Μπέρτολτ Μπρεχτ – Κουρτ Βάιλ: Σταθμοί μιας μοναδικής συνεργασίας
Στις διαχρονικές «σελίδες» της ιστορίας της τέχνης κατατάσσεται η συνεργασία του μεγάλου Γερμανού ποιητή, πεζογράφου, δραματουργού και σκηνοθέτη Μπέρτολτ Μπρεχτ με τον πρωτοπόρο συνθέτη Κουρτ Βάιλ, συνεργασία που γέννησε έργα σταθμούς για τα μέχρι τότε δεδομένα του μουσικού θεάτρου.
Το όνομά του είναι άρρηκτα δεμένο με τον Μπέρτολντ Μπρεχτ, ο οποίος επηρέασε αποφασιστικά την πορεία του. Ο μεγάλος Γερμανός συνθέτης Κουρτ Βάιλ γεννήθηκε στις 2 του Μάρτη 1900 και έφυγε από τη ζωή στις 3 του Απρίλη 1950.
Εβραϊκής καταγωγής, εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο σε ηλικία 10 Ετών. Το 1923 ξεκινάει η συνεργασία του με έναν από τους πιο σημαντικούς δραματικούς συγγραφείς τον Γκέοργκ Κάιζερ, μια συνεργασία που κράτησε δέκα περίπου χρόνια. Έτσι η συνάντησή του με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ, τον βρήκε ήδη ευαισθητοποιημένο στο πολιτικοποιημένο θέατρο. Η πρώτη του συνεργασία με τον Μπρεχτ έδωσε ένα από τα αριστουργήματα του 20ού αιώνα, την «Όπερα της πεντάρας» (1928).
Μετά την άνοδο του ναζισμού ο Βάιλ θα πάει στο Παρίσι, αργότερα στο Λονδίνο και τελικά θα εγκατασταθεί στην Αμερική το 1933, όπου αφοσιώνεται στη σύνθεση μουσικών δημιουργιών για το Μπρόντγουεϊ μέχρι το θάνατό του.
«Στις διαχρονικές «σελίδες» της ιστορίας της τέχνης κατατάσσεται η συνεργασία του μεγάλου Γερμανού ποιητή, πεζογράφου, δραματουργού και σκηνοθέτη Μπέρτολτ Μπρεχτ με τον πρωτοπόρο συνθέτη Κουρτ Βάιλ, συνεργασία που γέννησε έργα σταθμούς για τα μέχρι τότε δεδομένα του μουσικού θεάτρου. Σ’ αυτά τα έργα είναι γεγονός ότι η θεατρική σφραγίδα του Μπρεχτ δύσκολα αποκολλάται από την μουσική έμπνευση του συνθέτη. Κείμενο και μουσική «συνδιαλέγονται» μέσα σε έργα μοναδικής σύλληψης και μουσικής φόρμας. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ που θεωρούσε πως «η τέχνη μπορεί να πάρει θέση στο πλευρό των πολλών και να αποθέσει τη μοίρα τους στα ίδια τους τα χέρια» είναι γεγονός ότι επηρέασε αποφασιστικά την πορεία του Κουρτ Βάιλ. Παρότι η συνεργασία τους δε διήρκεσε πολλά χρόνια, εντούτοις γέννησε σπουδαία έργα, όπως για παράδειγμα «Η όπερα της πεντάρας», «Η άνοδος και πτώση της πόλης Μαχαγκόνι», «Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα» κ.ά. σημειώνει η Ρουμπίνη Σούλη σε αφιέρωμά της στη συνεργασία των δυο σπουδαίων ανδρών, που δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη (24-26/12/2010). Και συνεχίζει:
«Η Όπερα της πεντάρας»
Ήταν το 1927, όταν ο μουσουργός, διαβάζοντας την ποιητική συλλογή του Μπρεχτ «Προσευχητάρι», επέλεξε πέντε από αυτά τα ποιήματα που τον είχαν συγκινήσει για να πλάσει το «Μαχαγκόνι», στην πρώτη του μορφή. Το έργο ήταν αυτό που εγκαινίασε τη συνεργασία των δύο δημιουργών, η οποία συνεχίστηκε τον επόμενο χρόνο με την εξαιρετική «Όπερα της πεντάρας». «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας, μπροστά στην ίδρυση της τράπεζας;» αναφέρει ο στρατευμένος στο μαρξισμό ποιητής – δραματουργός, στο γραμμένο το 1928 έργο του, σε μια εποχή όπου το επερχόμενο παγκόσμιο οικονομικό κραχ, απειλούσε πλέον και την Ευρώπη. Ένα έργο πάντα επίκαιρο και βαθύτατα σαρκαστικό, το διασημότερο ίσως σχόλιο «στην κατασκευή» του σύγχρονου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Είναι γνωστό ότι ο Μπρεχτ ως πρώτιστο στόχο της ποίησής του έχει την αποκάλυψη του καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού και την ταξική συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων λαϊκών στρωμάτων. Για το νέο έργο του δανείζεται το θέμα του από την «Όπερα του ζητιάνου» του Τζον Γκέι, που είχε γνωρίσει εξαιρετική επιτυχία στο Λονδίνο (1728). Εξ ου και η πολύπλοκη κοινωνική σάτιρα μας μεταφέρει στον εγκληματικό υπόκοσμο των προαστίων του Λονδίνου, καταφύγιο των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων της πόλης. Ο Κουρτ Βάιλ γράφει για τις ανάγκες της παράστασής τους – η ιστορική πρεμιέρα δόθηκε στις 31 Αυγούστου 1928 στο Θέατρο του Βερολίνου – μια σειρά εξαιρετικών τραγουδιών που στο σύνολό τους γίνονται επιτυχίες. Η «Οπερα της πεντάρας», που συνιστά πλέον νέο καλλιτεχνικό είδος, αποτελεί αποκορύφωμα της συνεργασίας τους. Το έργο, που καυτηριάζει τον τρόπο ζωής και τον ξεπεσμό των αστών, γνωρίζει άμεση επιτυχία και διεθνή αναγνώριση. Τραγούδια όπως η «Τζένη των Πειρατών», «Το τραγούδι της Μπάρμπαρα», «Το τραγούδι των κανονιών», «Ο θάνατος του Μάκι του σουγιά», που ερμηνεύουν οι ηθοποιοί – τραγουδιστές (ανάμεσά τους η πρωτοεμφανιζόμενη και σπουδαία Λότε Λένια, σύζυγος του Κουρτ Βάιλ), συνοδευόμενοι από μουσικό σύνολο (σαξόφωνο, κιθάρα, αρμόνιο κρουστά), γράφουν ιστορία και τα χρόνια που ακολουθούν γνωρίζουν αμέτρητες διασκευές. Το έργο που, από την πρώτη στιγμή προκάλεσε αίσθηση στο ευρύ κοινό παγκοσμίως, μεταφράστηκε σε 18 γλώσσες, εξακολουθεί και παίζεται από επαγγελματικούς και ερασιτεχνικούς θιάσους, ενώ έχει γνωρίσει αρκετές παραλλαγές για τον κινηματογράφο, την όπερα κλπ.
Σαρκαστική αναπαράσταση του καπιταλισμού
Καρποί της συνεργασίας τους εκείνη την περίοδο (1929) είναι επίσης τα έργα «Βερολινέζικο Ρέκβιεμ» και «Happy End» (για τις ανάγκες αυτού του μουσικοθεατρικού έργου γράφτηκε το περίφημο τραγούδι Surabaya – Johnny), η σχολική όπερα «Αυτός που λέει ναι», το θεατρικό «Ο άντρας είναι άντρας» κ.ά. Το 1930, έχοντας πλέον ολοκληρωθεί, παρουσιάζεται με μεγάλη επιτυχία μια ακόμη σπουδαία δημιουργία τους, η επική όπερα «Άνοδος και πτώση της πόλης Μαχαγκόνι», έργο στο οποίο αποτυπώνεται η σύγκρουση του Μπρεχτ με την αστική κοινωνία. Σαρκαστική αναπαράσταση του καπιταλισμού, η όπερα – όπως ο ίδιος ο Μπρεχτ έλεγε – «έμεινε ζωντανή, παρά το πέρασμα του χρόνου, σαν ντοκιμαντέρ της εποχής του. Ακόμα και σήμερα, το έργο δημιουργεί την ίδια διαφορετική αίσθηση, που περιέγραφα το 1931, μετά από τη βερολινέζικη πρεμιέρα: Ενα μείγμα τρόμου και θαυμασμού. Η ατμόσφαιρα αγωνίας του Βερολίνου, της δεκαετίας του ’20, δεν έχει περιγραφεί ποτέ τόσο πιστά, όπως σε αυτή την όπερα, της οποίας οι μελωδίες και τα χρώματα μένουν αξέχαστα». Έργο που αποκαλύπτει έναν κόσμο καπιταλιστικής «ελευθερίας», διατηρεί και σήμερα, οκτώ δεκαετίες μετά τη δημιουργία του, όλη τη φρεσκάδα της ιδιοφυούς καρικατούρας. Σημείο αναφοράς είναι η πόλη του Μαχαγκόνι, μια συμβολική καρικατούρα της ελευθερίας, η οποία κατοικείται από τυχοδιώκτες, δολοφόνους, μαστροπούς, πόρνες. Η πόλη είναι το θέατρο τρομερών συμβάντων που παραπέμπουν με καυστικό τρόπο στην καπιταλιστική κοινωνία καθώς το έργο αποτελεί πάνω απ’ όλα σαρκαστική αναπαράσταση του καπιταλισμού. Όσον αφορά στην παρτιτούρα του Βάιλ, αυτή είναι μια ιδιοφυής συρραφή από θέματα, ήχους, τεχνοτροπίες. Σε αυτήν ενυπάρχουν σύγχρονη μουσική, καμπαρέ, μελωδικά τραγούδια, στοιχεία τζαζ. Το μουσικό στίγμα του Βάιλ ήταν πολύ έντονο, όπως και το ειδικό βάρος της πολιτικής θέσης που πρέσβευε μέσα από τα κείμενα του Μπρεχτ.
Εκμετάλλευση με πρόσχημα την αμαρτία
Η άνοδος των ναζί και η αναρρίχησή τους στην εξουσία συνοδεύεται από διωγμούς και θηριωδίες εναντίον του λαού, εναντίον καλλιτεχνών και διανοουμένων. Πρώτοι στη λίστα οι κομμουνιστές. Οι δύο δημιουργοί αναγκάζονται να ακολουθήσουν το δρόμο της αυτοεξορίας και να εγκαταλείψουν τη Γερμανία. Το Μάη του ’33 τα βιβλία του Μπρεχτ καίγονται στην πυρά των ναζί. Είναι η ίδια χρονιά (1933), που στη Γαλλία πλέον και συγκεκριμένα στο Θέατρο των Ηλυσίων Πεδίων, ανεβαίνει ένας ακόμη «καρπός» της συνεργασίας του Κουρτ Βάιλ με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ. Ο λόγος για το μονόπρακτο «τραγουδισμένο μπαλέτο» (ballet chant) «Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα», που πρωτοπαρουσιάζεται σε χορογραφία του Ζορζ Μπαλανσίν και σε μουσική διεύθυνση του Μορίς Αμπραβανέλ, με πρωταγωνίστριες τη Λότε Λένια (ως τραγουδίστρια) και τη χορεύτρια Τίλι Λος. Την ίδια χρονιά το έργο παρουσιάστηκε και στο Λονδίνο, στο «Savoy Theatre», υπό τον τίτλο «Anna – Anna». Πρόκειται για ένα πολύ δυνατό πολιτικό έργο, που καυτηριάζει την εκμετάλλευση του ανθρώπου – στην προκειμένη περίπτωση με πρόσχημα την αμαρτία. Η υπόθεση αφορά δύο αδελφές, την Αννα Ι και την Αννα ΙΙ, που ταξιδεύουν σε επτά πόλεις των ΗΠΑ, προκειμένου να συγκεντρώσουν χρήματα, ώστε η οικογένειά τους να κτίσει ένα σπίτι στις όχθες του Μισισιπή. Σε κάθε μία από τις πόλεις, οι δύο αδελφές έρχονται αντιμέτωπες με ένα θανάσιμο αμάρτημα. To ποιητικό κείμενο είναι σατιρικό: Το σημαντικό ηθικό ζήτημα τίθεται καθώς η Άννα ΙΙ φέρεται ενάντια σε αυτό που θεωρείται «ηθικό», μόνον όταν δε διαπράττει ένα από τα θανάσιμα αμαρτήματα. Ετσι, για την άρνησή της να δουλέψει σε καμπαρέ τής καταλογίζουν «υπερηφάνεια», ενώ η επιθυμία της να παντρευτεί εκείνον που αγαπά και όχι εκείνον που της επιβάλλουν, ερμηνεύεται ως «λαγνεία». Αξίζει να σημειωθεί ότι το ρόλο της Αννα εκτός από τη Λότε Λένια, έχουν τραγουδήσει και οι Marianne Faithfull, Elise Ross, Anne Sofie von Otter, Teresa Stratas και Anja Silja.
Όταν πλέον αργότερα και οι δύο δημιουργοί βρίσκονταν στις ΗΠΑ (1942) ο Βάιλ συνέθεσε ένα ακόμη τραγούδι σε ποίηση Μπρεχτ, το «Και τι απέγινε η γυναίκα του στρατιώτη;». Τον επόμενο χρόνο άρχισαν να εργάζονται για τη μετατροπή σε όπερα του δράματος «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν», όμως η προσπάθειά τους δυστυχώς δεν ολοκληρώθηκε. Ο Βάιλ έφυγε από τη ζωή το 1950 και ο Μπρεχτ, έξι χρόνια αργότερα, το 1956.