Άγγελος Σικελιανός: Ύμνησε τον αγώνα του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και την απελευθέρωση κάθε ανθρώπου και λαού
Ο μεγάλος ποιητής που συμπορεύτηκε με το ΕΑΜ «επί σαράντα περίπου χρόνια, γράφοντας πολλά αριστουργηματικά ποιήματα, παραπλανήθηκε με τον ιδεαλισμό του. Και ντρεπόταν γι’ αυτό, τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του. Τα στερνά τιμούν τα πρώτα…»
“Δεν είναι τούτο πάλαιμα σε μαρμαρένια αλώνια,
εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο χάρος.
Εδώ σηκώνεται όλη η γη με τους αποθαμένους
και με τον ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της.
Κι απάνω απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους,
φωτάει με μιας Ανάσταση ξεσπάει αχός μεγάλος.
Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά με τους αντάρτες
– χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια
κι είν, οι νεκροί στα ξέγναντα πρωτοπανηγυριώτες.”
Ο Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε στις 15 του Μάρτη 1884 και έφυγε από τη ζωή στις 19 του Ιούνη 1951. Ο μεγάλος μας ποιητής «επί σαράντα περίπου χρόνια, γράφοντας πολλά αριστουργηματικά ποιήματα, παραπλανήθηκε με τον ιδεαλισμό του. Και ντρεπόταν γι’ αυτό, τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του. Τα στερνά τιμούν τα πρώτα…» σημειώνει η αξέχαστη Αριστούλα Ελληνούδη σε αφιέρωμά της στον Ριζοσπάστη.
Η κυρίαρχη τάξη στη μετεμφυλιακή Ελλάδα ποτέ δεν του συγχώρησε τη δράση του μέσα από το ΕΑΜ Διανοουμένων – Καλλιτεχνών. Τα χρόνια που ακολούθησαν τρεις φορές υπονομεύτηκε η υποψηφιότητά του για το βραβείο Νόμπελ. Κι ο ποιητής έφυγε πικραμένος και παραγκωνισμένος, συκοφαντημένος και σαν επίτιμος πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, γι’ αυτή του τη συμπόρευση με το ΕΑΜ.
«(…) Όσο ζούσε ο Σικελιανός το μεταπελευθερωτικό κράτος της δεξιάς, που επιβλήθηκε με τις ξένες μπαγιονέτες, τον πολέμησε άγρια. Δεν του συγχώρεσε ποτέ το ότι παράτησε τις πνευματικές περιπλανήσεις του σε χώρους εξωζωικούς και τις κοσμικές «παραξενιές» του και προσγειώθηκε στη ζωντανή ελληνική πραγματικότητα. Δεν του συγχώρεσε ότι πήγε κοντά στο λαό, στις φοβερές ώρες που ζούσε η πατρίδα. Στάθηκε δίπλα του. Αγωνίστηκε μαζί του. Και τραγούδησε το αγωνιστικό μεγαλείο του και τις θυσίες του για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία. Δεν του συγχώρεσε την ένταξή του στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης του ΕΑΜ, όταν η ολιγαρχία λούφαζε – στην καλύτερη περίπτωση – για να σώσει το σαρκίο της ή συνεργαζόταν με τους καταχτητές και θησαύριζε με το αίμα και τη δυστυχία του λαού:
«Ψεύτικοι θεοί πολλοί σαπίζουνε την πλάση,
μα αυτός ο θεός που ’ναι ο λαός, θα μείνει πάντα
στη σαπισμένη γη να φέρνει την υγειά της…»
Είναι το απόσπασμα της εμπειρίας του Σικελιανού από τη βαθύτερη γνωριμιά και την αγωνιστική του εμπειρία με το λαό», γράφει ο Τάκης Αδάμος.
Από το ίδιο αφιέρωμα που υπογράφει η Αριστούλα Ελληνούδη, μεταφέρουμε απόσπασμα που αναφέρεται σε αυτή την αγωνιστική και δημιουργική περίοδο του Άγγελου Σικελιανού:
«Βλέποντας ο Σικελιανός το φασισμό να απλώνει πάνω από την Ευρώπη και να αρπάζει στα βρόγχια του τον χιλιοβασανισμένο ελληνικό λαό, πετά τον ιδεαλισμό, τον εγωτισμό, την ωραιοπάθειά του και στρέφει την καρδιά και το πνεύμα του στη ζωή και το λαό. Σμίγει την ποίησή του με τον απελευθερωτικό αγώνα και τους σοσιαλιστικούς πόθους του λαού. Το 1941 εντάσσεται στο ΕΑΜ και πρωτοστατεί στην προπαγάνδισή του με πέντε χειρόγραφα ποιήματα, με τίτλο «Ακριτικά», τα οποία, εικονογραφημένα με ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου, κυκλοφορούν παράνομα. Σ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, υποφέρει όπως όλοι οι αγωνιστές του λαού, γυρίζοντας την πλάτη στη δυνατότητα να ζήσει με άνεση και ασφάλεια. Δημοσιεύει συνεχώς ποιήματά του σε ΕΑΜίτικα έντυπα για το «Νέο Εικοσιένα», όπως αποκαλεί το ΕΑΜ, στο επίγραμμά του «Ανάσταση» (25/3/1942):
Τα χελιδόνια του θανάτου Σου μηνάν μιαν άνοιξη
καινούρια, Ελλάδα, κι από τον τάφο Σου γιγάντια γέννα…
Μάταια βιγλίζει των Ρωμαίων η κουστωδία τριγύρω Σου…
Ακόμα λίγο, κι ανασταίνεσαι σε νέο Εικοσιένα.
Παράλληλα γράφει τα σπουδαία, επίσης αντιστασιακής πνοής, θεατρικά έργα, μεταξύ των οποίων η «Σίβυλλα» και το κορυφαίο του «Ο θάνατος του Διγενή Ακρίτα». Έργο εμπνευσμένο από τη δημοτική μας ποίηση, που υμνεί τους νέους «Ακρίτες» του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και την απελευθέρωση κάθε ανθρώπου και λαού:
Σηκώθη η λεβεντογενιά
φρεγάδα μ’ ανοιχτά πανιά
στο νιον αγέρα,
για ν’ αρμενίσει το ντουνιά
κι ακόμη πέρα…Με το Νοτιά, με το Βοριά,
ν’ ανοίξει απέραντη ποριά
στη Λευτεριά, στη Λευτεριά…Με τ’ άργανα ελαφριά, βαριά,
με το Νοτιά, με το Βοριά,
λαλάτε την τη Λευτεριά,
για να γιομόσει τον αγέρα,
πριν έβγει ο ήλιος να ‘μαστ’ έτοιμοι
τη νέα να δούμε μέρα…
Ο Σικελιανός προφητεύει ότι
Σιμώνει ένας αχός
της Ιεριχώς σα να γκρεμίζονται τα κάστρα.
Κι αφουγκράζεται:
Απ’ την αντιβίγλα των λαών κι από τα δάση
χυμά μια απέραντη πνοή,
πο ‘χει βουή κι αντιβουή:
“Τόπο στη ζωή!… Τόπο στη Ζωή!…”
Δεν αποπαίδισεν η Πλάση!
Ο ποιητής δε θεώρησε ότι επιτελούσε το καθήκον του με το να υμνεί απλώς τον ΕΑΜικό αγώνα κλεισμένος στο σπίτι του. Τον υμνούσε και δημόσια. Διακινδυνεύοντας. Έφτασε να «χτυπήσει» με τους στίχους του, την καμπάνα του αγώνα και στην κηδεία του Παλαμά. Έβγαζε εγερτήριους λόγους σε διάφορες εκδηλώσεις. Τόλμησε σε εκδήλωση στο Ηρώδειο (Αύγουστος του 1944) να απαγγείλει με τη βροντώδη φωνή του τον αντάρτη «Αστραπόγιαννό» του. Αλλά και σε εκδήλωση μετά την απελευθέρωση (1946) ύμνησε τον αγώνα και τις ιδέες του ΕΑΜ.
Και καθώς είχε, ήδη, πει το μεγάλο «ΝΑΙ» και το μεγάλο «ΟΧΙ» του, στην πρώτη μεταπολεμική εκδήλωση της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, ως πρόεδρός της, έκανε μια μεγαλόπνοη προγραμματική ομιλία με θέμα «Προς μια αποφασιστική πνευματική στροφή». Οι ΕΑΜικές ιδέες του Σικελιανού δε λύγισαν ούτε με τον Δεκέμβρη, ούτε στα μαύρα χρόνια του Εμφυλίου. Γιατί, όπως έβαζε τον Μακρυγιάννη να λέει, «Τη λευτεριά μας τούτη δεν την ήβραμε στο δρόμο, και δε θα μπούμεν εύκολα στου αυγού το τσόφλι, γιατί δεν είμαστε κλωσόπουλα, σ’ αυτό να ξαναμπούμε πίσω, μα εγίναμε πουλιά, και τώρα πια στο τσόφλι μέσα δε χωρούμε».
Ο Σικελιανός βλέποντας τη νέα, μετά το Δεκέμβρη, σκλαβιά των αγωνιστών, τοποθετούσε υπεράνω όλων των αγαθών τη Λευτεριά, βάζοντας τον Βλαχογιάννη να λέει:
Τη Λευτεριά, τη Λευτεριά ως τα ύψη,
τη Λευτεριά ως το θάνατο,
τη Λευτεριά ως τον Αδη,
κι απέκει τ’ άλλα είναι καλά, απάνου ή κάτου κόσμος!
Και στο επίγραμμά του «25 Μάρτη 1821 – 25 Μάρτη 1946» έλεγε:
Του αγώνα μας πρωτόφλεβα, καρδιά του Εικοσιένα,
για να σε χαιρετίσουνε ορθό είναι σηκωμένοι
γυναίκες, γέροντες,
παιδιά κ’ εγώ στη σύναξή τους
για βιαστικό αντροκάλεσμα, για σημερινό σημάδι.Τι τώρα σμίγει το αίμα Σου στην πιο πλατιά του κοίτη
μ’ όσο αίμα χύθηκεν εχτές, και δες το, ξεχειλίζει
να μπει ποτάμι ακράταγο με τα ποτάμια τ’ άλλα
των Λαών ορμάν στη Λευτεριά π’ ανοίγεται μπροστά τους
Ανθρωποθάλασσα της Ζωής, σ’ Εσέ, Δημοκρατία!
Δεν του τα συγχώρεσε όλα αυτά η μεταπολεμική σκοταδιστική εξουσία. Γι’ αυτό και σαμποτάρισε τρεις φορές την υποψηφιότητά του για το Νόμπελ, την οποία έθεσε η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών. Τον πολέμησε και για έναν ακόμα λόγο. Επειδή η ΕΑΜοθραφείσα ΕΕΛ το 1947 τον ανακήρυξε τιμητικά ως επίτιμο πρόεδρό της. Το αντιδραστικό κατεστημένο κατηγόρησε την ΕΕΛ ότι προπαγανδίζει το δεύτερο αντάρτικο. Το «επιχείρημα» ήταν ότι στην πρωτοχρονιάτικη γιορτή της ΕΕΛ (Γενάρης του ’48), την ώρα που ο επίτιμος πρόεδρος της εταιρίας έκοβε την πρωτοχρονιάτικη πίτα, ο Μάρκος Αυγέρης του ευχήθηκε «Να ζήσει σαν τα Ψηλά Βουνά», προπαγανδίζοντας, υποτίθεται, έτσι, τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Με αυτήν την κατηγορία μπήκε μπροστά η «μηχανή» τρομοκράτησης του πνευματικού κόσμου. «Μηχανή», που χώρισε τους λογοτέχνες σε «εθνοπροδότες» και «εθνικόφρονες» και διέσπασε το παλαιότερο σωματείο της χώρας, την ΕΕΛ, με τη δημιουργία της «Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών»…