Καταρρέει η συκοφαντία για “αρπαγές παιδιών” στη ΓΛΔ σύμφωνα με έρευνα
Η έρευνα, που χρηματοδοτήθηκε από αντικομμουνιστική υπηρεσία, καταρρίπτει πέρα από κάθε αμφιβολία τις κατηγορίες για “αρπαγές” παιδιών προκειμένου να δοθούν για υιοθεσία στη Δύση ή σε υψηλά ιστάμενους της ΓΛΔ και της ΕΣΣΔ.
Ανάμεσα στα διάφορα φοβερά και ανήκουστα που καταμαρτυρούνται μέσα στα χρόνια ενάντια στην τέως ΓΛΔ, ανήκει και η κατηγορία για “αρπαγές παιδιών” από λεχώνες, τα οποία στη συνέχεια δίδονταν σε άτεκνα ζευγάρια κομματικών στελεχών, προωθούνταν στη Σοβιετική Ένωση ή πωλούνταν σε άτεκνες οικογένειες της Δυτικής Γερμανίας. Η κατηγορία αυτή, που διακινείται εδώ και δεκαετίες, στοχοποιούσε ακόμα και προσωπικά τη σύζυγο του Έριχ Χόνεκερ και υπουργό παιδείας της ΓΛΔ, για ενορχήστρωση αναγκαστικών υιοθεσιών από μάρτυρες του Ιεχωβά, αντιφρονούντες και νεαρές κοπέλες που θεωρούνταν πως είχαν παρεκκλίνουσα συμπεριφορά.
Όλη αυτή η παραφιλολογία κινητοποίησε εκατοντάδες γονείς και κυρίως μητέρες που είχαν φέρει στον κόσμο παιδιά στη ΓΛΔ τις δεκαετίες του ’70 και ’80, τα οποία είχαν δει μόνο λίγο ή καθόλου μετά τη γέννα, μη θέλοντας να πιστέψουν ότι είναι νεκρά. Με το ερώτημα ασχολήθηκε ο ιστορικός της ιατρικής Φλόριαν Στέγκερ, σε έρευνα που του ανατέθηκε από την τοπική αρμόδια της υπηρεσίας “Επεξεργασίας της Δικτατορίας του SED” Mπίργκιτ Νόιμαν – Μπέκερ, κι ως εκ τούτου δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι υπήρχε οποιαδήποτε εκ προοιμίου διάθεση “αθώωσης” της ΓΛΔ, ίσα – ίσα το αντίθετο.
Η έρευνα, που ξεκίνησε βασισμένη σε μαρτυρίες 200 γυναικών που θεωρών ότι το παιδί τους αρπάχτηκε από τις ανατολικογερμανικές αρχές, όχι μόνο δεν κατόρθωσε να βρει καμία απόδειξη για τη βαριά αυτή κατηγορία, αλλά αντίθετα βρήκε στοιχεία ότι πράγματι αυτά τα παιδιά είχαν πεθάνει στη γέννα ή λίγο αργότερα. Ο Στέγκερ εξέτασε πλήθος αρχειακών τεκμηρίων, από πιστοποιητικά γέννησης, μέχρι αρχεία της Στάζι και νεκροψίες, μιλώντας επίσης με πλήθος μαρτύρων. Διασταυρώνοντας τα στοιχεία με τις μαρτυρίες των γυναικών, διαπίστωσε ότι “Δεν βρέθηκε τίποτε, που να στηρίζει με επιχειρήματα αυτές τις κατηγορίες”, προσθέτοντας πως πολλοί “από όσους θίγονται θα είναι πολύ δυσαρεστημένοι από τα αποτελέσματα του βιβλίου”. Πράγματι, ο ίδιος πρόσθεσε ότι πολύ λίγες γυναίκες ένιωσαν “λύτρωση” μαθαίνοντας ότι το παιδί τους τελικά όντως πέθανε, κι άλλες οι οποίες συνεχίσουν τη μάταιη αναζήτησή τους, πιστεύοντας πως το παιδί τους βρίσκεται σε κάποιο άλλο σημείο της Γερμανίας ή του εξωτερικού. Ο ίδιος αποδίδει την αντίδραση αυτή στο γεγονός πως οι γυναίκες αυτές δε στηρίχτηκαν αρκετά στην αντιμετώπιση του πένθους τους, αλλά και σε ιατρικές πρακτικές εκείνης της εποχής, όπως ότι γιατροί τότε θεωρούσαν καλύτερο να μη δείχνουν τα νεκρά βρέφη στις μητέρες, ή να μη θάβουν τα παιδιά που ζύγιζαν κάτω από 1000 γραμμάρια. Ο Στέγκερ θεωρεί πως δε χρειάζονταν άλλες μελέτες που να αποδεικνύουν ότι δεν υπήρχαν συστηματικές αρπαγές παιδιών στη ΓΛΔ, αλλά στήριξη των χαροκαμένων μανάδων που βασανίζουν το μυαλό τους με θεωρίες συνωμοσίας εδώ και δεκαετίες.
Η Νόιμαν – Μπέκερ από την πλευρά της, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο ενίσχυσης του δικτύου ψυχοκοινωνικής συμβουλευτικής και δημιουργίας ομάδων για τη διαχείριση του πένθους.
Με πληροφορίες από mdr.de