στη σύγχυση και με ανάλογους τρόπους γλίτωσαν κι άλλοι.
Πέντε Δομενικιώτες στημένοι μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα έπεσαν κάτω με τις πρώτες ριπές, χωρίς να χτυπηθούν και σκεπάστηκαν από τα κορμιά των άλλων συμπατριωτών τους. Έτσι σκεπασμένοι και μέσα σε λίμνη αίματος έμειναν όλη τη νύχτα και σώθηκαν. Το πρωί, όταν άρχισε να ροδίζει η αυγή, σαν φαντάσματα σηκώθηκαν και κατατρομαγμένοι από το μακάβριο θέαμα που τους τριγύριζε, άρχισαν να κινούνται. Ένας από αυτούς ο Βαγγέλης Ντάσιος, όπως γράφει στο βιβλίο του «Σφαγή στο Δομένικο» ο Λαμ. Βουλγαράκης, διηγήθηκε τα εξής:
«Μόλις βγήκα από τα πτώματα αρχίζω να τρέχω μες στη νύχτα. Κάπου βλέπω μιαν άλλη σκιά να κινείται. Καταλαβαίνω πως είναι συγχωριανός μου που σώθηκε, όπως κι εγώ, μα δεν μπορώ να ξεχωρίσω το πρόσωπο και τα ρούχα του. Όλα του είναι βουτηγμένα στο αίμα. Αλλά και κείνος δεν με γνωρίζει, και το δικό μου πρόσωπο είναι πασαλειμμένο από αίματα. Ούτε να μιλήσουμε μπορούσαμε από τη μεγάλη συγκίνηση».
Ο διοικητής Χωροφυλακής Ελασσόνας, Μοίραρχος Νικόλαος Μπάμπαλης, αναστατώνεται από το χαλασμό του Δομένικου. Είναι οικογενειάρχης και ζει στερημένα μόνο από το μισθό του. Όμως αυτό δεν τον εμποδίζει, και χωρίς να λογαριάσει καριέρα και το μέλλον των κοριτσιών του, να κάνει αναφορές προς το δοσιλογικό υπουργείο Εσωτερικών, τον Ιταλό Φρούραρχο, το Αρχηγείο Χωροφυλακής και τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, που μέσα τους συμπυκνώνεται όλη η λεβεντιά, ο ανθρωπισμός, η αντρειοσύνη του Έλληνα πατριώτη.
«Διαμαρτύρομαι» γράφει μεταξύ άλλων στην αναφορά του προς τους Ιταλούς «ως αξιωματικός και ως άνθρωπος, διά τα αποτρόπαια εγκλήματα τα οποία διέπραξε ο στρατός σας εις Δομένικον, εναντίον άοπλων και αθώων ανθρώπων, οι οποίοι βασισθέντες εις τας επισήμους υποσχέσεις σας, όπως οσάκις μεταβαίνουν Ιταλοί στρατιώται εις τα χωριά των, να παραμένουν εις τας οικίας των, μη διατρέχοντες κανένα κίνδυνον. Γνωρίζετε βεβαίως ότι τον άμαχον πληθυσμόν προστατεύουν διεθνείς νόμοι και συνθήκαι, τας οποίας δεν εσεβάσθειτε. Είσθε το πλέον πεπολιτισμένον κράτος της Ευρώπης και όμως διαπράξατε κακουργήματα που μόνον βάρβαροι διαπράττουν».
Πραγματικός καταπέλτης το «κατηγορώ» του γενναίου πατριώτη. Οι Ιταλοί λύσσαξαν. Τον συλλαμβάνουν και τον πάνε δεμένο στη Λάρισα. Το έκτακτο Στρατοδικείο που συγκροτείται, τον καταδικάζει σε θάνατο. Δεν εκτελείται όμως γιατί η καταδίκη του είναι με ψήφους 4 – 1. Τον μεταφέρουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ιταλία και υποφέρει τα πάνδεινα. Επιζεί όμως. Μετά το τέλος του πολέμου επιστρέφει. Το μισαλλόδοξο καθεστώς της εποχής τον αγνοεί. Ο ίδιος πικραμένος λέει: «Με κρίνουν ανάξιοι άνθρωποι, μετά τον Δεκέμβριον επέπλεαν οι φελλοί».
Η σφαγή του Δομένικου Ελασσόνας, ένα ακόμα δείγμα της φασιστικής θηριωδίας, μένει ένα ακόμα αιώνιο στίγμα του φασισμού και συγκλονιστικό παράδειγμα των μεγάλων θυσιών του λαού μας.
*Στοιχεία από την έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ “Έπεσαν για τη ζωή” και τον Ριζοσπάστη (1/3/1996)