Μακρόνησος, 1 Μάρτη 1948: «Στο λιμάνι απλωνόταν ένα απέραντο σφαγείο…»
Ο Μπαϊρακτάρης πυροβολούσε ασταμάτητα. Μπρος πίσω μας πυροβολούσαν. Μπρος πίσω ο θάνατος. Μακελειό…Ο Σαλβαράς πρόσταζε: βαράτε στο ψαχνό, θάνατο στα σκυλιά, τ’ αυτόματα να κροταλίζουν να γαζώνουν κορμιά. Φωνές, κλάματα, αίματα και παντού πόνος και θρήνος…Στη θάλασσα βούτηξαν χιλιάδες. Κορμιά σκοτωμένα, πνιγμένα πλέανε στον αφρό…
Αυτό είναι το δεύτερο μέρος της αναφοράς μας στη σφαγή της Μακρονήσου…
Στις 29 Φλεβάρη και 1 Μάρτη 1948, οι οπλισμένοι αλφαμίτες εξαπολύουν δολοφονική επίθεση εναντίον των αόπλων φαντάρων του Α’ Τάγματος στη Μακρόνησο (ΑΕΤΟ). Ταυτόχρονα περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού υπό τον συνταγματάρχη Μπαϊρακτάρη και δεσμοφύλακες της Μακρονήσου βάλλουν κατά των κρατουμένων. Ακολουθούν σκηνές βγαλμένες από τη κόλαση. Εκατοντάδες οι νεκροί, περισσότεροι τραυματίες, άνθρωποι που χάνουν τα λογικά τους, όλοι τους «επικίνδυνοι κομμουνισταί»… … Η εφημερίδα του ΔΣΕ, «Εξόρμηση», γράφει για έγκλημα που ξεπερνάει σε αγριότητα και τα χιτλερικά εγκλήματα…
45 χρόνια αργότερα ο Φίλιππος Γελαδόπουλος, ανασυνθέτει το τραγικό διήμερο. Αφού μίλησε και συνεργάστηκε με εκατοντάδες μάρτυρες, παρουσιάζει τα στοιχεία, που διασταύρωσε, στο βιβλίο του «Μακρόμησος, Η μεγάλη σφαγή του 1948» (εκδ. Αλφειός). Για πρώτη φορά αποκαλύπτεται η έκταση της σφαγής και τεκμηριώνεται ο αριθμός των νεκρών. Ακολουθούν αποσπάσματα από το βιβλίο.
Δείτε εδώ το πρώτο μέρος (29 Φλεβάρη 1948):
Μακρόνησος, 29 Φλεβάρη 1948: «Αίσχος! Αίσχος! Αδέρφια, μας σκοτώνουν!…»
Β’ Μέρος
Γράφει: ΖΗΚΟΣ ΝΤΙΝΟΣ
Στις 11η ώρα ακριβώς άρχισε το μεγάλο μακελειό. Πυρά συνδυασμένα από τα υψώματα ένα γύρω, όλο το ημικύκλιο, πυρά και από τη θάλασσα. Πολυβόλα, όλμοι, μυδραλιοβόλα. Η σάλπιγγα από τη μεριά της φρουράς παιάνιζε το προχωρείτε – προχωρείτε το σάλπισμα αυτό συνοδευόταν από τα έξαλλα ουρλιαχτά των επιτιθεμένων: Απάνω τους!!! Κομμούνες θα πεθάνετε… Παραμέναμε ανίκητοι – γαντζωμένοι μέσα στις σκηνές μας. Μέσα μου ένιωθα ένα παγωμένο κενό, ίσως ήταν παγωμένος μέσα μου ο φόβος ή η συνειδητοποίηση του τέλους. Βγήκαμε έξω από τις σκηνές, όλο το τάγμα 5.000 άνθρωποι.
Γράφει: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΥΜΠΕΡΗΣ
Ξαφνικά ακούστηκαν οι ριπές από τα πολυβόλα και τα αυτόματα. Σε κείνη την ελάχιστη στιγμή δεν κυριάρχησε ο τρόμος -αυτός ήρθε μετά – μα η έκπληξη, αφού δεν μπορούσε κανείς να πιστέψει τη φοβερή πραγματικότητα και πως θα δεχόμαστε τα φονικά πυρά. Κι ενώ τα όπλα κροτάλιζαν, εκείνος ο ανθρώπινος όγκος κρατήθηκε όρθιος κι άρχισε να ψάλλει τον Εθνικό Ύμνο. Οι ένοπλοι ξαφνιάστηκαν και σταμάτησαν για λίγο. Μα για λίγο μόνο, γιατί σαν ομαδική φωνή με τη στροφή Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη συντάραξε το γύρω χώρο, τα όπλα ξανάρχισαν. Τα σώματα έπεφταν νεκρά τόνα μετά το άλλο. Άλλοι βαμμένοι στο ίδιο τους το αίμα. Άλλοι καλούσαν για βοήθεια, άλλοι ακίνητοι νεκροί, δεν είχαν πια καμιά ανάγκη, άλλοι έτρεχαν αλλόφρονες και προσπαθούσαν να κρυφτούν.
Γράφει: ΝΙΚΟΣ ΜΑΝΑΡΑΚΟΣ
Οι κρατούμενοι πετάχτηκαν όλοι όρθιοι, βάλανε τις φωνές. Αίσχος…όχι άλλο αίμα… Μη σκοτώνετε άοπλους.
Προς στιγμή τα όπλα σίγησαν, σα να κάμφθηκαν. Ίσως να μη περίμεναν αυτή τη μαζική, την ολική αντίδραση των κρατουμένων. Αλλά μετά λίγα λεπτά της ώρας, οι υπερασπιστές της πατρίδας όρμησαν λυσσαλέα κατά των κρατουμένων. Όλα τα όπλα βάζανε πάνω μας στο ψητό. Τα παλικάρια πέφτανε νεκρά, το ένα κατόπιν του άλλου. Οι ροπαλοφόροι τσάκιζαν στο ξύλο τους κρατούμενους. Όρθωναν τα μπαμπού και τα στυλιάρια των σκαπανικών και με δύναμη χτυπούσαν τ’ ανθρώπινα κουφάρια. Όποιον πάρει ο χάρος!!
Η αλλόφρων εκείνη μάζα των κρατουμένων ενσυνειδήτως πήρε την απόφαση να πεθάνει. Όρθιοι με φωνή ψάλανε τον Εθνικό Ύμνο. Πέντε χιλιάδες καρδιές χτυπούσαν με τον ίδιο ρυθμό, σ’ ένα χτύπο. Ένας ροπαλοφόρος με μια χτυπησιά άνοιξε το κεφάλι του κρατούμενου και πριν σωριαστεί τινάχτηκαν μυαλά και αίμα, στα πέντε μέτρα. Σ’ άλλο σημείο ο νεκρός Αμυράλης Βενιζέλος από σφαίρες έπεσε πάνω στα σχοινιά της σκηνής και το αίμα ανάβλυζε απ’ τα θανάσιμα τραύματά του, σε σχήμα πίδακα. Μέσα στη σκηνή εκτελέστηκε άρρωστος, κρατούμενος. Εκτελέστηκαν τραυματίες, που δεν μπορούσαν να μετακινηθούν.
Όσοι τόλμησαν να ξεκόψουν προς το Β’ Τάγμα, θερίστηκαν από τ’ αυτόματα. Το αίμα έτρεχε ποτάμι…
Γράφει: ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΝΔΗΛΑΣ
Οι ένοπλοι κατέβαιναν τρέχοντας κι οι αξιωματικοί με τα πιστόλια πυροβολούσαν. Δίπλα μου ο νερουλάς, ο Κρητικός ο Δημήτρης Κουτσουδάκης, ωχ Μάνα μου έβγαλε σβηστή φωνή και σωριάστηκε. Το κεφάλι του είχε θρυψαλιάσει. Ήταν νεκρός. Ριπές, αίματα, η Κόλαση του Δάντη… Θέαμα ασύλληπτο, φρικιαστικό, αδύνατο κάθε περιγραφής…
Γράφει: ΘΩΜΑΣ ΚΟΥΒΑΣ
Άρχισαν να κατηφορίζουν από το λόφο πάνοπλοι αλφαμίτες με στολές μάχης και κράνη σχηματίζοντας ένα τόξο που άρχιζε από το λόφο και κατέληγε στη θάλασσα, χτυπώντας με όλα τους τα όπλα, την ανυπεράσπιστη εκείνη ανθρώπινη μάζα, που σάρωσαν κυριολεκτικά τους πρώτους της μάζας των χιλιάδων ανθρώπων. Μα τα δολοφονικά βόλια δεν στάθηκαν ικανά να μας λυγίσουν. Το αίμα που βλέπαμε μπροστά στα μάτια μας, άρχισε να μας ζαλίζει.
Η ανθρώπινη μάζα των χιλιάδων πεινασμένων, άγρυπνων, παγωμένων και καταταλαιπωρημένων στρατιωτών άρχισε να ψάλλει τον Εθνικό Ύμνο. Ο ύμνος αυτός της Λευτεριάς βγαλμένος μέσα από την ψυχή μας αντιλαλούσε στις άγριες χαράδρες κι έφτανε ψηλά στα ουράνια. Οι αδίστακτοι δολοφόνοι άρχισαν να πυροβολούν πάνω μας. Ο κρότος των πολυβόλων, οι κραυγές των πρώτων κτυπημένων, μαζί με τον ύμνο που ψαλλόταν με μεγαλύτερο πάθος, συνέθεταν ένα τρομακτικό πανδαιμόνιο.
Αμέτρητοι νεκροί και τραυματίες, έπεσαν στο χώμα.
Γράφει: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΥΡΓΙΩΤΗΣ
Μεμιάς οι πέντε χιλιάδες φαντάροι ξέσπασαν σε κραυγές αποδοκιμασίας. Γιατί μας σκοτώνετε, γιατί μας σκοτώνετε;
Τρέχαμε πανικοβλημένοι. Δεν ξέραμε που να καλυφτούμε. Η φωτιά και το πυρακτωμένο σίδερο μας κυνηγούσαν. Μέσα σε κείνο το κεραυνοβόλημα και τις φωνές αγωνίας μας σκοτώνουν, μας βασανίζουν ακούστηκε ο Εθνικός Ύμνος. Συγκίνηση, δάκρυα και ρίγη μας συγκλονίζουν. Όσοι ήτανε όρθιοι στους διαδρόμους θερίζονταν. Αίματα, λυπητερές φωνές βοήθεια, βοήθεια, αδέρφια με βαράνε. Δραματικές στιγμές. Άλλοι μπαίναν στις σκηνές, άλλοι βγαίναν.
Μεμιάς μέσα στις σκηνές, πέσαμε κάτω με τα μούτρα. Ο ένας πάνω στον άλλο. Κουβάρι… Τρέμαμε… Και τα πολυβόλα να ρίχνουν πάνω μας και να γαζώνουν κορμιά. Αίματα, νεκροί, βογγητά… Θρήνος. Μας είχανε σμπαραλιάσει… Το στρατόπεδο τραντάζονταν από φωνές είστε δολοφόνοι, είστε φασίστες. Έχω το κεφάλι μου στις φούχτες. Δεν βλέπω μονάχα ακούω να σφυρίζουν οι πυροβολισμοί ξυστά απ’ το κεφάλι μου. Ανατριχιάζω. Κάποιος με σκουντάει. Και να καλυφτεί κοντά μου. Ένας πέφτει πάνω μου. Ένα σβηστό αχ ακούστηκε. Τα δάχτυλα αγγίζουν ένα ζεστό γλιστερό πολτό. Σάρκα είναι; μυαλά; Σα να σαλεύει.. Αποτραβήχτηκα. Τώρα ένα υγρό γλυκόπυχτο, νιώθω στη γλώσσα, αναγουλιάζω… Ξαφνικά τα πολυβόλα σίγασαν. Όλα σταμάτησαν.
Μέσ’ την αλλοφροσύνη, που μας έδερνε βαλθήκαμε να βοηθάμε τους λαβωμένους. Σκίζαμε πουκάμισα και δέναμε πληγές.
Ορμούν τα λεφούσια
Αλλά σε λιγοστές στιγμές οι αλφαμίτες, που ήταν μπροστά μας, στα πλάγια, στα υψώματα, ρίχτηκαν κατά πάνω μας, ουρλιάζοντας Θάνατο στους Βούλγαρους, Βούλγαροι παραδοθείτε. Με τ’ αυτόματα βαρούσαν μέσα στις σκηνές. Βαρούσαν στο ψαχνό. Συγκλονισμός… Αγωνιώδικες κραυγές μας σκοτώνουν, μας σκοτώνουν ακούγονταν από παντού. Κι οι φωνές να μη σταματούν.
«Αδέλφια είμαστε, γιατί μας σκοτώνετε. Οι αλφαμίτες όμως δεν άκουγαν τίποτα. Ο Σαλβαράς πρόσταζε: βαράτε στο ψαχνό, θάνατο στα σκυλιά, τ’ αυτόματα να κροταλίζουν να γαζώνουν κορμιά. Ήτανε και αλφαμίτες που κράταγαν χοντρά μακριά ρόπαλα. Τα κοπανούσαν στα κεφάλια και τ’ άνοιγαν στη μέση σαν καρπούζια. Φριχτό να βλέπεις κορμιά να σωριάζονται και να σπαρταρούνε. Με τους αλφαμίτες, ήρθαμε σώμα με σώμα. Εμείς βάζαμε ασπίδες τις παλάμες μας για να τους αποκρούσουμε. Αυτοί ακουμπάγανε τις κάνες πάνω μας και πιέζανε τη σκανδάλη. Λύσσα, κτηνωδία. Σα στάχυα πέφτανε τα κορμιά. Λαβωμένοι αίματα. Οι φαντάροι, πέντε χιλιάδες μπροστά στο μακελειό αγανακτισμένοι, κραύγαζαν. Είστε δολοφόνοι, είστε δολοφόνοι, χαλασμός, από ριπές, πολυβολισμούς, βογγητά, ψυχομαχητά, αδέρφια αφήνω τη ζωή, όποιος ζήσει να γράψει.
(…) Όποιον πιάνουν τον σέρνουν για τον 7ο λόχο… να υπογράψει, και τα ρόπαλα να οργώνουν το κορμί του. Αίματα, κραυγές πόνου, κάναμε να προφυλαχτούμε πίσω από τα πεζούλια, πίσω από τους νεκρούς μας, αλλά πηδούσαν οι αλφαμίτες και με τ’ αυτόματα μας γάζωναν. Τρόμος, απόγνωση, δεν γνώριζε η Μάνα το παιδί και το παιδί τη Μάνα. Αιώνας μας φαίνεται τα δευτερόλεπτα. Έχανε ο άνθρωπος το λογικό του, τον εαυτό του.
Ο Παντελής Γραίζος είναι σκυμμένος και βοηθάει ένα λαβωμένο, μα δυό άλλοι πέφτουν πάνω του κι όλοι λούζονται στα αίματα. Στο ψαχνό, στο ψαχνό, ουρλιάζει ο ανθυπολοχαγός Καμπούρογλου. Ένα αδύνατο φανταράκι με τα χέρια ψηλά παρακαλεί μη με σκοτώσετε, αδέλφια είμαστε, αλλά ένας αλφαμίτης αδειάζει το Στάγιερ στην κοιλιά του. Σα να μου κόπηκε η φωνή. Ανθρωποκυνηγητό από πεζούλι σε πεζούλι ταμπουρωνόμαστε. Ο Κατσιμίχας, ο Σαλβαράς, δε σταματάνε να προστάζουν σκοτώστε τα σκυλιά, στο ψαχνό στο ψαχνό. Τώρα χτενίζουν τις σκηνές, μη τυχόν και τους ξέφυγε κανένας. Όπου δουν να σαλεύει κάποια ψυχή, την αποτελειώνουν. Εξολοθρεμός. Οι χιλιάδες φαντάροι συνεχώς κραυγάζουν Αίσχος, αίσχος, είστε δολοφόνοι… Οι αλφαμίτες σε μανιασμένες επιθέσεις Σώστε με, Σώστε με, φωνάζει κάποιος. Μα ποιος να τον σώσει; Αίματα, λαβωμένοι, σωροί τα πτώματα, πως να συγκρατήσεις το λογικό. Αυτή η βουή. Ούτε μπορείς να σηκώσεις το κεφάλι, να δεις τι γίνεται στους άλλους λόχους. Έτσι και σηκώσεις το κεφάλι, σούρχεται η ριπή συστημένη. Παντού, μπροστά μας, δίπλα, παντού καπνοί, φλόγες, ριπές, νεκροί, λαβωμένοι και το τραγούδι έχετε γεια βρυσούλες. Είναι και κάτι παιδιά που σαλεύουν ανάμεσα στις σφαίρες και καλά να βρεθούν πλάι στους λαβωμένους, να τους δώσουν κάποια βοήθεια… Μέσα στις σκηνές, στους διαδρόμους, στοίβα οι νεκροί… Το μάτι σταματάει σ’ ένα κορμί πούναι τ’ ανάσκελα, με στυλωμένα μάτια. Έμενε ακούνητο, παγωμένο. (…)
Αφήγηση: ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΙΑΜΑΝΤΗ
Βλέπω ξαφνικά το φίλο μου τον κιθαρίστα το θεσσαλονικιό, τον Αμυράλη Βενιζέλο, μέσα σε κείνο το καμίνι να στέκεται όρθιος. Ήταν μπλεγμένος ανάμεσα σε δυο σκηνές και γραδομένος σε κάτι τριχιές. Βάζω δυνατή φωνή Βενιζέλο, σκύψε θα σε βρει βόλι. Μα ο Βενιζέλος δεν αποκρίθηκε έμεινε ολόρθος έτσι όπως σ’ άλλες εποχές όταν έπαιζε κιθάρα και μας τραγουδούσε. Με τρόπο τον ζύγωσα. Πάγωσα. Ήταν νεκρός κι απ’ το λαρύγγι του έτρεχε αίμα.
Γράφει: ΘΩΜΑΣ ΚΟΥΒΑΣ
Η σφαίρα ήρθε όπως όλες οι φονικές σφαίρες από τα πυκνά πυρά των στρατιωτών που προέλαυναν, προς τα πάνω μας.
Η σφαίρα βέβαια δεν είχε ταυτότητα. Γινόταν χαμός. Δεν έβλεπες ποιος ήταν ο διπλανός σου. Έβλεπες το τεράστιο μέγα ανθρώπινο σύνολο, να αντιμάχεται με το χάρο. Δεν υπήρχε τότε εκεί ο φίλος, ο’γνωστός. Είχες γίνει μια αδιάσπαστη μάζα. Έψαλες τον Εθνικό Ύμνο κοιτώντας τον ουρανό. Με την υπόκρουση των πυροβολισμοί και μέσα στον ορυμαγδό των κραυγών, των ύμνων των ομοβροντιών και της άγριας επίθεσης που μας έκαναν.
Ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να ξέρεις ποιος ήταν πλάι σου κι αν ήταν σε θέση κάποιος να σε βοηθήσει. Στην κατάσταση που βρισκόμουνα όπως κι όλοι μας, δεν κατάλαβα σχεδόν τίποτα με τον τραυματισμό μου. Ένιωσα ένα σαν κάψιμο στο μηρό και ασυναίσθητα έβαλα το χέρι μου κι ευθύς το τράβηξα καταματωμένο. Η σφαίρα είχε μπει και βγει στο μπούτι μου, στο πλάι χωρίς να μου πειράξει το κόκαλο.
Δεν κάθησα κάτω γιατί σίγουρα θα με σκότωναν τα προελαύνοντα ανθρωποτέρατα, γιατί τους τραυματίες τους χαλούσαν με μια χαριστική βολή στο κεφάλι.
Πότε σκυφτός και πότε σούρνοντας προχωρούσα, η ζωή με καλούσε. Στην παραζάλη μου έσκισα τη φανέλα μου έβγαλα το βρώμικο μαντήλι μου και τάχωσα στο τραύμα μπας και σταματήσω την αιμορραγία. Σε λιγοστή ώρα το τραύμα άρχισε να μουδιάζει. Το πόδι να βαραίνει μα και να παραλύει. Δεν μπορούσα πια να συρθώ άλλο. Το αίμα με περιέλουζε, κι ο πόνος να με φαρμακώνει. Είχα σμπαραλιάσει κυριολεκτικά. Έχανα πια δυνάμεις. Οι αισθήσεις σβήναν σιγά – σιγά, σβήναν, σβήναν… Μετά θαρρείς πως βούλιαζα μέσα σ’ ένα πελώριο καζάνι με κοχλακιστή πίσσα…
Αφήγηση: ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΡΟΥΓΚΑ
Ο σαλπιγκτής πρόσταζε – προχωρείτε – προχωρείτε. Ο Ρενιέρης, ο Χούλιας μαζί με χωροφυλάκους ντυμένους με θερινά πουκάμισα, για να ξεχωρίζουν και να πυροβολάνε κατά πάνω μας, στο ψαχνό, που λέμε. Άλλοι με τα ρόπαλα να βαράνε να σπάνε κεφάλια παΐδια. Ο Μπαρούχος ο μονομάτης, σκότωνε αράδα. Εμείς πανικοβληθήκαμε, μπροστά στη φωτιά… Αίσχος μας σκοτώνουν μια μυριόστομη κραυγή τράνταζε όλο το Α’ Τάγμα.
Ένιωσα χίλιες σφήκες σα να μπήγουν το φαρμακερό κεντρί τους στα μηνίγγια μου…
Βλέπω το Μπασδέκη, το Θανάση, να κάθεται καταγής και να μονολογάει. Τσαφ – τσουφ, κάνει το τραίνο, τσαφ – τσουφ.
Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος, στο πλάι μου νεκρός. Αίματα, παροξυσμός.
Γράφει: ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΤΣΕΑΣ
Εφιαλτικές ώρες, που ούτε εις τον μεσαίωνα δεν εσυνέβησαν. Ένοπλοι με όλα τα πολεμικά μέσα και χωρίς καμίαν προειδοποίηση άρχισαν να χτυπούν εντελώς αόπλους φαντάρους. Χωρίς ουδεμίαν προειδοποίηση. Χωρίς εμείς οι χιλιάδες, διόλου να τους έχουμε εις το παραμικρό ενοχλήσει. Ύπουλη, άτιμη δολοφονική συμπεριφορά απέναντι μας. Όλο το Α’ Τάγμα το έζωσαν στα πυρά. Άστραψε όλο το τάγμα. Εμείς οι φαντάροι ζούσαμε τρομερό δράμα, και έπος μαζί, που ποτέ άλλη φορά δεν γνώρισε η πατρίδα μας. Μια πυρακτωμένη φλόγα σ’ όλα τα σημεία του Α’ Τάγματος. Πολλοί σκοτωμένοι και τραυματισμένοι τριγύρω μου. Οιμωγές, φρίκη. Ώρες τραγωδίας και ομαδικής οδύνης. Σε μια στιγμή νάσου μπροστά μου ένας κρανοφόρος με μακρύ θερινό πουκάμισο και αυτόματο Τόμσον με πυροβόλησε το δεξί χέρι ψηλά στον ώμο, και η σφαίρα τρύπησε όλο μου το μπράτσο. Τυχερός ρε τσίριξε αφρίζοντας και επιπροσθέτως είπε: Δεν έχω άλλη σφαίρα στο γεμιστήρα, σου χαρίζω τη ζωή. Όταν συνήρθα βρισκόμουν στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο Αθηνών και ήταν 4 Μαρτίου 1948.
Αφήγηση: ΣΠΥΡΟΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Η φωτιά μας έρχονταν απ’ το βουνά απ’ τη μια μεριά του δρόμου κι απ’ την άλλη μεριά του δρόμου. Είμασταν μάσα στη φάκα και μας σκοτώνανε. Νεκροί, κι άλλοι με τσακισμένα πόδια, εκλιπαρούσανε να μην τους αφήσουμε. Μα τι να κάναμε, αφού δεν μπορούσαμε να σώσουμε τον εαυτό μας. Σπαραγμός καρδιάς προσπαθούσαμε να γλιτώσουμε.
Τάχα χαμένα. Πιο εκεί απ’ τα ουρητήρια ήταν μια τσιμεντένια γούρνα σα δεξαμενή, που κατασταλάζανε τα κατρουλιά και οι κοπριές μας και μετά τραβούσαν στη θάλασσα. Πάνω στην τρομάρα μου και την απελπισία μου έδωσα ένα πήδο και μπλατς μέσα στη σκατίλα. Από πάνω μου, ρίχτηκαν άλλοι τέσσεροι. Όλοι μαζί καλυφτήκαμε, μαγαριστήκαμε μα σωθήκαμε.
Θυμάται: ΠΑΝ. ΜΠΕΖΙΡΤΖΟΓΛΟΥ
Μέσα σε κείνο το στρόβιλο της φωτιάς, μες’ το σμπαράλιασμα της ψυχής και το σφυροκόπημα του μυαλού καμπανίζουν στ’ αυτιά μας, κείνα τα λόγια των λαβωμένων συναδέλφων μας. Των συναδέλφων μας που χαροπάλευαν αβοήθητοι, που χτυπήθηκαν αναίτια από άλλους Έλληνες. Τα λόγια των συναδέλφων μας «μη μας ξεχάσετε αδέλφια» σπαραχτικά, ξεθωριασμένα, καταπνιγμένα, έρχονται απ’ όλα τα σημεία του Α Τάγματος και τ’ ακούμε ολοένα, ολοένα «μη μας ξεχάσετε αδέλφια», τα λόγια αυτά των συναδέλφων μας, που αργοσβήναν πλημμυρισμένοι στα αίματα, μας φέρνουν ένα πάγωμα, ένα ρίγος στο κορμί.
Μιλάει: ΞΕΝΟΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Είμαι πλάι – πλάι με το Γιώργο Καλαμπαρίδη. Οι αλφαμίτες μας είχανε μπλοκάρει. Θάλεγες πως γινότανε πάλη σώμα με σώμα. Ένα ανθρώπινο ανάκατο κουβάρι. Αυτοί με τα Στάγιερ, εμείς με την πίστη μας. Δυο αλφαμίτες, σταμπάρω τον Γιώργο Σταματιάδη απ’ τη Νιγρίτα με Στάγιερ στα χέρια και το Δημητρό Λαγό, το θεσσαλονικιό, κρατώντας βαρύ ρόπαλο.
Μέσα σε κείνη την κόλαση φωτιάς, ακούστηκε η στριγκλιά φωνή του Δημητρού Λαγού: Ρε Σταματιάδη, δίπλα σου ρε, ο Καλαμπαρίδης, ρίξ’ του, καθάρισέ τον ρε.
Μα ο Σταματιάδης την ώρα εκείνη δεν διάλεγε τα θύματά του. Άδειαζε το Στάγερ στη μάζα. Ήθελε να σκοτώσει, να σκοτώσει. Μονάχα αυτός ήταν ο σκοπός του, να σκοτώσει, όποιον νάναι…
Αφήγηση: ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΙΑΜΑΝΤΗ
Η καρδιά μου χοροπηδούσε, αγκομαχούσε. Αυτό που γίνονταν γύρω μας ήταν πρωτόγνωρο, φριχτό. Κι όμως τραβούσα για τη θάλασσα. Πιο εκεί ο ηπειρώτης Γιώργος Κόκκινος, ατάραχος, να κρατάει το σακίδιο και να κόβει κουραμάνα και να ματσουλάει. Κι ολούθε οι σφαίρες γάζωναν, κι ο Κόκκινος το χαβά του να ματσουλάει. Είχε χάσει το λογικό του, κι έλεγε ελάτε να σας χορτάσω ψωμί -ψωμάκι. Κρίμα είπα μέσα μου… χάθηκε ένας άνθρωπος…
Μιλάει: ΝΙΚΟΣ ΣΙΚΑΚΟΣ
Είδα τους χωροφύλακες, τους φερμένους απ’ το Λαύριο, φορώντας μακριές πουκαμίσες καλοκαιρινές, μ’ εγγλέζικα κράνη και κρατώντας μακριά τουφέκια με ξιφολόγχες και να ορμάνε κατά πάνω μας, κι είδα ακόμα μπροστά στα μάτια μου να σουβλίζουν το Μίμη Ρούσο, γραμματέα της ΕΠΟΝ Ταμπουρίων, μια σπαραξιά έβγαλε ο σουβλισμένος Ρούσος, εγώ λιγοθύμησα. Τ’ όνομά μου είναι ΝΙΚΟΣ ΣΙΚΑΚΟΣ.
Θυμάται: Ο ΚΩΣΤΑΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ
Όσους βρίσκανε μέσα στις σκηνές, κι αυτοί ήτανε οι βαριά άρρωστοι, τους εκτελούσαν επί τόπου. Ο Μπαρούχος ο μονομάτης πρωτοστατούσε, μα κι οι άλλοι οι οπλοφόροι το ίδιο κάνανε, μα και τους λαβωμένους τους αποτελείωναν. Ώρες πολλές έπεφταν ριπές απ’ όλα τα σημεία.
Είδα το Βαγγέλη Καμπέρο να τον σουβλίζουν με την ξιφολόγχη και να σπαρταράει στους πόνους και να γιομίζει αίματα. Με ποιό τρόπο να τους βοηθήσω;
Αδιάκοπα σερνόμαστε, παραλυμένοι. Δίπλα μου ο Κώστας ο Τζανεκάκος με σπασμένο το χέρι, και ο Ζήκος ο Ντίνος ο δικηγόρος βαρεμένος άσκημα να σέρνεται αγκομαχώντας.
Γράφει: ΖΗΚΟΣ ΝΤΙΝΟΣ
Από τη θάλασσα εξακολουθούσαν να κακαρίζουν τα μυδράλια, κι ενώ από κει άκουγες τον κίνδυνο από εδώ τον έβλεπες! Απαίσια μπουλούκια κρανιοφόρων γενίτσαρων με εφ’ όπλου λόγχη και οι αξιωματικοί με τα περίστροφα στα χέρια να βαρούν… κατ’ επάνω μας.
Μάζευαν τους τραυματίες και τους εκτελούσαν μπροστά στους ζωντανούς. Ζητούσαν από τους ζωντανούς ένα ναι για δήλωση, με αντάλλαγμα τη σωτηρία ή ένα όχι με ανταπόδοση μια σφαίρα στον κρόταφο. Κάπου σκόνταψα… και θαρρώ πως κάπου βούλιαζα… Κάτι στο κεφάλι μου συνέβαινε. Ύστερα τίποτ’ άλλο… Όταν συνήλθα βρισκόμουν στο στρατιωτικό νοσοκομείο Αθηνών με τραύμα στο κεφάλι.
Γράφει: ΤΑΣΟΣ ΝΗΦΑΚΟΣ
Το τουφεκίδι να συνεχίζεται και οι κραυγές των λαβωμένων και των φονιάδων οι βρισιές και τα ουρλιάσματα και του Μπαϊρακτάρη τα μεγάφωνα και της σάλπιγγας το προχωρείτε… γέμιζαν τις ψυχές μας με κόλαση… Και τότε…
Κλάμα άρχισε πολύ και θρήνος και οδυρμός, και οιμωγές και κατάρες και οι πέτρες και τα βράχια που είχαν γίνει φίλοι μας, ότι τόσα χρόνια μετρούσαν τον καημό μας, έβγαζαν τώρα φλόγες και φωτιά και σφυρίγματα φιδιών μας έζωναν. Και φωνές να καρφώνονται ως τα βάθη της καρδιάς μας.
Βοήθεια… βοήθεια… βοήθεια… αδέρφια.. Και να ντρεπόμαστε ότι δεν μπορούσαμε να βοηθήσουμε… και να ντρεπόμαστε, που είμαστε ακόμα ζωντανοί…να κοιτάνε με τα γυάλινα μάτια τους, ψηλά κατά τον ήλιο και κείνος νάχει κρυφτεί στα μαύρα σύγνεφα από τη ντροπή του. Η ανθρώπινη μάζα να σφίγγει και να χωρίζεται, και πάλι να ξανασμίγει και να ξαναχωρίζεται, μια μπρος μια πίσω, μια δεξιά, μια αριστερά ως τα πεφραγμένα, με όπλα, με ρόπαλα και κράνη, σύνορα της γης… Και η φωνή απ’ το πολεμικό του Μπαϊρακτάρη να ρεκάζει:
Παραδοθείτε… παραδώστε τα τουφέκια σας. Μα εμείς τουφέκια δεν είχαμε, να παραδώσουμε, άλλο από τις ψυχές και τα κουφάρια μας. Και ο δρόμος… και η φυγή… τέλειωσαν. Η θάλασσα πια… Η θάλασσα…
Θυμάται: ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΘΑΝΑΣΕΚΟΣ
Μπουσουλώντας προσεκτικά, έτσι αυθόρμητα σχηματίστηκε μια μάζα από χιλιάδες φαντάρους, που δεν ξέρανε τι να κάνουν κατά που να πάνε. Κανένας δεν μπορούσε να αναλάβει ευθύνη να προστάξει αυτό ή εκείνο. Όλοι κοιτάγανε το πως να γλιτώσουν απ’ τις ριπές. Ξαφνικά μέσα στην αναστατωμένη ψυχολογική μας κατάσταση και μέσα σε κείνη τη λαίλαπα της φωτιάς, μια δυνατή διαπεραστική φωνή βγήκε στον αέρα: όλοι στη θάλασσα.
Πολλοί δίστασαν, κοντοστάθηκαν κι ακούστηκε όχι στη θάλασσα. Άλλες φωνές ναι στη θάλασσα. Δίλημμα τρομερό! Να πάμε στη θάλασσα; να μη πάμε; Μέσα σε κείνο το αναστάτωμα και την οχλοβοή, ακούστηκαν πολλές φωνές ναι στη θάλασσα, στη θάλασσα. Και οι ριπές να μας βαράνε, από παντού. Νεκροί, μπροστά μας, δίπλα, εδώ εκεί, τρέμαμε. Κάναμε να καλυφτούμε, μα που; μοναχά στα κουφάρια των συντρόφων μας, είχαμε κάποια ασπίδα. Η απόγνωση μας είχε αγκαλιάσει. Ο ένας έσπρωχνε τον άλλο. Σκουντουφλάγαμε πάνω στους νεκρούς. Ήτανε κι οι λάμψες που μας τύφλωναν, κι οι κρότοι που μας κουφαίναν.
Η τρομάρα είχε μπει στο πετσί μας. Παραδέρναμε, έτσι όλοι κοντά – κοντά, μπουσουλώντας, πιάσαμε να οπισθοχωρούμε κατά τη θάλασσα. Η αγωνία, το λαχάνιασμα, κι ένα παραμιλητό… ναι στη θάλασσα, να σωθούμε. Ολόγυρα η φωτιά μας έζωνε. Και νέοι νεκροί πέφταν και οι λαβωμένοι να παρακαλάνε βοήθεια. Ποδοπατιόμασταν, τι θαγίνει; Είμασταν σαν τρελοί. Η καρδιά φτεροκοπούσε παλαβά. Σφίγγαμε· τα δόντια κι ο ένας κολλητά με τον άλλον. Ο ένας άκουγε την ανάσα του αλλουνού και βλέπαμε στα πανιασμένα μούτρα, την αγριάδα του χάρου.
Ο Γιατρός: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΟΥΚΑΣ θυμάται
Τη δεύτερη μέρα των αιματηρών γεγονότων, μαζί με το συνάδελφό μου ιατρό Γ. Βέργη από τη Θράκη μας τοποθέτησαν ιατρούς υπηρεσίας στο αναρρωτήριο – μια μεγάλη σκηνή.
Κι ενώ τα ταχυβόλα εθέριζαν ακατάπαυστα και το αίμα έρρεε στον καταυλισμό, στο αναρρωτήριο δεν μετέφεραν τραυματίες. Αυτό, το απαγόρευε ο Βασιλόπουλος. Τότε μαζί με τον συνάδελφο Γ. Βέργη, επήραμεν την πρωτοβουλία, κι εδόσαμεν εις φοιτητάς και άλλους, λευκά περιβραχιόνια, εν τάχει κατασκευασμένα από επιδέσμους, όπου οι φέροντες τα διακριτικά ετούτα, εκινούνταν εν μέσω διασταυρούμενων πυρών, ωσάν επίσημο ιατρικό προσωπικό, ωσάν ειδικευμένοι τραυματιοφορείς, που περισυνέλλεγαν τραυματίες και νεκρούς. Νομίζω πως τους τραυματιοφορείς, οι αλφαμίτες τους εσέβοντο και δεν τους εσκότωναν. Αυτά λοιπόν, τα ψυχωμένα παιδιά, εκ των ενόντων, δημιούργησαν σε δυο μεγάλες σκηνές, αυτοσχέδιους σταθμούς περιθάλψεως, όπου στους τραυματίες προσέφεραν τις πρώτες πρόχειρες βοήθειες και επιδέσεις.
Έτσι, η συμβολή των παιδιών αυτών, μέσα σ’ εκείνον τον τυφώνα, εστάθη πολύτιμη, αλλά και γενναία…
Κατόπιν, όλους τους τραυματίες και νεκρούς, ειδικά συνεργεία του Βασιλόπουλου, τους εφόρτωναν σε φορτηγά αυτοκίνητα και τους εξαφάνιζαν προς το Γ τάγμα του Σκαλούμπακα.
Γράφει: Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΞΕΠΟΥΛΙΑΣ
Βαλλόμαστε από ξηρά και θάλασσα. Πέφτουν νεκροί, πέφτουν τραυματίες. Οι επιτιθέμενοι βρίσκονται πλέον σε επαφή με μας, γίνεται χρήση όπλων, ροπάλων, αμυνόμαστε με πέτρες. Γίνεται πάλη σώμα προς σώμα, πολλοί μπροστά σ’ αυτή τη θηριωδία αυτοκτονούν πέφτοντας με το κεφάλι στα βράχια ή πνίγονταν στη θάλασσα. Και αυτή η πρωτοφανής εξόντωσή μας, συνεχίζεται ώρες.
Θυμάται: ΠΑΝΝΗΣ ΚΟΦΙΝΑΣ
Οι πρώτοι, βούτηξαν κιόλας, με το αναγάλιασμα πως αντίκρυσαν την λύτρωση. Μα καθώς βρίσκονταν μέσα στο νερό, νόσου και φτάνει το πολεμικό 37. Έκοψε ταχύτητα και ζύγωσε κοντά – κοντά στα βράχια ίσαμε 20 μέτρα από μας. Στο κατάστρωμα κορδωτός, καμαρωτός, ο Μπαϊρακτάρης. Ευθύς στο μυαλό μου άστραψαν κείνα τα λόγια του έχετε πέντε λεπτά προθεσμία, μετά θα είμαι ανεύθυνος για ότι συμβεί και την ίδια στιγμή ακούστηκε να δίνει κοφτή διαταγή: ανοίξατε πυρ. Τα τετράδυμα μυδράλλια τύπου Ερλιγκτον κροτάλισαν δαιμονισμένα. Χτυπούν στη μάζα. Πανικός σε όλους μας. Καταιγιστικά τα πυρά. Κόλαση φωτιάς… Νεκροί στη θάλασσα, νεκροί στα βράχια… Σε σωρούς σκοτωμένοι και λαβωμένοι. Ο τρόμος μας πιλάτευε. Κρότοι, βόγγοι, ψυχομαχητά, θρηνητικές κραυγές γιατί μας σκοτώνετε, γιατί μας σκοτώνετε; πηδάμε από βράχο σε βράχο, τρέχουμε σαν τους τρελούς, να καλυφτούμε, μα που; Τα μυδράλλια, οι ριπές απ’ τη βόρεια μεριά κι απ’ τη νότια, απ’ τα ψηλώματα μας κυνηγούν λες κι έχουμε μαγνήτη. Φωτιά, νεκροί, αίματα…
Αφηγείται: ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΛΟΓΑΡΑΣ
Στην ακρογιαλιά γίνονταν πανζουρλισμός. Τα πυρά έφτιαναν ομπρέλα πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Δίπλα μου έπεφταν αράδα νεκροί, αράδα τραυματισμένοι. Φωνές απελπισίας. Βλέπω ένα φανταράκι τον Κρητικό Νικητάκη απ’ την αγωνία του να κόβει τις φλέβες του. Πολλοί πάρα πολλοί έπεφταν στη θάλασσα και μαζί μ’ αυτούς κι ο φίλος μου, ο Καλύμνιος Νικόλαος Φωκάς. Ανεβοκατέβαζε μεσ’ το νερό, σιγοπνίγονταν. Τρελός από αγωνία, και τα διασταυρωμένα πυρά απ’ το πολεμικό βούτηξα αγνοώντας τα όλα κι άρπαξα απ’ τα μαλλιά το Φωκά σέρνοντάς τον όξω μισοπεθαμένο.
Γράφει: ΝΙΚΟΣ ΜΑΝΑΡΑΚΟΣ
Ένας κρατούμενος είχε ανεβεί σε μια πέτρα, κοντά στη θάλασσα. Τον σκότωσαν από το περιπολικό. Έπεσε πάνω στην πέτρα ανάσκελα. Το αίμα δεν σταματούσε. Το πρόσωπό του πήρε μια γλυκεία έκφραση. Ένα υποτυπώδες χαμόγελο μόλις διακρίνονταν στα χείλη. Αγκάλιαζε με τα ορθάνοιχτα νεκρά του μάτια τη θάλασσα. Ποιο μήνυμα να στελνε άραγε!
Μια μάζα γύρω στους δυο χιλιάδες άρχισαν να πέφτουν στη θάλασσα, έτσι όπως ήταν με τις κουρελιασμένες χακί στολές τους. Το περιπολικό όμως θέριζε με τα πολυβόλα του.
Μιλάει: Ο ΠΩΡΓΟΣ ΜΑΡΟΥΓΚΑΣ
Ο Μπαϊρακτάρης πυροβολούσε ασταμάτητα. Μπρος πίσω μας πυροβολούσαν. Μπρος πίσω ο θάνατος. Μακελειό, μάλε -βράσε. Φωνές, κλάματα, αίματα και παντού πόνος και θρήνος.
Κακό μεγάλο. Κι εμείς, λαχταρισμένοι τρέχαμε εδώ κι εκεί. Στη θάλασσα βούτηξαν χιλιάδες. Κορμιά σκοτωμένα, πνιγμένα πλέανε στον αφρό. Κι εμείς παλαβωμένοι, λες κι είμασταν της γης, οι κολασμένοι.
Κείνη τη στιγμή ακούστηκε ο Εθνικός Ύμνος, και μες την έσχατη απόγνωση και τη συντριβή ψυχής, σηκωθήκαμε όρθιοι και πιάσαμε να ψάλλουμε:
Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά και σαν πρώτα ανδρειωμένη χαίρε, ω χαίρε, Λευτεριά…
Ακόμα και οι Γερμανοί σεβάστηκαν τον Εθνικό μας Ύμνο, σταματούσαν και στέκονταν προσοχή. Μα ο ψυχρός δολοφόνος, ο Μπαϊρακτάρης συνέχιζε να πυροβολάει και να θερίζει ζωές.
Μετά αγκαλιαζόμασταν και φιλιόμασταν και βαλτήκαμε να χορεύουμε του Ζαλόγγου το χορό. Να τραγουδάμε και να χορεύουμε και τα μυδράλλια του Μπαϊρακτάρη ασίγαστα να μας πετσοκόβουν. Κουφάρια σκοτωμένων, πνιγμένων κολυμπούσαν στον αφρό. Η θάλασσα ήτανε κοκκινισμένη τα βράχια ήταν κοκκινισμένα. Τα μυδράλλια να πυροβολάνε και τα φανταράκια σαν τα κοτόπουλα να πέφτουν νεκρά. Συμφορά! (…)
Γράφει: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΟΥΛΟΥΧΟΠΟΥΛΟΣ
Περί σφαγής επρόκειτο, που θυμίζει τις περιγραφές άλλων τέτοιων γεγονότων της Ιστορίας μας, όπως γιουρούσια πειρατών κατά παραλιακών πόλεων. Γιουρούσια αλλοθρήσκων κατά της Χώρας μας κλπ.
Αλλόφρονες τρέχαμε σαν αφηνιασμένα ζώα για που; για να σωθούμε από τη βροχή των σφαιρών, που σφύριζαν πάνω από τα κεφάλια μας και σκόρπιζαν το θάνατο.
Ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΑΚΗΣ θυμάται
Στο λιμάνι απλώνοταν ένα απέραντο σφαγείο. Δεν σερνόμουν, με σπρώχναν και με σφήνωσαν σ’ ένα βραχοφάγωμα. Είμαι παράλυτος, πες. Οι λάμψεις από το πολεμικό με στράβωναν, τα μυδράλλια με κείνο το απαίσιο σφύριγμα τους, με ξεκούφαιναν. Είναι και κείνα τα λυπητερά ωχ μάνα μου τα μοιρολόγια, οι τρελοί να τραγουδάνε το Μαντήλι Καλαματιανό, όλ’ αυτά κουδουνάγανε στο μυαλό μου. Όλα σβούριζαν γύρω μου. Και ξαφνικά το μάτι να σταματάει σ’ ένα χέρι. Σ’ ένα μοναχικό χέρι, που τα δάχτυλα ν’ ανοιγοκλείνουν. Ανατρίχιασα. Κάνω να πάρω τα μάτια, μα δεν το μπορώ. Μένουν καρφωμένα στα δάχτυλα που παίζουν από μόνα τους. Σα να ζητάνε βοήθεια. Το κορμί πάρα πέρα, όλο κομματιασμένες σάρκες, να σφαδάζει. (…)
Γράφει: ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΦΗΣ
…οι συνάδελφοι πέφτουν σαν τα στάχυα, που τα θερίζει η μηχανή. Εγώ δε ύστερα απ’ αυτή την αναμπουμπούλα βρέθηκα πεσμένος χάμω και με πατούσαν οι συνάδελφοι. Και όταν έφυγε η μάζα και ξεπλακώθηκα σηκώνουμε για να φύγω και αντικρύζω τον αλφαμίτη Ρενιέρη με το αυτόματο στο χέρι και προτείνει την κάνη να με σκοτώσει.
Αμέσως εγώ έσκυψα και έφαγα δυο σφαίρες στο γόνατο, σαν αποτέλεσμα να μην μπορώ να περπατήσω. Αμέσως ο Ρενιέρης μου βάζει το αυτόματο στο κρόταφο και πατάει τη σκανδάλη, αλλά η δεσμίδα δεν είχε άλλη σφαίρα και τη στιγμή που έβαζε σφαίρες στη δεσμίδα, πετάχτηκε ένας συνάδελφος από τα μαγειρεία και ο Ρενιέρης πήρε κείνον στο κυνήγι και τον σκότωσε, κι εμένα με άφησε.
Είδα με τα μάτια μου να αποτελειώνουν τους τραυματίες γύρω μου. Οι νεκροί ήταν σαν τα πρόβατα, όταν σταλιάζουν. Εγώ υπολόγισα τους νεκρούς γύρω στους 300.
Γράφει: ΝΙΚΟΣ ΑΜΠΑΤΙΕΛΟΣ
…Τα πολυβόλα του Λόχου διοικήσεως βάζουν. Τα αυτόματα του Μπαρούχου και Σφακιανού μαζί με τον Καστρίτση θερίζουν. Όσοι υποχωρούν προς τη θάλασσα βάλλονται από την ακταιωρό και οι τραυματίες και οι νεκροί γεμίζουν τους διαδρόμους μέχρι τα μαγειρεία. Το μόνο αμυντικό όπλο μας, ο Εθνικός Ύμνος, αλλά κι αυτός, τους έδινε καλύτερη σκόπευση και συνεχίζουν να πυροβολούν. Οι ώρες περνούσαν γρήγορα. Οι νεκροί γίνονταν περισσότεροι. Τους τραυματίες τους αποτέλειωνε ο Μπαρούχος και οι Μπαρούχοι. Ολόκληρο το στρατόπεδο ήταν μια αιμάτινη θάλασσα. Οι φαντάροι με αργά βήματα προχωρούσαν προς τη χαράδρα του 7 λόχου.
Αφήγηση: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Η ώρα θα ήταν πέντε. Μας πιάσανε στις δεξαμενές. Ο ανθυπολοχαγός Σκόρδας, ήταν επικεφαλής. Οι αλφαμίτες μας βάρεσαν άσκημα. Επενέβη ο Σκόρδας ένα ανθρωπάκι. Μας είπε άντε να μάσετε τ’ αδέλφια σας τους Βουλγάρους. Εκεί μπροστά μας ήταν καμιόνια. Μαζέψαμε οκτώ νεκρούς και τους στοιβάζαμε σ’ ένα καμιόνι. Από γύρω μαζέψαμε κι άλλους νεκρούς και λαβωμένους. Ένας ήταν πνιγμένος, με βότσαλα, του είχανε μπουκώσει το στόμα. Είδα με τα μάτια μου, οι αξιωματικοί να δίνουν τη χαριστική βολή και να σκοτώνουνε τους τραυματίες. Όλους τους φορτώσαμε σε πέντε καμιόνια. Ίσαμε τις πέντε η ώρα μαζεύαμε νεκρούς, μέσα σε κουβέρτες. Ήτανε η συντέλεια του κόσμου.
Σε κείνες τις ώρες τις γεμάτες αίμα και πόνο, τα κατατρυπημένα άψυχα κορμιά, τα μάζευαν και τα στοίβαζαν στις σκηνές που βρίσκονταν σιμά στο Διοικητήριο. Στο μακάβριο αυτό έργο, υπήρχε και υπεύθυνος αξιωματικός και αυτός ήταν ο ανθυπολοχαγός Βασίλης Σκόρδας από την Κορινθία. Τους νεκρούς μα και μισοπεθαμένους φαντάρους τους φόρτωναν σε καμιόνια και τους πήγαιναν στο Γ Τάγμα, κι εκεί τους ξεφόρτωναν. Και βιαστικά ματαγύριζαν τα καμιόνια και ξαναφόρτωναν νεκρούς φαντάρους, και πάλι τους πήγαιναν στο Γ Τάγμα.
Θυμάται: ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΜΑΛΓΑΡΙΝΟΣ
Ύστερα από ολοήμερο πάλεμα με τη φωτιά, με το χάρο, σωματικά ερείπια πια, τραβούσαμε για τον 7 Λόχο. Διασχίζαμε τον καταυλισμό. Όλα χάρβαλο, και τα σώματα των νεκρών συναδέλφων μας, σκορπισμένα παντού.
Και τα καμιόνια να μαζεύουν τα πτώματα και πίσω απ’ τα καμιόνια με τους νεκρούς, βυτιοφόρα νερού με μάνικες να ξεπλαίνουν τα αίματα που κυλούσαν απ’ τα καμιόνια, τα γεμάτα νεκρούς φαντάρους.
Η φωτιά και το πυρακτωμένο σίδερο έκαμψαν τους δημοκρατικούς άοπλους φαντάρους. Οι λαβωμένοι και οι τρελοί έμειναν σαν φαντάσματα πάνω στα βράχια. Όλα πια είχανε τελειώσει.
Από το πολεμικό 37, ακούστηκε τρεις φορές η σάλπιγγα του ΜΠΑΙΡΑΚΤΑΡΗ «ΠΑΥΣΑΤΕ ΠΥΡ». Η επιχείρηση ΑΡΕΤΗ είχε πάρει τέλος…
Θυμάται: ΠΩΡΓΟΣ ΜΑΡΟΥΓΚΑΣ
Όταν συνήρθα έπιανε να σουρουπώνει. Πουθενά δεν φαίνονταν το πολεμικό του Μπαϊρακτάρη. Τίποτα δεν ακουγότανε. Μοναχά η θάλασσα κοκκίνιζε και πλέανε κουφάρια. Τα βράχια σπαρμένα με πτώματα. Μύριζε ο τόπος μπαρούτι και κρέας ψημένο. Κρέας ανθρώπινο.
***
“Αγαπητέ ταξίαρχε κ. Μπαϊρακτάρη
Επιθυμώ να σας συγχαρώ δια το εξαιρετικόν έργον το οποίον οργανώσατε και επιτελείτε εις το στρατόπεδον της Μακρόνησου.
Ειλικρινώς υμέτερος”
ΤΖΕΙΜΣ BAN ΦΛΙΤ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
Σ.Σ. (Αρχηγός του Κυβερνητικού Στρατού στο διάστημα του εμφυλίου πολέμου)