Γιώργος Ιωάννου: «Δίνω την άποψη της τάξης μου απέναντι στις άλλες τάξεις…»
“Μιλώ μέσα από μια οικογένεια προλεταρίων της Θεσσαλονίκης, που ζούσε σ’ ένα περιβάλλον προλεταριακό…Έτσι δίνω την άποψη της τάξης μου απέναντι στις άλλες τάξεις της πόλης…Αρκετές φορές αντιμετώπισα λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης που διαρηγνύαν τα ιμάτιά τους λέγοντας «μα θα βάλουμε την πολιτική στη λογοτεχνία;»”
Ο Γιώργος Ιωάννου ανήκει στις πιο δυνατές φωνές που ανέδειξε η δεύτερη μεταπολιτευτική γενιά της Θεσσαλονίκης. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από γονείς πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης, στις 20 του Νοέμβρη 1927 και έφυγε από τη ζωή στις 16 του Φλεβάρη 1985.
Από το 1956 και ως το 1971 εργάστηκε ως φιλόλογος σε διάφορα -ιδιωτικά και δημόσια- σχολεία της Ελλάδας και στη Βεγγάζη της Λιβύης. Το 1971 μετατέθηκε σε αθηναϊκό γυμνάσιο και λίγο αργότερα στο Υπουργείο Παιδείας, όπου παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το θέατρο, το δοκίμιο, το χρονογράφημα, τις μεταφράσεις αρχαιοελληνικών κειμένων και τη λαογραφία.
Πήρε μέρος σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές και δημοσίευσε κείμενά του στον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο. Τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1979 για το έργο του “Το δικό μας αίμα”).
Με αφορμή τη βράβευσή του αυτή συνομίλησε με την Έλενα Χουζούρη για λογαριαμό του Ριζοσπάστη. Όσα δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα (ακολουθούν αποσπάσματα) ακριβώς πριν από σαράντα χρόνια, είναι εξόχως διαφωτιστικά για την προσωπικότητα και το έργο ενός από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες, όχι μόνο της Θεσσαλονίκης, μα της Ελλάδας ολόκληρης.
Γεννημένος το 1927 στη Θεσσαλονίκη από γονείς πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης, ο Γιώργος Ιωάννου θα παρακολουθήσει μέσα από την ανακύκληση της οικογενειακής μνήμης τη δραματική εμπειρία του προσφυγικού ξεριζωμού και της αναζήτησης μιας νέας ζωής…
Ζυμωμένος με την πυκνή ατμόσφαιρα της λαϊκής Θεσσαλονίκης, θα περιφέρει αργότερα τη δική του μνήμη και θα κωδικοποιήσει μέσα στα γραφτά του όσα η αλλοτριωμένη αστική πραγματικότητα καταστρέφει συστηματικά. Τα βυζαντινά τείχη, τους τουρκομαχαλάδες, τα παραγκόσπιτα των προσφύγων, την οδό Ευριπίδου με το φύρδην μίγδην καλντερίμι της, την Αγίου Δημητρίου με το ξακουστό καφενείο της, τον «Σκοπό» και, κατεβαίνοντας, την Διαγώνιο, το Καπάνι, την πλατεία Αγίου Βαρδαρίου και πάλι τα τείχη. Κι ανάμεσα σ’ αυτά, τη λαϊκή ψυχή, που ζούσε τις δικές της περιπέτειες έτσι όπως ξεπηδούσαν από την πολυπλοκότητα των καιρών αλλά και της πόλης, που ακόμα ανάσαινε τον απόηχο μιας άλλης εποχής.
Ο συγγραφέας θα συνενώσει τις βιωματικές του εμπειρίες με τη λαϊκή ψυχή, έτσι ώστε σε κάποια φάση, η γλώσσα του να ξεπεράσει τον βορειοελλαδίτικο χώρο και να συναντηθεί με την υπόλοιπη Ελλάδα. Οι μέρες του Μάη του ’36, η δικτατορία του Μεταξά, ο παγκόσμιος πόλεμος, η εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, η Αντίσταση, η απελευθέρωση, αποτελούν τα βασικά ερεθίσματα της πεζογραφίας του Ιωάννου.
Ο ίδιος καθορίζοντας την ταυτότητά του λέει:
«Είμαι ένας βιωματικός συγγραφέας που δεν μπορεί να γράψει κάτι που δεν έχει ζήσει κι αυτό πιστεύω ότι πρέπει ν’ αποτελεί τον κανόνα. Γιατί αυτά που έχεις γνωρίσει εσύ ο ίδιος μπορείς να τα πεις καλύτερα…»
Θέλοντας να συγκεκριμενοποιήσει και να τοποθετήσει την προβληματική του απέναντι στα πράγματα της Θεσσαλονίκης, που μεταφέρει στο χαρτί του, ο Γιώργος Ιωάννου ξεκαθαρίζει ότι δεν μιλά για την πόλη σ’ όλη της την πολυπλοκότητα, αλλά για κείνη των εργατικών συνοικιών:
«Εγώ μιλώ μέσα από μια οικογένεια προλεταρίων της Θεσσαλονίκης, που ζούσε σ’ ένα περιβάλλον προλεταριακό. Πιστεύω δηλαδή ότι μιλώντας για όλα αυτά τα πράγματα που αφορούν την πόλη, δίνουν τη Θεσσαλονίκη που έπιασε το μάτι μου, αλλά δίνουν και την άποψη της τάξης μου απέναντι στις άλλες τάξεις της πόλης. Και στη συνέχεια δίνοντας αυτή την άποψη συγκεκριμένα, είναι σα να μιλώ όχι μόνο για τη Θεσσαλονίκη, αλλά και για όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας που έχουν παρόμοια προβλήματα, αφού η έννοια της πόλης περιέχει κοινές συνιστώσες που λειτουργούν κάτω από τις ίδιες κοινωνικές δυνάμεις».
Ο πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου ξεπήδησε από τον ποιητή. Από καμιά τουλάχιστον ανθολόγηση των ποιητών της Θεσσαλονίκης δεν λείπει το όνομά του. Το ποιητικό του έργο δεν είναι μεγάλο. Το αποτελούν δυο ποιητικές συλλογές – «Ηλιοτρόπια» (1954) [έντεκα «ολιγόστιχα ποιηματάκια», όπως χαρακτηρίζει ο ίδιος την παρθενική ποιητική παρουσία] και «Τα χίλια δένδρα (1963). Από το 1963 και μετά ο ποιητής περνά το κατώφλι της πεζογραφίας και μένει οριστικά σ’ αυτή.
Στην ποίησή του υπάρχουν μόνο ψήγματα κοινωνικής συνείδησης. Για την πεζογραφία του ο ίδιος λέει:
«Η ποίηση με βοήθησε να τελειοποιήσω τα εκφραστικά μου μέσα, αλλά η πεζογραφία με έκανε να εκφραστώ πληρέστερα. Θεωρώ οπωσδήποτε το πεζογράφημα ωριμότερη μορφή έκφρασης, αλλά δεν μπορώ να δω μεγάλες διαφορές θεματικής ανάμεσα στην ποίησή μου και την πεζογραφία μου.(…)
Ο Γιώργος Ιωάννου είναι ένας «αιρετικός» του λογοτεχνικού του χώρου, γιατί τόσο στην πεζογραφία όσο και στην ποίησή του αποκόβεται αποφασιστική από το ιδιαίτερο εκείνο λογοτεχνικό ρεύμα που δημιούργησε η Θεσσαλονικιώτικη γενιά του ’30 και που ο Π. Σπανδωνίδης και οι περί το περιοδικό «Μακεδονικές μέρες» ονόμασαν «Σχολή της Θεσσαλονίκης».
Ο εσωτερικός μονόλογος, οι έντονες τάσεις φυγής σε ονειρικές καταστάσεις και η αποστροφή στο πραγματικό, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις μεμονωμένων έργων και όχι συγγραφέων, συνιστούν παράδοση της λογοτεχνικής Θεσσαλονίκης. Η κοινωνική συνείδηση παρουσιάζεται ελάχιστα βιωμένη στη λογοτεχνία αυτής της πόλης, με τους κατά τ’ άλλα ιδιαίτερα έντονους αγωνιστικούς κραδασμούς. Κι όμως ο Γιώργος Ιωάννου εκφράζεται μέσα από την πραγματικότητα, νοιώθοντας μια έντονη αποστροφή στο ονειρικό. Ο ίδιος εξηγώντας την αντίθετή του αυτή τοποθέτηση στο λογοτεχνικό σώμα της Θεσσαλονίκης, λέει:
«Είναι γεγονός – έχω αρχίσει και γω να το παραδέχομαι – ότι υπάρχουν τα κοινά εκείνα χαρακτηριστικά που συνιστούν τη λεγόμενη «Σχολή της Θεσσαλονίκης» και που επικεντρώνονται στην αδιαφορία για την πραγματικότητα κι ό,τι συμβαίνει σ’ αυτήν. Εγώ ξέφυγα απ’ αυτή την παράδοση, ίσως γιατί ήμουν πάντα συνδεδεμένος με την Αθήνα, καθώς και με τα δικά της λογοτεχνικά ρεύματα. Εδώ οι λογοτέχνες της Αριστεράς βασικά, αλλά και της Δεξιάς μερικές φορές έπαιρναν θέση απέναντι στα πράγματα. Έλεγαν την άποψή τους. Αυτό εγώ το θεώρησα πάντα βασικό χρέος του συγγραφέα. Αρκετές φορές αντιμετώπισα λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης που διαρηγνύαν τα ιμάτιά τους λέγοντας «μα θα βάλουμε την πολιτική στη λογοτεχνία;
Έπειτα εγώ είμαι διαφορετικής ταξικής καταγωγής, σε σύγκριση με τους παλαιότερους λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης. Γιατί – για να μη το κρύβουμε – οι περισσότεροι απ’ αυτούς, και από τους νεώτερους ακόμα, είχαν κάποια οικονομική βάση, όπου πατούσαν και ξεκινούσαν να γράψουν. Νομίζω ότι αυτή η οικονομική άνεση δημιουργεί σ’ αυτόν που την έχει μια γαλήνη και μια άλλη εικόνα των πραγμάτων.
Εγώ επίσης έχω πολύ ζωηρό ενδιαφέρον για τα ιδεολογικά ρεύματα και για τις συγκεκριμένες πολιτικές εξελίξεις. Από πολύ μικρό παιδί διάβαζα εφημερίδες και μάλιστα στον πόλεμο μάζευα κιόλας. Νομίζω ότι το διάβασμα εφημερίδας είναι προϋπόθεση για να είσαι σωστός πολίτης και σωστός συγγραφέας».
Μόνο από τον Ν.Γ. Πεντζίκη και λιγότερο από τη Ζωή Καρέλλη επηρεάστηκε στα πρώτα του βήματα ο Γιώργος Ιωάννου. Τα διδάγματα που πήρε από τον πρώτο, όπως λέει ο ίδιος, περιορίζονται στην αποφυγή των γενικοτήτων και στην καταγραφή του συγκεκριμένου. Ταυτόχρονα ο συγγραφέας επηρεάζεται από τον Γιάννη Ρίτσο και τις πρώτες ποιητικές συλλογές που είχε εκδώσει πριν το ’50, τον Κ. Καβάφη αργότερα, τον Γ. Θεοτοκά και γενικότερα από τη λεγόμενη γενιά του ’30.
Ένας βασικό σημείο αναφοράς της πεζογραφίας του Γιώργου Ιωάννου είανι οτ ελευταίος πόλεμος. Οι τελευταίες παιδικές του μνήμες και οι πρώτες εφηβικές έχουν σφραγιστεί από τις απάνθρωπες και παράλογες εμπειρίες του πολέμου. Στο βραβευμένο του βιβλίο «Το δικό μας αίμα» (Α’ βραβείο διηγήματος), ο συγγραφέας αφιερώνει πολλές σελίδες για να μεταφέρει στους συγχρόνους του τις πραγματικές αυτές εμπειρίες και ταυτόχρονα να κάνει γνωστά τα σχεδόν άγνωστα για πολλούς γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκείνη την περίοδο στη Θεσσαλονίκη. Ο ίδιος εκφράζει την κατάπληξή του για το πώς οι άλλοι λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης μετά τη διάρκεια του πολέμου δεν επηρεάστηκαν καθόλου απ’ αυτόν…