Ο εθνικισμός και η “σκέψη” του Μίκη Θεοδωράκη – “Σε αυτές τις κρίσιμες ώρες, η σκέψη μου βρίσκεται στα παιδιά που υπερασπίζουν τα σύνορα στον Έβρο…”
Όχι απλά ο Μίκης συμμερίζεται την εθνικιστική υστερία των ημερών, αλλά ουσιαστικά ξεπλένει εμμέσως πλην σαφώς τη δράση παραστρατιωτικών κι άλλων ακροδεξιών ομάδων στον Έβρο.
Διαψεύδει ο πνευματικός και καλλιτεχνικός κόσμος το συνήθη ισχυρισμό για “σιωπή” στα κρίσιμα θέματα, αφού μετά την Άλκηστη Πρωτοψάλτη και τη Μιμή Ντενίση, και ο Μίκης Θεοδωράκης, με μια λιτή δήλωση στην προσωπική του ιστοσελίδα, στέλνει τη σκέψη στα σύνορα στον Έβρο, αναφέροντας πως:
«Σ’ αυτές τις κρίσιμες ώρες, η σκέψη μου βρίσκεται στο πλευρό των παιδιών μας που υπερασπίζουν τα σύνορα της πατρίδας και στους γενναίους άντρες και γυναίκες του Έβρου»
Εκ πρώτης όψης, η δήλωση μοιάζει σχεδόν μετριοπαθής, σε σύγκριση με άλλα που έχει πει ο ίδιος στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν, με αποκορύφωμα την αλήστου μνήμης ομιλία του σε συλλαλητήριο για το Μακεδονικό. Με μια δεύτερη ματιά όμως γίνεται φανερό, όχι απλά ότι ο Μίκης, όπως θα ήταν αναμενόμενο με βάση τη στάση του τα τελευταία χρόνια, συμμερίζεται την εθνικιστική υστερία των ημερών, αλλά ουσιαστικά ξεπλένει εμμέσως πλην σαφώς τη δράση παραστρατιωτικών κι άλλων ακροδεξιών ομάδων στον Έβρο. Τι άλλο μπορεί να συμπεράνει κανείς από την αναφορά σε “γενναίους άντρες και γυναίκες του Έβρου;”. Ανάμεσα σε αυτούς τους “γενναίους”, βρίσκονται εκείνα τα μπουμπούκια που αρπάζουν μια καραμπίνα και κυριολεκτικά όποιον πάρει ο χάρος, ανάμεσά τους ακόμα και αστυνομικοί αν τυχόν δεν τους αναγνωρίσουν οι “γενναίοι”. Είναι αυτοί οι αδάμαντες που φωτογραφίζονται μαζί με το Λαγό, αν κι αυτό μάλλον έτσι κι αλλιώς δε θα ενοχλούσε το μουσικοσυνθέτη, που έχει συνηθίσει να συγχρωτίζεται με όσους “αγαπούν την πατρίδα με έναν τρόπο εριστικό”. Είναι αυτοί που κυριολεκτικά ψεκάζουν σαν τις κατσαρίδες τους δυστυχισμένους πρόσφυγες και μετανάστες με τα τρακτέρ τους, υπό τις χυδαίες ιαχές συγχωριανών τους και την προστατευτική ασπίδα της αστυνομίας. Είναι δηλαδή οι άξιοι απόγονοι των ταγμάτων ασφαλείας της κατοχής, των ΜΑΥδων και των ΤΕΑτζήδων του εμφυλίου πολέμου, αυτών που ο ίδιος είχε πολεμήσει στα νιάτα του, πληρώνοντας με εξορίες και συνεχείς διώξεις τη στάση του.
Ας μας επιτρέψει λοιπόν η δική μας σκέψη να είναι με τους άοπλους, τους κατατρεγμένους και πεινασμένους, που μόνο τους έγκλημα είναι η ελπίδα να ζήσουν μακριά από τον πόλεμο ή τη φτώχεια, αυτούς για τους οποίους δεν χάνει ούτε λέξη ο Μίκης στο μήνυμά του. Καλύτερα ίσως, γιατί ποιος ξέρει τι θα έγραφε αν τους ανέφερε.